Μια ΔΕΗ συρρικνωμένη από μονάδες παραγωγής αλλά και προσωπικό και με πολύ φιλόδοξους στόχους στον τομέα της πράσινης ενέργειας αποκαλύπτει το νέο business plan που ανακοίνωσε τις προηγούμενες ημέρες η διοίκηση και προβλέπει την εμπροσθοβαρή απόσυρση 14 λιγνιτικών μονάδων έως το 2023 και την εγκατάσταση μεγάλου αριθμού αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων.

Στόχος είναι να εκτινάξουν το μερίδιό της στις ΑΠΕ από 2,5% σήμερα σε 10%-20% το 2024, με επιπλέον εγκατεστημένη ισχύ 1 μεγαβάτ. Συρρικνωμένο θα είναι κατ’ επέκταση και το προσωπικό που από σχεδόν 17.000 εργαζομένους το 2018 αναμένεται με το σφράγισμα των μονάδων την επόμενη τετραετία να περιοριστεί σταδιακά στα 11.500 άτομα, μέσω συνταξιοδότησης, μετατάξεων αλλά και εθελουσίας εξόδου.

Εβδομήντα περίπου χρόνια μετά τη σύσταση της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού, της ατμομηχανής της μεταπολεμικής ανάπτυξης, σήμερα καλείται να υπακούσει στα κελεύσματα ενός πανευρωπαϊκού green deal και να προχωρήσει σε έναν ριζικό μετασχηματισμό που θα τη φέρει πιο μπροστά ακόμη και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις, το ποσοστό της παραγόμενης ενέργειας από λιγνίτη θα πέσει από 37% σήμερα στο 8% το 2024. Αντίστοιχα, οι εκπομπές ρύπων CO2 από 20 εκατομμύρια τόνοι σήμερα θα υποχωρήσουν σε περίπου 5 εκατομμύρια τόνους το 2024.

14 λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ έως το 2023 θα αντικατασταθούν από αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα

Οι γηρασμένες μονάδες της ΔΕΗ σε Αρκαδία και Δυτική Μακεδονία αλλά και το τεράστιο λειτουργικό κόστος που έφερε στην Επιχείρηση η εκτίναξη των δικαιωμάτων ρύπων, που λίγο έλειψε να την οδηγήσουν στον όλεθρο, επέβαλαν τον ξαφνικό θάνατο του λιγνίτη παρά τις επιφυλάξεις που διατηρεί η αγορά για την επιτυχία του μεγάλου εγχειρήματος.

Για παράδειγμα, πολλοί αναρωτιούνται με ποιον τρόπο η ΔΕΗ θα μπορέσει να κάνει άλματα στον τομέα των ΑΠΕ και κυρίως σε πόσο χρόνο ώστε να μπορέσει να αντικαταστήσει 3,4 γιγαβάτ που θα αποσύρει με το λουκέτο των μονάδων. Ο κίνδυνος που υπάρχει είναι οι στόχοι αυτοί να μην επιτευχθούν και να κληθεί να δώσει λύσεις -ως υποκατάστατο- το φυσικό αέριο, που εκ των πραγμάτων καθίσταται ένα καύσιμο-γέφυρα στην κλιματικά ουδέτερη οικονομία, αλλά παραμένει ένα εισαγόμενο ορυκτό καύσιμο. Ακόμη και εταιρείες που πρωταγωνιστούν στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο έχουν εκφράσει δημόσια την άποψη ότι το αέριο δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή λύση μέχρι τη μετάβαση σε εγχώριες και καθαρές μορφές ενέργειας από τον ήλιο και τον αέρα.

«Η απολιγνιτοποίηση δημιουργεί τεράστια εξάρτηση από ένα εισαγόμενο καύσιμο που είναι μεν καθαρότερο από τον λιγνίτη, αλλά δεν παύει να είναι ένα ακριβό ορυκτό καύσιμο», αναφέρει στέλεχος της αγοράς με μεγάλη εμπειρία γύρω από τις τεχνολογίες και τα συστήματα των ΑΠΕ.

Οπως εκτιμάται μάλιστα, η εσπευσμένη απόσυρση του λιγνίτη καθιστά απαραίτητη και αναγκαία τη διατήρηση σε ψυχρή εφεδρεία κάποιων μονάδων της ΔΕΗ ώστε να μπορούν να τροφοδοτούν με ενέργεια το σύστημα σε περίοδο ενεργειακής κρίσης. Αυτό όμως με τη σειρά του σημαίνει ότι η Επιχείρηση θα συντηρεί αυτές τις μονάδες και θα διατηρήσει και κάποιο προσωπικό ασφαλείας για να μπορεί να τις ενεργοποιεί όποτε αυτό κριθεί απαραίτητο.

Η άλλη διάσταση που βάζει η αγορά είναι ότι το φυσικό αέριο δημιουργεί τεράστια εξάρτηση από την Τουρκία, μέσα από την οποία θα περνούν από το 2020 όλοι οι αγωγοί που θα εφοδιάζουν την περιοχή της ΝΑ Ευρώπης (TAP, Turkish Stream).

Το τρίτο και βασικό είναι το πλέγμα των συμπράξεων με τις οποίες η ΔΕΗ καλείται να γυρίσει τον διακόπτη από το κάρβουνο στην πράσινη ενέργεια. Κατά την παρουσίαση του business plan, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Γιώργος Στάσσης δήλωσε ότι η ΔΕΗ βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με 10 ομίλους για συνεργασία στις ΑΠΕ. Αν και απέφυγε να ανοίξει τα χαρτιά του, στην αγορά της ενέργειας επισημαίνουν ότι η ΔΕΗ για να έχει οφέλη στον ισολογισμό της, και ειδικά στα EBITDA, από τις ΑΠΕ, χρειάζεται να εξασφαλίσει τον έλεγχο των projects στα οποία θα εμπλακεί, κάτι που δεν θεωρείται δεδομένο.

Η ΔΕΗ έχει προβλέψει EBITDA για το 2024 ύψους 1 δισ. ευρώ, όφελος που θα προκύψει από το κλείσιμο των ζημιογόνων λιγνιτικών μονάδων, αλλά και από την αύξηση της διείσδυσης της εταιρείας στις ΑΠΕ.