Τη μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στις θεωρίες συνωμοσίας, τα fake news και τον ανορθολογισμό επιδεικνύει το Twitter σε σχέση με τα υπόλοιπα social media, σύμφωνα με νέα ευρωπαϊκή μελέτη, η οποία πραγματοποιήθηκε από ερευνητές με επικεφαλής έναν Έλληνα της διασποράς.

Οι ερευνητές από 19 ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, με επικεφαλής τον καθηγητή Ψηφιακής Διακυβέρνησης Γιάννη Θεοχάρη του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Μονάχου, ανέλυσαν στοιχεία από 17 χώρες (16 της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα, καθώς και το Ισραήλ), πριν και κατά την πανδημία.

Συγκεκριμένα, οι ερευνητές εξέτασαν τον ρόλο διαφόρων social media (Twitter, Facebook, YouTube κ.ά.), καθώς και εφαρμογών όπως το WhatsApp, σε ό,τι αφορά τις θεωρίες συνωμοσίας και τη διασπορά τους.

Αφορμή για τη συγκεκριμένη μελέτη ήταν το γεγονός ότι οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης έχουν μετατραπεί σε βασικά κανάλια παραπληροφόρησης, διάχυσης fake news και πόλωσης, κάτι που έγινε ιδιαιτέρως αισθητό κατά την πανδημία, όταν ο κορωνοϊός και τα εμβόλια συνδέθηκαν με κάθε είδους εξωφρενικές απόψεις (από ψευδο-επιστημονικές έως τελείως αντι-επιστημονικές), καθώς και με ποικίλες συνωμοσιολογικές θεωρίες.

Η μελέτη κατατάσσει την Ελλάδα στις χώρες όπου ο «δείκτης συνωμοσιολογίας» βρίσκεται πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, μαζί με τη Ρουμανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και το Ισραήλ.

Αντίθετα, κάτω από τον μέσο όρο βρίσκονται οι Αυστρία, Δανία, Γερμανία, Ολλανδία, Νορβηγία, Σουηδία, Ελβετία, Βρετανία, ενώ τέσσερις χώρες βρίσκονται στον μέσο όρο Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία.

Η Ελλάδα πιο επιρρεπής στη συνωμοσιολογία ανάμεσα στις χώρες του Νότου

Γενικά, οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης ρέπουν στη συνωμοσιολογία περισσότερο από όλες, οι σκανδιναβικές λιγότερο από όλες, ενώ οι μεσογειακές βρίσκονται κάπου στη μέση (με τη χώρα μας να είναι η πιο επιρρεπής στη συνωμοσιολογία στον ευρωπαϊκό Νότο).

Από τις 17 χώρες που εξετάστηκαν με βάση τρεις συνωμοσιολογικές ερωτήσεις σχετικά με τον κορωνοϊό, έτσι ώστε να αξιολογηθεί ο βαθμός που είναι εξαπλωμένες αυτές οι πεποιθήσεις σε κάθε χώρα, η Ρουμανία ήταν με διαφορά «πρωταθλήτρια» συνωμοσιολογίας, η Πολωνία ήταν δεύτερη, η Ουγγαρία τρίτη και η Ελλάδα τέταρτη μαζί με το Ισραήλ.

Η βασική διαπίστωση της έρευνας ήταν ότι το Twitter έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως το ότι είναι πιο εστιασμένο στην κατανάλωση ειδήσεων, άρα αντιμετωπίζει αυξημένη κοινωνική πίεση αναφορικά με το περιεχόμενο των αναρτήσεών του, πράγμα που μειώνει τη συχνότητα διάχυσης μέσω αυτού αναληθών, ανακριβών, ανεπιβεβαίωτων και «εναλλακτικών» (συνήθως ψευδών) πληροφοριών.

Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι δεν ενθαρρύνουν όλες οι πλατφόρμες στον ίδιο βαθμό τις συνωμοσιολογικές θεωρίες. Για παράδειγμα, στο Twitter «το περιεχόμενο που βασίζεται σε τέτοιες θεωρίες μπορεί γρήγορα να απομυθοποιηθεί ή πιθανώς να “πνιγεί” από πληροφορίες καλύτερης ποιότητας ή από τον μεγάλο αριθμό ανθρώπων που είναι πρόθυμοι να παρέμβουν για να διορθώσουν γρήγορα την παραπληροφόρηση».

Λιγότερα fake news στο Twitter

Επιπλέον, σύμφωνα με τη μελέτη, οι χρήστες του Twitter συνδυάζουν μορφωτικό επίπεδο άνω του μέσου όρου και μεγαλύτερη τάση να ψάχνουν για πραγματικές ειδήσεις, σε σχέση με τις άλλες πλατφόρμες.

Από την άλλη, στο Facebook ή στο WhatsApp, όπου υπάρχουν στενότεροι δεσμοί ανάμεσα στους χρήστες, όπως οικογενειακοί ή φιλικοί, οι χρήστες δεν ελέγχουν στον ίδιο βαθμό τις διακινούμενες πληροφορίες αμφιβόλου περιεχομένου, κάτι που έγινε αισθητό και στην περίπτωση της πανδημίας. Μολονότι ψευδείς ειδήσεις (fake news) κυκλοφορούν συνεχώς στο διαδίκτυο από τότε που αυτό υπάρχει, η πανδημία υπήρξε το κατάλληλο πεδίο για μια εκρηκτική αύξησή τους, ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Για τον λόγο αυτόν, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας χρησιμοποίησε τον όρο «infodemic», προκειμένου να περιγράψει αυτή την παράλληλη «επιδημία παραπληροφόρησης».

Ο καθηγητής Γιάννης Θεοχάρης διδάσκει και ερευνά σχετικά με τα ψηφιακά μέσα και την πολιτική συμμετοχή σε αυτά, την πολιτική επικοινωνία και την υπολογιστική κοινωνική επιστήμη. Έχει σπουδάσει Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (2000 – 2004), έκανε μεταπτυχιακά στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE) και πήρε το διδακτορικό του το 2010 από το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (UCL).

Ύστερα από μεταδιδακτορική έρευνα στο γερμανικό Ίδρυμα Αλεξάντερ φον Χούμπολτ, εργάστηκε στο γερμανικό Κέντρο Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας του Μάνχαιμ (MZES) και στη συνέχεια διετέλεσε έως το 2020 καθηγητής Επικοινωνίας και Μέσων στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης, ενώ σήμερα διδάσκει στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου.

Τα αποτελέσματα της μελέτης έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό «New Media & Society».

Διαβάστε ακόμη

«Κατεβάζει τον πήχη» για το ελληνικό Χρηματιστήριο η Goldman Sachs

Ναυλαγορές στην εποχή της Όμικρον: Ισορροπία στα φορτηγά – «Παγωμένα» χαμόγελα στα τάνκερ

Πώς ο Μπιλ Γκέιτς δεν έπαθε ποτέ burnout – Τι να κάνετε για να το αποφύγετε