Η Αμερική είναι το μόνο πλούσιο έθνος παγκοσμίως που δεν παρέχει σε όλους τους πολίτες της πρόσβαση σε ένα κρατικό πρόγραμμα επί πληρωμή γονικής άδειας.

Σήμερα, μόνο το 21% των εργαζομένων στις ΗΠΑ έχουν πρόσβαση στην επί πληρωμή οικογενειακή άδεια. Το ποσό αυτό πληρώνεται ωστόσο, από τους εργοδότες και όχι από το κράτος, σε αντίθεση με άλλες χώρες παγκοσμίως. Για το λόγο αυτό, μόλις ένα 8% των εργαζομένων στο κατώτατο τεταρτημόριο των αποδοχών μισθών (λιγότερο από 14 δολάρια ανά ώρα) είχαν πρόσβαση σε επί πληρωμή γονική άδεια το 2020.

Αυτή η φιλοσοφία, έρχεται σε έντονη αντίθεση με την αντίστοιχη των Ευρωπαϊκών κρατών όπου η επιδοτούμενη μητρική άδεια από το κράτος έχει καθιερωθεί εδώ και πολλές δεκαετίες. Έρευνες έχουν δείξει ότι η γονική άδεια με αμειβόμενες προσφορές παρέχει αδιαμφισβήτητα ποικίλα οφέλη τόσο στους γονείς και στα παιδιά τους όσο και συνολικά στις κοινωνίες που την παρέχουν. Η πλειοψηφία των Αμερικανών πολιτών και συγκεκριμένα ένα ποσοστό 82% σύμφωνα με το BBC, τάσσεται υπέρ της καθιέρωσης ενός εθνικού προγράμματος που θα παρέχει μητρική άδεια επί πληρωμή.

Τον Απρίλιο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, πρότεινε ένα πακέτο παροχών οικογενειακής και ιατρικής άδειας ύψους 225 δισεκατομμυρίων δολαρίων που θα επέτρεπε στους εργαζόμενους να λάβουν έως 12 εβδομάδες άδεια μετ’ αποδοχών για να φροντίσουν ένα νεογέννητο ή κάποιο μέλος της οικογένειας. Στην Ευρώπη, η αμειβόμενη γονική άδεια συχνά συμβαδίζει με τη δημόσια υγειονομική περίθαλψη και την κρατική εκπαίδευση προσχολικής παιδικής ηλικίας – ένα τρίπτυχο μέσω του οποίου οι γονείς έχουν τη δυνατότητα να περάσουν μαζί με τα παιδιά τους τους πρώτους μήνες της ζωής τους προτού επιστρέψουν ξανά και πάλι πίσω στο γραφείο – χωρίς να αντιμετωπίσουν προβλήματα και ενώ τα παιδιά τους θα πηγαίνουν ήδη σχολείο.

Αλλά μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, στις ΗΠΑ, ένα τέτοιο πρόγραμμα αντιμετωπιζόταν με μεγάλη καχυποψία. Επικρατεί η άποψη πως οικογένειες με χαμηλότερα εισοδήματα δεν πρέπει να λαμβάνουν νέα επιδόματα από το κράτος. «Και ενώ τα κρατικά επιδόματα πολλαπλασιάζονται, τα άτομα αυτά συνειδητά επιλέγουν να μην κάνουν καμία προσπάθεια προκειμένου να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση από τη στιγμή που κάποιος άλλος φροντίζει για αυτούς». Από την πλευρά της πολιτείας, η συγκεκριμένη άποψη υποστηρίζεται πως ενισχύσει τις προκαταλήψεις και τις ρατσιστικές συμπεριφορές σε ένα κράτος με ήδη βαρύ ιστορικό στο συγκεκριμένο κοινωνικό ζήτημα. 

Για αυτόν ακριβώς το λόγο, δεν έχει σημειωθεί πρόοδος στο συγκεκριμένο ζήτημα σε ομοσπονδιακό επίπεδο τα τελευταία χρόνια καθώς οι νομοθέτες είναι διχασμένοι σχετικά με τον τρόπο χρηματοδότησής του. «Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής διαφωνούν ως προς το πώς να δομήσουν και κυρίως πως να χρηματοδοτήσουν ένα τέτοιο πρόγραμμα προκειμένου να μην γίνουν ακόμη χειρότερα τα πράγματα», λέει η Άντζελα Ραχίντι, από το American Enterprise Institute. «Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ένα μεγάλο μέρος του αμερικανικού λαού δεν θέλει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει αυτό το πρόγραμμα. Αντ΄αυτού προτιμούν οι εργοδότες πληρώνουν για αυτό.» Σε μια τέτοια περίπτωση ωστόσο, θα αυξηθεί το κόστος για τους εργοδότες και παράλληλα θα μειωθεί η απασχόληση

Σύμφωνα με την πρόταση του Μπάιντεν, η χρηματοδότηση δεν θα προέρχεται από εργοδότες αλλά από τους πολίτες με υψηλότερα εισοδήματα. Θα προέκυπτε με την αύξηση του συντελεστή φόρου εισοδήματος για το 1% των πλουσιότερων Αμερικανών πολιτών, καθώς και αυξήσεις στα κέρδη κεφαλαίου και τους φορολογικούς συντελεστές μερισμάτων για όσους κερδίζουν πάνω από 1 εκατομμύριο δολάρια ετησίως.

Διαβάστε ακόμη:

Alpha Bank: Κλείνει σήμερα το βιβλίο προσφορών – Στην strike price η συμμετοχή του Πόλσον

Επίθεση με γκαζάκια στο σπίτι του Γιάννη Πρετεντέρη – Πελώνη: Η ελευθερία του λόγου είναι θεμελιώδες στοιχείο της Δημοκρατίας

Διευκολύνσεις για εμβολιασμένους: Τι θα ισχύσει για εστίαση, θέατρα και αθλητισμό (vid)