Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στα κράτη της ευρωζώνης περίμεναν για χρόνια να φτάσει η στιγμή που το ευρώ θα υποχωρήσει έναντι δολαρίου. Η επιθυμία αυτή έχει γίνει πλέον πραγματικότητα αλλά το timimg μόνο ευνοϊκό δεν είναι για τους Ευρωπαίους επιχειρηματίες.

Το ενιαίο νόμισμα έχει υποχωρήσει πάνω από 12% έναντι του δολαρίου φέτος και πλέον αξίζει λιγότερο από 1 δολάριο. Πρόκειται, μάλιστα, για το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων είκοσι χρόνων.

Όπως εξηγεί το Bloomberg, αυτή η μείωση αυξάνει το κόστος των εισαγωγών, δίνοντας περαιτέρω ώθηση στις τιμές της ενέργειας και ανεβάζοντας τον ήδη υψηλό πληθωρισμό που πλήττει τις οικονομίες της Ευρωζώνης. Τα παραπάνω, περιορίζουν σημαντικά τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων, με τις εταιρείες της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για «ισχυρές πιέσεις στο κόστος».

Επιπλέον, ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη είναι ήδη κοντά στο 9%, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά τη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες και κατά συνέπεια επιβαρύνει πωλήσεις και κέρδη.


Όποια θετικά και αν προκύψουν από την υποτίμηση του νομίσματος – ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών, μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους για τους επενδυτές – επισκιάζονται από την ενεργειακή κρίση και τον κίνδυνο ύφεσης. Η Ευρώπη μάλιστα είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη λόγω της ενεργειακής της εξάρτησης τη Ρωσία. Οι προμήθειες φυσικού αερίου έχουν ήδη μειωθεί και περαιτέρω διακοπές θα επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τις οικονομίες της περιοχής, ιδιαίτερα τη Γερμανία.

Όμως, το ευρώ δεν είναι το μόνο περιουσιακό στοιχείο που εγείρει ανησυχίες για την οικονομία της Ευρώπης. Σύμφωνα με την Μάντισον Φάλερ, στρατηγική αναλύτρια της JPMorgan, η υποχώρηση κάτω από την πλήρη  ισοτιμία σηματοδοτεί ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους για την ευρωπαϊκή οικονομία.

«Οι ευρωπαϊκές μετοχές διαπραγματεύονται με αξιοσημείωτη πτώση της τάξης του 30% σε σχέση με τις αμερικανικές, αντανακλώντας αυτούς τους κινδύνους και αλλά και τη σημασία που αποδίδει η αγορά σε τομείς όπως η ενέργεια και τα χρηματοοικονομικά», πρόσθεσε η Φάλερ.

Οι οικονομικοί φόβοι τροφοδοτούν επίσης την πορεία των συναλλαγματικών ισοτιμιών, καθώς οι επενδυτές αναμένουν από τη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζας να χαλαρώσει την περιοριστική νομισματική της πολιτική, ακολουθώντας διαφορετικό δρόμο από την «επιθετική» Fed.

Πιο αναλυτικά,η αμερικανική κεντρική τράπεζα ετοιμάζεται για νέες αυξήσεις επιτοκίων από τον Σεπτέμβριο (ήδη βρίσκονται στο 2,25%), σε μια προσπάθεια τιθάσευσης του πληθωρισμού. Αυτό αναμένεται να καταστήσει ακόμη πιο ελκυστικό το δολάριο σε σχέση με το ευρώ, καθώς εξαιτίας του φόβου περί ύφεσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αδυνατεί να ακολουθήσει τον ρυθμό σύσφιγξης της Federal Reserve.

Το αμερικανικό δολάριο έχει ενισχυθεί έναντι των περισσότερων νομισμάτων στον κόσμο την ώρα που το ευρώ βρίσκεται κοντά στο χαμηλότερο επίπεδό του από το 2015.

Επιπροσθέτως, η ενεργειακή κρίση αναγκάζει τη Γερμανία να επανεξετάσει το μακροπρόθεσμο βιομηχανικό της μοντέλο το οποίο βρίσκεται στον πυρήνα της οικονομίας της. Αυτό το μοντέλο, το οποίο ο αναλυτής της ING, Κρις Τέρνερ συνοψίζει ως «εισαγωγή φθηνής ενέργειας χάριν της παγκοσμιοποίηση, δημιουργία προστιθέμενης αξίας και εξαγωγή προϊόντων σε όλο τον κόσμο», φαίνεται πλέον να μην λειτουργεί για την ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης καθώς έχει πλέον απολέσει το πρώτο από τα παραπάνω στοιχεία.

«Βλέπετε το ευρώ να βρίσκεται σε ισοτιμία ένα προς ένα με το δολάριο και νομίζετε ότι είναι εξαιρετικά φθηνό», είπε ο Τέρνερ. «Αλλά στην πραγματικότητα η εύλογη αξία του ευρώ έχει αποδυναμωθεί σημαντικά λόγω της ενεργειακής κρίσης και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο υποχωρήσει κι άλλο».

Η Morgan Stanley προβλέπει ότι το ευρώ θα υποχωρήσει στα 0,97 δολάρια αυτό το τρίμηνο, κάτι που έχουμε να δούμε από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Η JPMorgan αναμένει ότι θα δοκιμάσει τα $0,95 το δεύτερο εξάμηνο του 2022.

Η τελευταία υποχώρηση οδήγησε το ενιαίο νόμισμα στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2002. Το πιο αδύναμο σημείο του ήταν το 2000, όταν έπεσε κάτω από τα 85 σεντς. Στη συνέχεια, το νόμισμα ανατιμήθηκε και ήταν πάνω από 1,30 δολάρια κατά μέσο όρο εν μέσω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της επακόλουθης κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη. Το ισχυρό ευρώ προκάλεσε δυσαρέσκεια σε επιχειρήσεις και πολιτικούς που υποστήριζαν ότι το ισχυρό νόμισμα έπληττε τις εξαγωγές και τις εθνικές οικονομίες. Η κατάσταση έχει αντιστραφεί για ακόμη μία φορά.

Η υποτίμηση σήμαινε ότι ορισμένες ευρωπαϊκές εταιρείες έλαβαν ώθηση στα κέρδη από τις εξαγωγές σε χώρες εκτός ευρώ. Οι εταιρείες του Stoxx 600 Index αντλούν κατά μέσο όρο περισσότερο από το ήμισυ των εσόδων τους εκτός της Ευρωζώνης και οι ΗΠΑ είναι μια από τις μεγαλύτερες αγορές τους.

Για μια εταιρεία όπως η Airbus SE, η οποία πουλά αεροσκάφη σε δολάρια και καταγράφει έσοδα σε ευρώ, μια διακύμανση 1 σεντ στην ισοτιμία ευρώ-δολαρίου είχε αντίκτυπο 130 εκατομμυρίων ευρώ στα ετήσια κέρδη, με βάση τους υπολογισμούς του Bloomberg.

Η Unilever Plc σημείωσε κέρδη από συναλλαγματικές συναλλαγές ύψους 1,3 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο, λαμβάνοντας ώθηση από την ενίσχυση του δολαρίου ΗΠΑ, του ρεάλ Βραζιλίας και της ρουπίας Ινδίας έναντι του ευρώ.

Όμως, οποιοδήποτε όφελος από ένα αδύναμο ευρώ υπερκαλύπτεται από τον αντίκτυπο στα λειτουργικά κόστη των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα εάν οι πρώτες ύλες τιμολογούνται σε δολάρια.

«Το αδύναμο ευρώ περιορίζει τα περιθώρια κέρδους μια εταιρείας λόγω των υψηλότερων τιμών των εισροών που τιμολογούνταο σε δολάρια», δήλωσε ο Κένεθ Μπρου, επικεφαλής εταιρικής έρευνας, συναλλάγματος και επιτοκίων της Societe General. «Εάν η εγχώρια/παγκόσμια ζήτηση αποδυναμωθεί επίσης λόγω του πλήγματος στο πραγματικό εισόδημα και τις καταναλωτικές δαπάνες από την αύξηση των τιμών της ενέργειας και την παγκόσμια εξασθένηση της ζήτησης, τότε οι πωλήσεις και τα κέρδη της εταιρείας μπορούν να επηρεαστούν αρνητικά».

Μία μεγάλη αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ δεν θα φρενάρει τη διολίσθηση του ευρώ

Το ζοφερό σκηνικό που έχει δημιουργηθεί για την ευρωπαϊκή οικονομία σημαίνει ότι ακόμη και μια άνευ προηγουμένου αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης δεν θα ενίσχυε ουσιαστικά το ευρώ, σύμφωνα με τον Ντιρκ Σουμάχερ, οικονομολόγο της Natixis στη Φρανκφούρτη. «Η επιλογή 75 μονάδων βάσης δεν θα άλλαζε πολλά», είπε χαρακτηριστικά. «Η ευρωπαϊκή οικονομία χρειάζεται ένα minimum θετικής οικονομικής προοπτικής για να επηρεάσει σημαντικά τη συναλλαγματική ισοτιμία μόνο με τις κινήσεις των επιτοκίων».
Από την πλευρά του ο Γέοργκ Κρέιμερ, επικεφαλής οικονομολόγος στην Commerzbank, είπε ότι ένα τέτοιο βήμα «θα ήταν μάλλον καλή ιδέα δεδομένων των προοπτικών για τον πληθωρισμό». Αν και δεν αποκλείει μία τέτοια κίνηση, σημείωσε ότι δεν «πιστεύει ότι η ΕΚΤ θα το κάνει».

Πράγματι, το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ Φάμπιο Πανέτα συνέστησε σύνεση στη σχεδίαση των επόμενων βημάτων, καθώς η προοπτική ύφεσης στη ζώνη του ευρώ γίνεται όλο και πιο πιθανή. «Εάν έχουμε σημαντική επιβράδυνση ή ακόμη και ύφεση, αυτό θα μετριάσει τις πληθωριστικές πιέσεις», είπε από το Μιλάνο.

Διαβάστε ακόμα:

Οι κροίσοι του software – Αυτοί είναι οι πλουσιότεροι στον κόσμο

Αυτές είναι οι 10 εταιρείες που σε αφήνουν να δουλέψεις από όπου θέλεις και κάνουν προσλήψεις

ExxonMobil: «Μένει» στην Κρήτη, αλλά πήρε παράταση 2 χρόνια για τις έρευνες