Στις 23 Μαρτίου στο Λονδίνο θα γίνουν τα αποκαλυπτήρια του business plan της McKinsey, με στόχο να παρουσιαστούν στους αναλυτές όλες οι πτυχές της στρατηγικής της ΔΕΗ και να αναλυθούν με στοιχεία οι λεπτομέρειες του επιχειρησιακού σχεδίου ώστε οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές να γίνουν σύμμαχοι της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού και να στηρίξουν τον μεγάλο μετασχηματισμό της.

Με το Investor Day γίνεται ένα μεγάλο βήμα από τη ΔΕΗ προκειμένου να πείσει ότι έχει αφήσει πίσω της τις δύσκολες μέρες και ότι έχει αποτελεσματικό σχέδιο δράσης για το οποίο οι θεσμικοί επενδυτές μπορούν να την εμπιστευτούν ξανά.

Μέσα στην άνοιξη εκτιμάται ότι μπορεί να υπάρξουν εξελίξεις και στο θέμα της τιτλοποίησης των ληξιπρόθεσμων χρεών, το οποίο έχει σχεδιαστεί από την προηγούμενη διοίκηση. Νεότερες πληροφορίες αναφέρουν ότι η ΔΕΗ έχει δεχτεί βελτιωμένες προσφορές για τα δύο πακέτα χρεών, διάρκειας 60 και 90 ημερών αντίστοιχα, με κάποιες πηγές να αναφέρουν ότι υπό συνθήκες θα μπορούσε ένα τμήμα της τιτλοποίησης να λάβει χώρα μέσα στην άνοιξη. Μια επιτυχημένη τιτλοποίηση θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά τα ταμεία της ΔΕΗ με πρόσθετα έσοδα από 300 έως 500 εκατ. ευρώ.

Τραπεζικά στελέχη μάλιστα εκτιμούν ότι αν η εταιρεία κερδίσει την εμπιστοσύνη των θεσμικών επενδυτών στο θέμα της τιτλοποίησης, τότε θα μπορέσει να βγει με ευνοϊκότερες προϋποθέσεις στις αγορές ώστε να πετύχει την αναδιάρθρωση των δανείων της και την έκδοση του νέου ομολογιακού δανείου άνω των 300 εκατ. ευρώ, το οποίο τοποθετείται για τα τέλη του 2020 με αρχές του 2021. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι ίδιες τραπεζικές πηγές, για τη ΔΕΗ είναι ωφέλιμο να μη βιαστεί για την έκδοση του ομολόγου αλλά να κερδίσει χρόνο ώστε όσα έχει εξαγγείλει και θα παρουσιάσει στο business plan να αποδείξει ότι μπορεί και να τα υλοποιήσει.

Το επόμενο μεγάλο στοίχημα για την Επιχείρηση είναι αμφίβολα η απολιγνιτοποίηση αλλά και οι όροι με τους οποίους θα διατηρήσει ανοικτά τα λιγνιτικά της εργοστάσια έως το 2023.
Η διοίκηση ακόμη και στην πρόσφατη επίσκεψη στη δυτική Μακεδονία δήλωσε ότι το κόστος της ΔΕΗ για τη διατήρηση των μονάδων είναι πολύ μεγάλο: πέρυσι ανήλθε σε 300 εκατ. ευρώ και φέτος εκτιμάται ότι μπορεί και να τα ξεπεράσει.

Ωστόσο συνάρτησε τη συνέχιση της λειτουργίας τους με την ευστάθεια του συστήματος ηλεκτροδότησης της χώρας αλλά και με τα θέματα τηλεθέρμανσης των λιγνιτικών περιοχών. Ο κ. Γιώργος Στάσσης έχει μιλήσει για ένα μηχανισμό επανάκτησης κόστους, τον οποίο φαίνεται να συζητά η κυβέρνηση, ωστόσο η λειτουργία του είναι κάτι που θα καθοριστεί από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και αφού προηγουμένως εγκριθεί από την Κομισιόν. Η δυσκολία του νέου μηχανισμού είναι με ποια επιχειρήματα η ελληνική κυβέρνηση θα πείσει τις Βρυξέλλες ότι αυτή η επιδότηση δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Επιπλέον θα πρέπει να αποσαφηνίσει από ποιον κουμπαρά θα εκταμιευτούν οι εν λόγω πόροι, τους οποίους η ΔΕΗ έχει προσδιορίσει σε 200 εκατ. ευρώ ανεβάζοντας τον συνολικό λογαριασμό στα 600 εκατ. ευρώ την επόμενη τετραετία.

Ως πιθανές πηγές χρηματοδότησης προβάλουν ο κρατικός προϋπολογισμός ή οι πολίτες, μέτρο όμως που δεν θα ήταν εύκολο να περάσει η κυβέρνηση, η οποία έχει ήδη επιβαρύνει με αυξήσεις τιμολογίων τους καταναλωτές. Αρμόδιες πηγές τονίζουν ότι ο μηχανισμός είναι μονόδρομος προκειμένου να συνεχίσει η ΔΕΗ την λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων και εκφράζουν την αισιοδοξία ότι η εφαρμογή του μπορεί να κλειδώσει φέτος, καθώς ήδη έχει ξεκινήσει  διάλογος με την ευρωπαϊκή επιτροπή. Στη ΔΕΗ υποστηρίζουν ότι ακόμη και αν δεν είναι εκείνη που θα στηρίξει το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας αλλά, για παράδειγμα, μια νέα μονάδα φυσικού αέριο, το κόστος θα είναι πολύ μεγαλύτερο από το να δοθούν τα χρήματα για τον μηχανισμό.