Στην τρίτη του επέτειο ως επικεφαλής του τμήματος περιουσιακών στοιχείων και διαχείρισης πλούτου της Deutsche Bank AG, ο Μισέλ Φαϊσόλα, κλήθηκε σε μια σύσκεψη, στην οποία ζητήθηκε από τα στελέχη που μετείχαν να φορούν ένα καπελάκι με τον αριθμό “3”. Ακόμα και ο τότε CEO Τζον Κράιαν, είχε ένα.

Ήταν Σεπτέμβριος του 2015 και ο ισχυρός τραπεζίτης με αγάπη στα γρήγορα αυτοκίνητα και τα περίπλοκα deals ήταν στο απόγειο της ισχύος του. Ή, τουλάχιστον, έτσι πίστευε…

Λίγες εβδομάδες αργότερα, η εταιρεία ανακοίνωσε την αντικατάστασή του, μαζί με αρκετά άλλα στελέχη της διοίκησης που είχαν εξελιχθεί κάτω από την ηγεσία του προηγούμενου CEO, Άνσου Τζεν. Οι Κράιαν και Φαϊσόλα συγκρούστηκαν, καθώς είχαν διαφορετικές απόψεις για τη στρατηγική που έπρεπε να ακολουθηθεί, ωστόσο το μεγαλύτερο τραπεζικό ίδρυμα της Γερμανίας βρισκόταν ήδη υπό πίεση από τουλάχιστον μια ευρωπαϊκή Ρυθμιστική Αρχή, καθώς αυτή ανησυχούσε για τα κρούσματα σκανδάλων στην Deutsche Bank.

Γυρίζοντας στο σήμερα, ο Φαϊσόλα βρίσκεται αντιμέτωπος με περίπου μια πενταετία φυλάκισης, μετά την καταδίκη του σε κάθειρξη από ένα ιταλικό δικαστήριο τον περασμένο μήνα, καθώς κρίθηκε ένοχος για την κατηγορία της βοήθειας προς την ιταλική κρατική τράπεζα Monte dei Paschi di Siena SpA να αποκρύψει έσοδα με μια πολύπλοκη σειρά πωλήσεων παραγώγων στο χρονικό διάστημα μεταξύ 2008 και 2012. Ο Φαϊσόλα, που αρνήθηκε να σχολιάσει την υπόθεση, αρνείται ότι έχει υποπέσει σε αδίκημα. Ο δε δικηγόρος του στην Ιταλία, δήλωσε ότι ο πελάτης του -και άλλοι κατηγορούμενοι- σκοπεύουν να προσβάλλουν την απόφαση με περαιτέρω νομικές κινήσεις.

Τα διάφορα σκάνδαλα έχουν αφήσει βαθιές πληγές στην Deutsche Bank, που παλαιότερα ήταν το μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στον κόσμο ως προς τα περιουσιακά στοιχεία, καθώς και ο κύριος trader τίτλων σταθερής απόδοσης. Αυτές οι υποθέσεις συνεχίζουν να επιβαρύνουν την εταιρεία, η οποία καταβάλλει περίπου 20 δισ. δολάρια σε πρόστιμα και νομικά έξοδα, ενώ η φήμη της υπέστη σοβαρό πλήγμα.

Οι πρώην συνάδελφοι του Φαϊσόλα, που κάποτε αποκαλούνταν «ο στρατός του Άνσου», έχουν εξελιχθεί: Ο ένας από τους πρώην συν-επικεφαλής της επενδυτικής τραπεζικής, Κόλιν Φαν, τώρα εργάζεται στην Softbank Group Corp. Ο άλλος συν-επικεφαλής, Ρόμπερτ Ράντιν, έχει στραφεί στη χρηματοδότηση της τεχνολογίας. Ο ίδιος ο Άνσου Τζεν. Έχει εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη κι είναι σήμερα επικεφαλής της Cantor Fidgerald LP.

Ο Φαϊσόλα, όχι τόσο. Πάντως, ο 51χρονος Ιταλός τραπεζίτης εξακολουθεί να ασκεί μια επιρροή στην τράπεζα με έδρα τη Φρανκφούρτη, μέσω της εργασίας του ως σύμβουλος της βασιλικής οικογένειας του Κατάρ. Τα μέλη της κατέχουν στη μεγάλη γερμανική τράπεζα ποσοστό που κυμαίνεται από 6 έως 10% για περίπου πέντε χρόνια, με αποτέλεσμα να συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγαλύτερων μετόχων και μια από τις πιο ισχυρές φωνές εκτός Γερμανίας. Ωστόσο, έχουν κάθε λόγο να μην είναι ευχαριστημένοι: Η μετοχή της τράπεζας είχε υποχωρήσει σε ποσοστό άνω του 75% εκείνη την εποχή.

Ο Φαϊσόλα έχει ανοικτό δίαυλο με υψηλόβαθμα στελέχη της Deutsche Bank. Γνωρίζει καλά τον εμπορικό βραχίονα της τράπεζας και τις εξελίξεις στο τμήμα περιουσιακών στοιχείων και διαχείρισης πλούτου. Άλλωστε οι «Καταριανοί» ήταν η κινητήρια δύναμη στην περυσινή απόφαση της τράπεζας να «εξαφανίσει» τον Κράιαν.