Οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες (SPD) αναδεικνύονται νικητές των βουλευτικών εκλογών που διεξήχθησαν την Κυριακή στη Γερμανία, με όλες τις ψήφους να έχουν καταμετρηθεί από τις εφορευτικές επιτροπές, αφήνοντας πίσω τους την παράταξη της απερχόμενης καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, που σ΄αυτήν την εκλογική αναμέτρηση είχαν επικεφαλής τους τον Άρμιν Λάσετ.

Πιο αναλυτικά, το SPD συγκεντρώνει το 25,7% των ψήφων, το καλύτερο αποτέλεσμα που έχει καταγράψει εδώ και πολλά χρόνια, ενώ τα CDU/CSU έλαβαν 24,1%, σημείώνοντας τη χειρότερη επίδοση στην ιστορία τους, έπειτα από 16 χρόνια στο τιμόνι της ισχυρότερης οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ωστόσο, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι παρά τα σχετικά χαμηλά ποσοστά που έλαβαν (14,5% και 11, 5% αντίστοιχα) αναμένεται να είναι οι ρυθμιστές της επόμενης ημέρας στη Γερμανία, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στη μακρά -όπως όλα δείχνουν- και επώδυνη διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης.

Οι Ρυθμιστές

Όλα θα εξαρτηθούν συνεπώς από την καλή βούληση δύο μικρών κομμάτων, που χαρακτηρίζονται σήμερα από την Bild «ρυθμιστές».

Ο επικεφαλής του FDP Κρίστιαν Λίντνερ δήλωσε εξάλλου χθες, Κυριακή, πως θα ήταν «επιθυμητό» για το κόμμα του και τους οικολόγους «να συζητήσουν κατ’ αρχάς μεταξύ τους» πριν αποφασίσουν αν θα συμμαχήσουν με τους συντηρητικούς ή με τους σοσιαλδημοκράτες.

Για το παλαιότερο κόμμα της Γερμανίας, οι ερχόμενες εβδομάδες θα είναι μια δοκιμή. Στη διάρκεια όλης της προεκλογικής εκστρατείας, οι σοσιαλδημοκράτες έβαλαν τελος στους θρυλικούς καβγάδες τους ανάμεσα στην αριστερή και την κεντρώα πτέρυγα για να υποστηρίξουν άπαντες τον επικεφαλής τους, νυν υπουργό Οικονομικών της Άγκελα Μερκελ.

Όμως πώς θα αντιδράσει το κόμμα αν ο νέος του «ήρωας Όλαφ» υποχρεωθεί να θάψει το μισό πρόγραμμά του για να καλοπιάσει τη φιλελεύθερη δεξιά;, αναρωτιέται η εφημερίδα Sueddeutsche Zeitung. Διότι το FDP δεν θα δεχθεί ποτέ μια αύξηση των φόρων για τους πλουσιότερους, όπως επιθυμούν το SPD και οι Πράσινοι.

Και σε τελική ανάλυση, υπογραμμίζει η εφημερίδα, ο σχηματισμός ενός συνασπισμού θα τεθεί σε ψηφοφορία μεταξύ των μελών του SPD. Το 2018 είχαν προτιμήσει να διορίσουν ένα ντουέτο αγνώστων της αριστερής πτέρυγας του κόμματος.

Η κύρια αιτία είναι ότι σε αντίθεση με άλλα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη Γερμανία δεν δίδεται εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, αντίθετα, εναπόκειται στα ίδια τα κόμματα να σχηματίσουν κυβέρνηση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ομοσπονδιακή Βουλή, Μπούντεσταγκ, μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης θα κληθεί να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στον καγκελάριο ως πρόσωπο, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα ήρθε πρώτο.

Τίποτε δεν θεωρείται ακόμη πως έχει κριθεί στη χώρα. Διότι στη Γερμανία δεν είναι οι ψηφοφόροι που εκλέγουν απ’ ευθείας τον επικεφαλής της κυβέρνησης, αλλά οι βουλευτές, μόλις σχηματίσουν μια πλειοψηφία.

Η πλειοψηφία αυτή είναι τούτη τη φορά ιδιαίτερα περίπλοκο να σχηματισθεί διότι θα πρέπει να συμμετάσχουν τρία κόμματα -κάτι που έχει να γίνει από τα χρόνια του 1950- λόγω του κατακερματισμού των ψήφων.

«Η παρτίδα πόκερ αρχίζει», διαπιστώνει το περιοδικό Der Spiegel. Διότι «μετά την ψηφοφορία, τα ουσιαστικά ερωτήματα παραμένουν ανοικτά: ποιός θα είναι καγκελάριος; Ποιός συνασπισμος θα κυβερνήσει τη χώρα στο μέλλον;», σημειώνει.

Για τους σοσιαλδημοκράτες, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: «Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι πολλοί πολίτες» ψήφισαν το SPD διότι «θέλουν μια αλλαγή κυβέρνησης και επίσης επειδή θέλουν ο επόμενος καγκελάριος να ονομάζεται Όλαφ Σολτς», δήλωσε ο 63χρονος πολιτικός.

 

Η κυβέρνηση «Τζαμάικα»

Ήδη, ο υποψήφιος των CDU/CSU Άρμιν Λάσετ κλείνει το μάτι για το ενδεχόμενο να σχηματιστεί κυβέρνηση «Τζαμάικα» (CDU/CSU, Πράσινοι, FDP), το μοναδικό σχήμα στο οποίο ο καγκελάριος θα προέρχεται από την Ένωση, ενώ ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος Όλαφ Σολτς μιλά για κυβέρνηση «φανάρι» (SPD, Πράσινοι, FDP).
Σε κάθε περίπτωση, το εκλογικό αποτέλεσμα χαρακτηρίζεται θρίαμβος για τον Όλαφ Σολτς, που κατόρθωσε να «ξεκολλήσει» το SPD, να το επαναφέρει στην κορυφή.

Συγκεντρώνοντας το 25,7% των ψήφων, το κόμμα καταγράφει αύξηση κατά 5,2 μονάδες από το 2017 ενώ αντίθετα, για τη Χριστιανική Ένωση, όπως κι αν αναγνωστεί το αποτέλεσμα, το 24,1% είναι πολύ χαμηλό ποσοστό, 8,8 μονάδες χαμηλότερο από το αποτέλεσμα του 2017.

Ακολουθούν οι Πράσινοι με 14,8% και αύξηση 5,2 μονάδων, οι οποίοι πέτυχαν να είναι σχεδόν αδύνατο να σχηματιστεί κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή τους, όπως και οι Φιλελεύθεροι (FDP), οι οποίοι ενισχύθηκαν λιγότερο από μία μία μονάδα, αλλά εξελίσσονται σε ρυθμιστή της αυριανής πλειοψηφίας. Η Αριστερά δίνει μάχη για την παραμονή της στην Bundestag και φαίνεται για την ώρα να την κερδίζει, έστω και με μόνο 4,9%.

Πιθανόν σήμερα θα ξεκινήσουν ήδη διερευνητικές επαφές, καθώς τόσο ο κ. Λάσετ όσο και ο κ. Σολτς ζήτησαν η επόμενη κυβέρνηση να βρίσκεται στη θέση της πριν από τα Χριστούγεννα. Το 2017 πάντως χρειάστηκαν 171 ημέρες για να συμφωνήσουν CDU/CSU και SPD να σχηματίσουν ακόμη έναν «μεγάλο συνασπισμό», μόνο αφού κατέρρευσαν οι συνομιλίες για συνασπισμό «Τζαμάικα», με πρωτοβουλία του Κρίστιαν Λίντνερ.

«Πριν από τα Χριστούγεννα»

Στη Γερμανία, οι συνομιλίες για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης εξαρτώνται μόνο από τα πολιτικά κόμματα.

Στο τέλος των προηγούμενων εκλογών το 2017, ο σημερινός μεγάλος συνασπισμός δεν είχε καταστεί δυνατό να σχηματισθεί παρά μόνο έξι μήνες αργότερα, γεγονός που προκάλεσε πολιτική παράλυση στη Γερμανία, ιδιαίτερα όσον αφορά τα ευρωπαϊκά ζητήματα.

Εντούτοις τόσο το SPD όσο και η κεντροδεξιά είπαν ότι έχουν στόχο να υπάρξει μια κατάληξη πριν από τα Χριστούγεννα. Θα τα καταφέρουν;

«Η Γερμανία θα πάρει την προεδρία της G7 το 2022», υπενθύμισε ο Λάσετ, και γι’ αυτό μια νέα κυβέρνηση πρέπει «να έρθει πολύ γρήγορα».

Με τα σημερινά δεδομένα, λύσεις είναι δυνατές για μια πλειοψηφία στην Μπούντεσταγκ, η οποία θα έχει αριθμό ρεκόρ 735 βουλευτών, δηλαδή 137 περισσότερους απ’ ό,τι πριν από τέσσερα χρόνια, σύμφωνα με την εκλογική επιτροπή.

Το SPD, με 206 βουλευτές, θα μπορούσε έτσι να συμμαχήσει με τους Πράσινους, που ήρθαν τρίτοι στην ψηφοφορία με 14,8% (118 βουλευτές) και τους φιλελεύθερους του FDP, ένα κόμμα της δεξιάς το οποίο συγκέντρωσε 11,5% (92 βουλευτές). Εναλλακτικά, οι συντηρητικοί (196 έδρες) θα μπορούσαν να κυβερνήσουν με τους Πράσινους και το FDP.

Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση της Yougov που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη νύκτα, μια πλειονότητα των ψηφοφόρων ευνοεί την πρώτη επιλογή. Και 43% εξ αυτών εκτιμούν ότι ο Όλαφ Σολτς πρέπει να γίνει ο επόμενος καγκελάριος της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας.

Για τον επικεφαλής του Ινστιτούτου δημοσκοπήσεων Insa, τον Χέρμαν Μπίνκερτ, αυτό που κόστισε κυρίως στον Άρμιν Λάσετ ήταν το γέλιο του κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του ομοσπονδιακού προέδρου Φρανκ – Βάλτερ Σταϊνμάιερ στην περιοχή που επλήγη το καλοκαίρι από τις πλημμύρες. Όπως μάλιστα δείχνουν τα στοιχεία δημοσκόπησης του Ινστιτούτου Forsa για λογαριασμό του τηλεοπτικού σταθμού n-tv, το 52% θεωρεί ότι ο κ. Λάσετ ήταν «ο λάθος» υποψήφιος, ενώ το 25% ότι υπήρχε γενικότερη δυσαρέσκεια με την Χριστιανική Ένωση, η οποία υπέστη φθορά έπειτα από τόσα χρόνια στην εξουσία. Επιπλέον, το (εντυπωσιακό) 62% θεωρεί τον κ. Λάσετ υπεύθυνο για το αρνητικό αποτέλεσμα του κόμματος στις χθεσινές εκλογές.

Σε ό,τι αφορά τις μετακινήσεις ψηφοφόρων, η Ένωση έχασε περίπου 1,36 εκατομμύρια προς το SPD, το οποίο κέρδισε επίσης, μεταξύ άλλων, 590.000 ψηφοφόρους της Αριστεράς και 320.000 ψηφοφόρους οι οποίοι είτε ήταν νέοι, ή μέχρι τώρα απείχαν. Η Ένωση έχασε 900.000 ψηφοφόρους προς τους Πράσινους και 340.000 προς το FDP. Οι νέοι ψηφοφόροι κατά ποσοστό 23% ψήφισαν το FDP και κατά το 22% τους Πράσινους.

Η εφημερίδα Handelsblatt σε σχόλιό της έκανε σκωπτικά λόγο για «ένα τέταρτο καγκελάριο», εξηγώντας ότι το καθένα από τα δύο μεγάλα λαϊκά κόμματα κέρδισε μόλις το ένα τέταρτο του εκλογικού σώματος. «Πάνω από το 70% δεν ψήφισε το κόμμα του μελλοντικού αρχηγού της κυβέρνησης. Τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν εξαντληθεί ως προς το περιεχόμενο και το προσωπικό» τους, έκρινε.

Ο Γύρος των Ελεφάντων

Κατά τη διάρκεια πάντως του λεγόμενου Γύρου των Ελεφάντων, της καθιερωμένης εμφάνισης όλων των πολιτικών αρχηγών σε τηλεοπτική συζήτηση μετά την ανακοίνωση των πρώτων αποτελεσμάτων, ο κ. Λάσετ δήλωσε ότι δεν είναι ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα μεν, αλλά πρόσθεσε πως θα προσπαθήσει να σχηματίσει συμμαχία η οποία «θα επιτρέπει σε όλους» τους συμμετέχοντες «να μην αθετήσουν τις υποσχέσεις προς τους ψηφοφόρους τους». Ο Γενικός Γραμματέας του CDU Πάουλ Τσίμιακ έκανε λόγο για «συνασπισμό του μέλλοντος».

Πρακτικά, το γερμανικό Σύνταγμα δεν αποκλείει τον σχηματισμό κυβέρνησης από το δεύτερο κόμμα. Το 1980 η Χριστιανική Ένωση κέρδισε, αλλά ήταν το FDP αυτό που τελικά έστειλε τον Χέλμουτ Σμιτ, όχι τον Χέλμουτ Κολ, στην καγκελαρία. Σε αυτή τη διαδικασία ωστόσο τώρα κομβικό ρόλο θα έχουν οι Πράσινοι, οι οποίοι θα κληθούν επίσης να αποφασίσουν ποιον θέλουν για καγκελάριο, σημειώνει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Ο αρχηγός της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU) Μάρκους Ζέντερ, παρά το γεγονός ότι στη Βαυαρία έχασε έξι μονάδες και περιορίστηκε στο 32,8% -πρόκειται για το χειρότερο αποτέλεσμα του κόμματος τα τελευταία 70 χρόνια- δήλωσε στην Bild ότι η εντολή των ψηφοφόρων είναι πρώτα από όλα «όχι» σε κυβέρνηση SPD – Πρασίνων – Αριστεράς και «ναι» σε «αστική συμμαχία». «Η έκκλησή μου είναι προς τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους, να προσέλθουν σε συνασπισμό υπό την Χριστιανική Ένωση. Για να συμβεί αυτό πρέπει όλοι να βγουν από τη ζώνη ασφαλείας τους. Χρειαζόμαστε μια συμμαχία για πραγματική ανανέωση και εκσυγχρονισμό και δεν πιστεύω ότι με το SPD θα ήταν εφικτό κάτι τέτοιο», επέμεινε ο κ. Ζέντερ.

Από την πλευρά του SPD, ο αντιπρόεδρος Κέβιν Κούνερτ, ο οποίος μπόρεσε να μείνει σιωπηλός σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, επανήλθε χθες βράδυ: αφού έκανε λόγο για «μεγάλη επιστροφή» του κόμματός του στην κορυφή, δήλωσε ότι δεν θέλει να δει τη Χριστιανική Ένωση στην επόμενη κυβέρνηση και ότι καγκελάριος πρέπει να γίνει ο Όλαφ Σολτς. Επανέλαβε ωστόσο την επίθεσή του εναντίον του αρχηγού του FDP Κρίστιαν Λίντνερ, τον οποίο μόλις προχθές είχε χαρακτηρίσει «αεριτζή». «Δεν ήθελα να τον κρίνω ως πρόσωπο, άσκησα κριτική στο οικονομικό του θεώρημα – βουντού, το οποίο δεν μου φαίνεται σοβαρό», εξήγησε ο κ. Κούνερτ, επαναλαμβάνοντας εξάλλου ότι οποιαδήποτε προγραμματική συμφωνία με τη συμμετοχή του SPD θα τεθεί στην κρίση των μελών του, αναφέροντας ταυτόχρονα ότι είναι θέμα της ηγεσίας και του προεδρείου να αποφασίζει κάθε φορά αν χρειάζεται ευρύτερη νομιμοποίηση.

Διαβάστε ακόμα:

Γερμανικές εκλογές: Πρώτο το SPD με 25,7% αλλά ακόμα και το κόμμα της Μέρκελ μπορεί να βγάλει καγκελάριο

Κυπριακή Ένωση Πλοιοκτητών: Η ισχύς εν τη ενώσει για την ελληνική και κυπριακή ναυτιλία

Evergrande: H κρίση χρέους του ασιατικού κολοσσού θα επηρεάσει την ανάπτυξη της Κίνας