Σε μια αίθουσα συνεδριάσεων, βαθιά κάτω από τη διάσημη γυάλινη πυραμίδα του Μουσείου του Λούβρου στο Παρίσι, ο Μπερνάρ Αρνό φαινόταν φανερά προβληματισμένος.
Ο δισεκατομμυριούχος διευθύνων σύμβουλος του μεγαλύτερου ομίλου ειδών πολυτελείας παγκοσμίως βρίσκεται αντιμέτωπος με δύο σοβαρές προκλήσεις: τη σημαντική πτώση της ζήτησης στην κινεζική αγορά και την πιθανότητα επιβολής αυστηρότερων δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι εξελίξεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα να υποχωρήσει στη δέκατη θέση της παγκόσμιας κατάταξης των πλουσιότερων ανθρώπων, χάνοντας την πρωτιά που κατείχε μέχρι πρότινος, σύμφωνα με το Bloomberg.
Οι συνθήκες το τελευταίο διάστημα δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές για τον 76χρονο επιχειρηματία, ο οποίος έχτισε μια αυτοκρατορία αξίας 85 δισεκατομμυρίων ευρώ, διατηρώντας τον απόλυτο έλεγχο σε κάθε της πτυχή. Η LVMH επωφελήθηκε σημαντικά από την εκρηκτική άνοδο της αγοράς πολυτελών αγαθών τα τελευταία χρόνια. Η αύξηση του παγκόσμιου πλούτου ενίσχυσε τη ζήτηση και στήριξε την ανάπτυξή της. Σήμερα, όμως, η εταιρεία αντιμετωπίζει τη σοβαρότερη ύφεση της τελευταίας 36ετίας. Πρόκειται για την πιο δύσκολη περίοδο από τότε που ο Μπερνάρ Αρνό ανέλαβε τη διοίκησή της.
Η παγκόσμια αγορά προσωπικών ειδών πολυτελείας, αξίας 364 δισεκατομμυρίων ευρώ, καταγράφει έντονη πτώση. Στο πλαίσιο αυτό, ανταγωνίστριες εταιρείες όπως η Hermès, γνωστή για τις τσάντες Birkin, και η Richemont, στην οποία ανήκει η Cartier, παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα ανθεκτικότητας. Η σύγκριση αυτή αναδεικνύει πιο καθαρά τις αδυναμίες του ομίλου LVMH. Οι προοπτικές για την πορεία της εταιρείας, που διαθέτει εμπορικά σήματα όπως η Louis Vuitton, η Christian Dior Couture και η Moët & Chandon, παραμένουν αρνητικές. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι η κατάσταση ενδέχεται να επιδεινωθεί προτού υπάρξει κάποια βελτίωση.
Συνεντεύξεις με περισσότερα από δώδεκα άτομα — ανάμεσά τους στελέχη της εταιρείας, επενδυτές και άτομα που παρακολουθούν στενά τη δραστηριότητά της — αναδεικνύουν προβλήματα στην πολυτελή μάρκα μόδας Dior και στον τομέα των αλκοολούχων ποτών Moët Hennessy. Κυκλοφορούν ακόμη και φήμες για δυσκολίες που επηρεάζουν τη Louis Vuitton, τη μεγαλύτερη μάρκα του ομίλου. Οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι ορισμένα από τα προβλήματα της LVMH οφείλονται σε εσωτερικές επιλογές. Η στρατηγική των διαδοχικών εξαγορών έχει οδηγήσει τον όμιλο να διαχειρίζεται πάνω από 75 εμπορικά σήματα, γεγονός δυσκολεύει τον συντονισμό τους. Επιπλέον, η απουσία ξεκάθαρου σχεδίου διαδοχής προκαλεί ανησυχία στους επενδυτές.
«Στα τελευταία είκοσι χρόνια, από τότε που αρχίσαμε να παρακολουθούμε τη δραστηριότητα της LVMH, δεν έχουμε παρατηρήσει ξανά τόσα πολλά ανησυχητικά σημάδια», δήλωσε ο Πιερ-Ολιβιέ Εσίγκ, επικεφαλής έρευνας στην AIR Capital. «Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και η πανδημία αποτέλεσαν σοβαρές προκλήσεις. Ωστόσο, το μέγεθος που έχει σήμερα η LVMH κάνει την πρόσφατη απώλεια αξίας της ιδιαίτερα σημαντική. Πρόκειται ξεκάθαρα για τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία της εταιρείας».
Η LVMH χάνει αξία
Η κεφαλαιοποίηση της αγοράς μειώνεται κατά τη διάρκεια τριών ξεχωριστών περιόδων ύφεσης.
Οι μετοχές της εταιρείας έχουν μειωθεί σχεδόν κατά το ήμισυ από το υψηλό επίπεδο που είχαν φτάσει τον Απρίλιο του 2023, με αποτέλεσμα να χάσει περίπου 221 δισεκατομμύρια ευρώ από την αγοραία αξία της. Η LVMH δεν συγκαταλέγεται πλέον στις τρεις μεγαλύτερες μετοχές της Ευρώπης, ούτε είναι η πιο πολύτιμη εταιρεία της Γαλλίας, καθώς την πρώτη θέση κατέχει η ανταγωνίστρια Hermès.
Πριν από περίπου έναν χρόνο, ο Μπερνάρ Αρνό βρισκόταν στην κορυφή του δείκτη δισεκατομμυριούχων του Bloomberg. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος εκτός Βόρειας Αμερικής και ο μοναδικός επιχειρηματίας από τον τομέα των καταναλωτικών προϊόντων που κατέκτησε αυτή τη θέση. Η καθαρή του περιουσία έφτασε τα 231 δισεκατομμύρια δολάρια τον Μάρτιο του 2024, ξεπερνώντας εκείνη του Έλον Μασκ και του Τζεφ Μπέζος. Την ίδια περίοδο, η LVMH βρέθηκε στο προσκήνιο, καθώς τα εμπορικά της σήματα είχαν έντονη παρουσία στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού. Σήμερα, η αξία της περιουσίας του Αρνό έχει μειωθεί στα περίπου 149 δισεκατομμύρια δολάρια, καθώς η μετοχή της LVMH έχει υποστεί σημαντική πτώση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η οικονομική κατάσταση της LVMH είναι επισφαλής. Ο δείκτης καθαρού χρέους προς ίδια κεφάλαια μειώθηκε σε περίπου 13% το 2023, από 20% το 2021. Παράλληλα, οι ελεύθερες ταμειακές ροές από τις βασικές δραστηριότητες της εταιρείας ανήλθαν σε 10,5 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024, σημειώνοντας αύξηση άνω του 25% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Ο Μπερνάρ Αρνό και η οικογένειά του, οι οποίοι στα τέλη του 2023 κατείχαν το 49% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας και το 65% των δικαιωμάτων ψήφου, πραγματοποίησαν μαζικές αγορές μετοχών κατά τη διάρκεια της πτώσης της αξίας τους. Από τα τέλη Ιανουαρίου, όταν η LVMH ανακοίνωσε απογοητευτικά οικονομικά αποτελέσματα, οι εταιρείες του οικογενειακού χαρτοφυλακίου, Christian Dior SE και Financière Agache SA, απέκτησαν μετοχές της εταιρείας συνολικής αξίας άνω των 1,1 δισεκατομμυρίων ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία των εποπτικών αρχών.
«Υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύουμε, όπως πιστεύω και εγώ, ότι ο κλάδος των ειδών πολυτελείας θα διατηρήσει τη δυναμική του και θα συνεχίσει να αποτελεί τον βασικό πυλώνα της στρατηγικής μας για το μέλλον», δήλωσε ο Μπερνάρ Αρνό κατά τη διάρκεια της γενικής συνέλευσης των μετόχων.
Παρά τις πρόσφατες απώλειες, ο Αρνό παραμένει ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Ευρώπη.
Η τρέχουσα περίοδος αστάθειας διαφέρει σημαντικά από προηγούμενες κρίσεις που έχει κληθεί να αντιμετωπίσει η LVMH. Τόσο οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 όσο και η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 αποτέλεσαν εξωτερικές κρίσεις, των οποίων ο αντίκτυπος περιορίστηκε εν μέρει από την οικονομική άνοδο της Κίνας και την ισχυρή ζήτηση για γαλλικά προϊόντα πολυτελείας. Σήμερα, ωστόσο, η Κίνα δείχνει να απομακρύνεται από τον πολυτελή τρόπο ζωής, ενώ οι καταναλωτές της στρέφονται ολοένα και περισσότερο σε εγχώριες μάρκες. Την ίδια στιγμή, οι Ηνωμένες Πολιτείες, μια εξίσου σημαντική αγορά για τον όμιλο, βρίσκονται σε περίοδο αναταραχών, εν μέσω των συνεχών απειλών του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για επιβολή εμπορικών δασμών.
Καθώς οι εμπορικές διαπραγματεύσεις γύρω από τους δασμούς εντείνονται, ο Μπερνάρ Αρνό έχει αξιοποιήσει τις μακροχρόνιες προσωπικές του σχέσεις με τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο Γάλλος μεγιστάνας γνωρίζει τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1980, όταν είχε εμπλακεί για σύντομο διάστημα στον χώρο του real estate στην αμερικανική αγορά. Ήταν, μάλιστα, παρών στην τελετή ορκωμοσίας του Τραμπ.
Πρόσφατα, ο Μπερνάρ Αρνό και ο γιος του, Αλεξάντρ Αρνό, επισκέφθηκαν τον Λευκό Οίκο, καθώς η Tiffany & Co., η οποία ανήκει στον όμιλο LVMH, είχε αναλάβει την κατασκευή του τροπαίου για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 2026, το οποίο θα διεξαχθεί στη Βόρεια Αμερική. Παρότι ο Τραμπ χαρακτήρισε τους δύο τους ως «πολύ καλούς φίλους» του και τους παραχώρησε κατ’ ιδίαν συνάντηση, δεν προέκυψε καμία ουσιαστική πρόοδος ως προς την ελάφρυνση των δασμών. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο Τραμπ απείλησε με την επιβολή δασμών ύψους 50% σε προϊόντα προερχόμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όλες οι εταιρείες του κλάδου προσαρμόζονται στο δύσκολο οικονομικό περιβάλλον και παίρνουν μέτρα για να μειώσουν τις επιπτώσεις του. Για παράδειγμα, η Kering SA, ιδιοκτήτρια της Gucci, μόλις όρισε τον Λούκα ντε Μέο ως νέο διευθύνοντα σύμβουλο. Ο Λούκα ντε Μέο είναι ο ηγέτης που κατάφερε να φέρει σημαντική βελτίωση και σταθερότητα στην πορεία της αυτοκινητοβιομηχανίας Renault SA.
Η δραστηριότητα της LVMH επηρεάζεται έντονα από την επιθετική πολιτική εξαγορών που ακολουθεί ο Μπερνάρ Αρνό. Ο Αρνό φημίζεται για τον αποφασιστικό και πολλές φορές αδιάλλακτο τρόπο με τον οποίο διευρύνει την εταιρεία, γεγονός που του έχει προσδώσει τη φήμη του «λύκου με κασμίρ». Αυτή η στρατηγική έχει οδηγήσει στη δημιουργία ενός πολυδιάστατου χαρτοφυλακίου περιουσιακών στοιχείων, με την LVMH να ξεχωρίζει ως η μοναδική εταιρεία πολυτελείας με τόσο ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων.
Τα περιουσιακά στοιχεία του ομίλου κυμαίνονται από την Louis Vuitton, που παράγει τσάντες, ρούχα και σοκολάτα, έως τον κλάδο αλκοολούχων ποτών Moët Hennessy, την αλυσίδα καταστημάτων καλλυντικών Sephora, την αλυσίδα πολυτελών ξενοδοχείων Cheval Blanc και το παρισινό μπιστρό L’Ami Louis, που προσφέρει γεύματα για περισσότερα από 100 δολάρια. Οι διαφορετικές επιδόσεις των επιχειρήσεων έχουν οδηγήσει ορισμένους επενδυτές να επιβάλλουν έκπτωση στις μετοχές του ομίλου.
«Όσο η LVMH σημείωνε σημαντική ανάπτυξη, οι επενδυτές δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία στη σύνθεση του ομίλου. Όμως τώρα που η αγορά γίνεται πιο δύσκολη, οι επενδυτές θεωρούν ότι το μέγεθος και η πολυπλοκότητα της εταιρείας αποτελούν πρόβλημα και γι’ αυτό μειώνουν την αξία της μετοχής της. Ο όμιλος πρέπει να επανεξετάσει τις επιχειρήσεις που έχει στην κατοχή του και ίσως να πουλήσει μερικές από αυτές, ώστε να γίνει πιο αποδοτικός και ευέλικτος», εξήγησε η Αριάν Χαγιάτε, διαχειρίστρια κεφαλαίων στην Edmond de Rothschild Asset Management, που κατέχει μετοχές της LVMH.
Στο παρελθόν, η LVMH έχει πουλήσει μάρκες με χαμηλή απόδοση, όπως η Off-White και η Stella McCartney, και αναμένεται να συνεχίσει την αναθεώρηση των περιουσιακών της στοιχείων, ιδίως στον τομέα των οίνων και των οινοπνευματωδών ποτών. Ο όμιλος διερεύνησε την πιθανότητα πώλησης του Sephora, μιας εταιρείας λιανικής πώλησης με χαμηλά περιθώρια κέρδους, σύμφωνα με άτομα που είναι εξοικειωμένα με το θέμα. Ένα από αυτά τα άτομα αναφέρει ότι η LVMH εξέτασε το ενδεχόμενο να την εισαγάγει στο χρηματιστήριο του Άμστερνταμ το 2021.

Ο τομέας αλκοολούχων ποτών Moët Hennessy ήταν ένας άλλος πιθανός υποψήφιος για πώληση, αφού η Diageo Plc, η οποία κατέχει το 34% της επιχείρησης, πρότεινε την εισαγωγή του στο χρηματιστήριο το 2023, κάτι που ο Αρνό απέρριψε, σύμφωνα με άτομα που γνωρίζουν για το θέμα. Τα αυξανόμενα προβλήματα στη μονάδα εγείρουν ερωτήματα σχετικά με αυτή τη συνεργασία. Ο διευθύνων σύμβουλος της Moët Hennessy απομακρύνθηκε και η εταιρεία προχωρά σε περικοπές του 13% του προσωπικού της, καθώς οι πωλήσεις σαμπάνιας και κονιάκ μειώνονται. Η Diageo αρνήθηκε να σχολιάσει.
«Μακροπρόθεσμα, ενδέχεται η LVMH να εξετάσει την πώληση του Sephora, που πιθανώς δεν θεωρείται βασική δραστηριότητα του ομίλου», σύμφωνα με τον αναλυτή της HSBC Εργουάν Ραμπούργκ.
Ο τομέας των αλκοολούχων ποτών και η Dior, η δεύτερη μεγαλύτερη μάρκα μόδας της LVMH, ξεχωρίζουν σήμερα ως οι πιο αδύναμοι κρίκοι του ομίλου, γεγονός που έχει δημιουργήσει δυσκολίες για δύο από τα πέντε παιδιά του Μπερνάρ Αρνό.
Η μεγαλύτερη και μοναδική κόρη του, Ντελφίν Αρνό, ανέλαβε τη Dior το 2023, σε μια περίοδο κατά την οποία η μάρκα άρχισε να χάνει τη δυναμική της. Η Ντελφίν, 50 ετών, ανέλαβε την Dior έπειτα από μια δεκαετή εμπειρία στη Louis Vuitton. Το ότι ανέλαβε την εταιρεία θεωρήθηκε τότε ένδειξη εμπιστοσύνης από τον πατέρα της, ο οποίος ξεκίνησε την πορεία του στον χώρο της πολυτέλειας μέσω της Dior, τη δεκαετία του 1980.
Αν και η Dior γνώρισε έντονη ανάπτυξη τα προηγούμενα έτη, με εμβληματικά σχέδια που φορούν προσωπικότητες όπως η Ριάννα και η Τζένιφερ Λόρενς, η δυναμική της φαίνεται να έχει περιοριστεί τους τελευταίους μήνες. Σε αντίθεση με την Louis Vuitton, που διατηρεί σταθερή δυναμική, η Dior φαίνεται να χάνει έδαφος, κάτι που, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, αποδίδεται κυρίως στις υπερβολικές αυξήσεις των τιμών.
Δεδομένου ότι η Dior αντιστοιχεί περίπου στο 14% των κερδών της LVMH, σύμφωνα με εκτιμήσεις της HSBC, η ανάκαμψή της θεωρείται κρίσιμη για τη συνολική πορεία του ομίλου. Στο πλαίσιο αυτό, η εταιρεία διόρισε τον Τζόναθαν Άντερσον ως νέο δημιουργικό διευθυντή της μάρκας, με ευθύνη για τις συλλογές γυναικείων ρούχων, υψηλής ραπτικής και ανδρικής ένδυσης. Αν και η πρώτη του συλλογή για τα γυναικεία ρούχα, τα οποία έχουν και τη μεγαλύτερη απήχηση, θα παρουσιαστεί στην Εβδομάδα Μόδας του Παρισιού το φθινόπωρο, θα χρειαστεί χρόνος μέχρι τα προϊόντα να φτάσουν στην αγορά και να αρχίσουν να αποφέρουν αποτελέσματα.
Η Moët Hennessy, μια ακόμη σημαντική μάρκα του ομίλου, αντιμετωπίζει δυσκολίες. Το τελευταίο διάστημα έχει βρεθεί αντιμέτωπη με πληθωριστικές πιέσεις στην αγορά των ΗΠΑ. Το κονιάκ της παρουσιάζει απώλεια μεριδίου αγοράς, καθώς οι καταναλωτές στρέφονται σε φθηνότερες εναλλακτικές, όπως η τεκίλα και το μπέρμπον. Παράλληλα, η εταιρεία επηρεάζεται αρνητικά από την εμπορική διαμάχη μεταξύ Κίνας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση των πωλήσεων γαλλικού κονιάκ στην κινεζική αγορά.
Τον Φεβρουάριο, η ηγεσία της Moët Hennessy άλλαξε, καθώς τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου ανέλαβε ο Ζαν-Ζακ Γκιόνι, πρώην οικονομικός διευθυντής του ομίλου LVMH, μαζί με τον 33χρονο γιο του Μπερνάρ Αρνό, Αλεξάντερ. Ο Αλεξάντερ είχε μόλις ολοκληρώσει μια τετραετή θητεία στη Νέα Υόρκη, όπου συνέβαλε στην αναδιοργάνωση της Tiffany — της αμερικανικής εταιρείας κοσμημάτων που εξαγοράστηκε από την LVMH το 2021.
Το νέο αυτό ηγετικό δίδυμο ξεκίνησε τη θητεία του υπό δύσκολες συνθήκες. Σε βίντεο προς τους εργαζόμενους, το οποίο προβλήθηκε μία ημέρα πριν από την Πρωτομαγιά και περιήλθε στην κατοχή του Bloomberg, αναφέρθηκε ότι η μείωση των πωλήσεων καθιστά αναγκαία την περικοπή 1.200 θέσεων εργασίας.
Η επιβράδυνση στον τομέα των πολυτελών προϊόντων στρέφει την προσοχή στο ευρύ φάσμα προϊόντων της βασικής μάρκας της LVMH, Louis Vuitton, και εγείρει ερωτήματα για το ποιο είναι το πραγματικό της κοινό-στόχος. Σύμφωνα με την HSBC, αυτό το ζήτημα «ενδέχεται να αρχίσει να επηρεάζει αρνητικά τον όμιλο».
Προβληματισμοί για τη διαδοχή
Τέσσερις μάρκες της LVMH φαίνεται ότι αντιπροσώπευσαν περίπου το 80% των κερδών του ομίλου την περασμένη χρονιά.
Παρά τα λειτουργικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η LVMH, το μεγαλύτερο θέμα είναι αυτό της διαδοχής. Ο 76χρονος Μπερνάρ Αρνό δεν δείχνει σημάδια αποχώρησης.
«Σε δύσκολες περιόδους, οι ιδρυτές που βλέπουν την εταιρεία τους σαν παιδί τους εργάζονται ακόμα πιο σκληρά για να ξεπεράσουν τις δυσκολίες», επισημαίνει ο Ράφι Αμίτ, καθηγητής στη Wharton School of Business. «Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι αυτό αλλάζει λόγω της ηλικίας του Μπερνάρ Αρνό».
Σε αντίθεση με ηγέτες άλλων μεγάλων ομίλων, ο Μπερνάρ Αρνό κατάφερε να εντάξει τα παιδιά του — Ντελφίν, Αντουάν, Αλεξάντερ, Φρεντερίκ Ζαν — στην εταιρεία, διατηρώντας παράλληλα αρμονία μεταξύ τους. Ωστόσο, οι επενδυτές ανησυχούν όλο και περισσότερο για το ζήτημα της διαδοχής και τη διοίκηση του ομίλου.
«Η διακυβέρνηση βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο, καθώς υπάρχουν πολλά παιδιά στην επιχείρηση», ανέφερε ο Φλάβιο Σερέδα, διαχειριστής χαρτοφυλακίου πολυτελών εμπορικών σημάτων στην GAM UK Ltd. «Τα παιδιά αυτά δοκιμάζονται και συγκρίνονται μεταξύ τους».
Δεδομένου ότι τα παιδιά του Αρνό βρίσκονται ακόμη σε στάδιο εκμάθησης, πέρυσι ο ίδιος επέλεξε τον Στεφάν Μπιαντσί ως αναπληρωτή του. Ο Μπιαντσί, πρώην σύμβουλος της Arthur Andersen, έχει αφιερώσει την καριέρα του στη διοίκηση μικρών οικογενειακών εταιρειών στον χώρο των καλλυντικών και της μόδας, με έμφαση στην καθοδήγηση των διαδόχων. Εντάχθηκε στην LVMH το 2018, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του τμήματος ρολογιών, που περιλαμβάνει τη μάρκα Tag Heuer, όπου συνεργάστηκε στενά με τον Φεντερίκ Αρνό.

Ο Μπιαντσί, 60 ετών, δήλωσε στην ετήσια γενική συνέλευση ότι η LVMH «έχει σχέδια διαδοχής για το μεσοπρόθεσμο μέλλον και σε περίπτωση «ξαφνικού» γεγονότος». Ωστόσο, χωρίς προφανή διάδοχο, οι επενδυτές παραμένουν ανήσυχοι.
Προς το παρόν, η LVMH παραμένει υπό τον έλεγχο του Μπερνάρ Αρνό, ο οποίος από το 2016 έχει ξεκαθαρίσει τον τρόπο με τον οποίο θεωρεί ότι πρέπει να λειτουργεί μια επιχείρηση. Μιλώντας τότε στην Oxford Union, είχε δηλώσει: «Μια εταιρεία, ακόμη κι αν είναι επιτυχημένη, πρέπει να διοικείται σαν να κινδυνεύει να χρεοκοπήσει μέσα σε 12 μήνες».
Διαβάστε ακόμη:
Ρωσικό φυσικό αέριο: Πώς η ΕΕ σχεδιάζει να σταματήσει πλήρως τις εισαγωγές
Νέα παράταση για POS: Ποιες επιχειρήσεις κερδίζουν χρόνο μέχρι τέλος του 2025
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα