Εγραψε τη δική της ξεχωριστή και ένδοξη ιστορία στον χώρο των επαγγελματικών οχημάτων, κατασκευάζοντας για πρώτη φορά στη χώρα μας αμαξώματα και ολοκληρωμένα λεωφορεία σε μια εποχή όπου ακόμη η Ελλάδα διέθετε ισχυρή παραγωγική βάση.

Στη συνέχεια, αναγκάστηκε να αναστείλει αρχικά την παραγωγική και μετά την εισαγωγική της δραστηριότητα, ωστόσο παραμένει «ζωντανή».

Ο λόγος για τη ΒΙΑΜΑΞ (Βιομηχανία Αμαξωμάτων) της οικογένειας Φωστηρόπουλου, που είναι και σήμερα ενεργή, έχοντας εδώ και χρόνια αλλάξει εντελώς επιχειρηματικό προσανατολισμό, καθώς εστιάζεται στην αξιοποίηση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας της.

Οι οικογενειακές ρίζες

Οσο συναρπαστική ήταν η ιστορία της ΒΙΑΜΑΞ άλλο τόσο ή και περισσότερο είναι αυτή της ίδιας της οικογένειας Φωστηρόπουλου. Οι ρίζες της είναι από μια ειδυλλιακή κωμόπολη του Πόντου, την Ιμερα, κοντά στην Τραπεζούντα. Εκεί όπου ο Γιάγκος Φωστηρόπουλος εγκαταστάθηκε περί το 1880 και μαζί με τα πέντε παιδιά του ασχολήθηκε με το εμπόριο, αλλά στην πορεία ίδρυσε μέχρι και τράπεζα, η οποία δημεύτηκε, όπως και όλες οι περιουσίες των Ελλήνων, από τους κεμαλιστές.
Μετά την καταστροφή του 1922 η οικογένεια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γενέθλια γη και σκορπίστηκε στην ξενιτιά. Ενα βασικό μέρος της εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, στην περιοχή της Πτολεμαΐδας, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, ενώ ένα «κλαδί» της μετανάστευσε στην Αυστραλία πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η επαφή με τον χώρο της αυτοκίνησης χρονολογείται από το 1930, όταν άρχισαν να δραστηριοποιούνται στην εισαγωγή αυτοκινήτων Mercedes-Benz.

Το ορόσημο με τη δημιουργία της ΒΙΑΜΑΞ

Ο θεμέλιος λίθος, ωστόσο, γι’ αυτή τη μοναδική στα ελληνικά χρονικά περίπτωση της ΒΙΑΜΑΞ μπήκε το 1955, έναν χρόνο μετά την επιστροφή της δικής του οικογένειας από την Αυστραλία από τον Μιχαήλ Φωστηρόπουλο, με στόχο αρχικά την κατασκευή αμαξωμάτων λεωφορείων και από το 1960 ολοκληρωμένων λεωφορείων και πούλμαν.

Η ΒΙΑΜΑΞ ήταν η πρώτη μονάδα κατασκευής αμαξωμάτων, εκτός Γερμανίας, που δημιούργησε η Mercedes στην Ευρώπη και σε σύντομο χρονικό διάστημα εξελίχθηκε σε ηγέτιδα δύναμη της βιομηχανίας της ελληνικής αμαξοποιΐας.
Σε αυτή τη διαδρομή που όσον αφορά το παραγωγικό σκέλος διήρκεσε μέχρι το 1984, κατασκεύασε ολοκληρωμένα λεωφορεία, φορτηγά ψυγεία και τουριστικά πούλμαν, όπως τα F530, F580, Ο303, R495 και R514 με diesel κινητήρες Μercedes-Benz, μοντέλα εμβληματικά στον χώρο των επαγγελματικών οχημάτων. Παράλληλα κατασκεύαζε τρόλεϊ, τρακτέρ, απορριμματοφόρα και διάφορα σασί για λογαριασμό άλλων εταιρειών.

Το ακίνητο που στέγαζε τις εγκαταστάσεις της εταιρείας στη Θεσσαλονίκη

Επρόκειτο για μία από τις μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις, με εργοστάσια στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και τη Λάρισα. Η ιστορική έδρα της στο κτίριο της λεωφόρου Αθηνών, στο Περιστέρι, αν και χρόνια τώρα παραμένει κλειστή και σιωπηλή, στέκει ως «ζωντανή μαρτυρία» ενός ένδοξου παρελθόντος.
Αυτή η πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα βιομηχανία ξεχώριζε για την άρτια και ανθεκτική κατασκευή των οχημάτων της, πολλά από τα οποία είναι λειτουργικά ως και στις μέρες μας, τις εξελιγμένες διαδικασίες ποιοτικού ελέγχου, την επένδυση στην έρευνα και ανάπτυξη, ενώ εισήγαγε νέα πρότυπα σχετικά με την τεχνική εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού.

Δεν είναι τυχαίο ότι εκτός από την επιστράτευση των καλύτερων μηχανικών και σχεδιαστών, στη γραμμή παραγωγής είχαν ενσωματωθεί καινοτομίες, όπως αυτές με τους μηχανισμούς αυτοματοποιημένων κολλήσεων στις βάσεις των αμαξωμάτων, που ήταν πολύ μπροστά από την εποχή, υπερέχοντας σε αυτό το επίπεδο ακόμη και του γερμανικού εργοστασίου.

Αυτό αναγνωρίστηκε με το παραπάνω από την αγορά, καθώς μεγάλο μέρος των οχημάτων της μονάδας παραγωγής λεωφορείων στην Αθήνα και αντίστοιχης φορτηγών ψυγείων στη Θεσσαλονίκη προοριζόταν για εξαγωγές σε χώρες της ΝΑ Ευρώπης, της Αφρικής, της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.
Με άλλα λόγια, αποτέλεσε μια εταιρεία-οδηγό που δυστυχώς δεν είχε καλύτερη τύχη από άλλες αντίστοιχες προσπάθειες, όπως η Πετζετάκις.

Τα αίτια της πτώσης

Τα πρώτα σημάδια της πτώσης άρχισαν με την πετρελαϊκή κρίση του 1973 που έπληξε την εταιρεία, καθώς έχασε ορισμένες αγορές της Μέσης Ανατολής. Τα μεγάλα και διαδοχικά χτυπήματα, ωστόσο, ήρθαν στη συνέχεια. Με την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ η παραγωγή διακόπηκε, καθώς δεν υπήρχε πλέον λόγος λειτουργίας ανεξάρτητων μονάδων εντός της Κοινής Αγοράς. Ακόμη, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 άνοιξε νομοθετικά η πόρτα για την αθρόα εισαγωγή μεταχειρισμένων λεωφορείων στην Ελλάδα, ενώ οι τότε κυβερνήσεις προτίμησαν να αγοράζουν φθηνότερα, αλλά χαμηλότερης ποιότητας ξένα λεωφορεία, όπως τα ουγγρικά Ikarus.

Το συγκρότημα που στέγαζε επί δεκαετίες τις κεντρικές εγκαταστάσεις της αμαξοποιΐας στο Περιστέρι

Σα να μην έφταναν όλα αυτά ήρθαν και οι απεργίες που τίναζαν στον αέρα τα χρονοδιαγράμματα παράδοσης των όποιων παραγγελιών.
Κάπως έτσι, το 1984 η ΒΙΑΜΑΞ έριξε τους τίτλους τέλους στο σπουδαίο αυτό κεφάλαιο, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να μείνουν στον δρόμο και μια αλυσίδα βιοτεχνιών που λειτουργούσαν ως προμηθευτές της να υποστούν μεγάλη καταστροφή. Τότε έγινε η πρώτη στροφή στην πορεία της εταιρείας, η οποία στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκε ως αποκλειστικός διανομέας για την Ελλάδα μεγάλων οίκων κατασκευής αυτοκινήτων, φορτηγών, λεωφορείων, τρακτέρ και εκσκαπτικών όπως Rover, KIA, JCB, DAF, Landini, ISEKI, David Brown, Steyer, Case, ΙΜΤ. Το 1999, με την τροποποίηση του νομικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης σχετικά με τα γεωγραφικά δικαιώματα διανομής, η ΒΙΑΜΑΞ προέβη στην πώληση και αυτών των franchises – και κάνοντας τη δεύτερη στροφή στη διαδρομή της επικεντρώθηκε πλέον στη διαχείριση και αξιοποίηση ακινήτων.

Στο μεταξύ, όλο το παραγωγικό σκέλος της εταιρείας εξαγοράστηκε από την τουρκική Otomarsan που με την ελληνική τεχνογνωσία διέπρεψε στην αγορά. Η τουρκική εταιρεία, που το 1990 μετονομάστηκε σε Mercedes-Benz Turk A.S, συνεχίζει έως και σήμερα τη δραστηριότητά της.

Η στροφή στο real estate και τα ακίνητα της ΒΙΑΜΑΞ

Μετά το τέλος της περιόδου όπου η ΒΙΑΜΑΞ έδινε ηχηρό «παρών» στην αγορά οχημάτων, δηλαδή από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, άλλαξε προσανατολισμό, με την επιχειρηματική πυξίδα της να εστιάζει στην αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας της που περιλαμβάνει τρία μεγάλα εμπορικά-βιομηχανικά κτίρια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, τρεις εκτάσεις σε Ασπρόπυργο, Ελευσίνα και Κιάτο, καθώς και ένα διαμέρισμα 148 τ.μ. στην Αγία Παρασκευή.

Στο πλαίσιο αυτό, εξελίχθηκε σε επενδυτική – εμπορική – τουριστική και βιομηχανική εταιρεία, τα ηνία της οποίας κρατά σήμερα η επόμενη γενιά της οικογένειας και συγκεκριμένα τα παιδιά του Κώστα Φωστηρόπουλου, Αλέξανδρος (πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος), Μιχάλης (διευθύνων σύμβουλος) και Μαρία (αντιπρόεδρος).

Είναι χαρακτηριστικό πάντως ότι η εταιρεία εμφανίζει τα τελευταία χρόνια μηδενικό κύκλο εργασιών, ενώ έχουν πραγματοποιηθεί από το 2002 έως και το 2020 διαδοχικά 17 αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, -ύψους πολλών εκατομμυρίων-, το οποίο διαμορφώνεται τώρα σε 49,1 εκατ. ευρώ.

Ειδικότερα στο χαρτοφυλάκιο ακινήτων της ΒΙΑΜΑΞ περιλαμβάνονται:

■ Το συγκρότημα που στέγαζε επί δεκαετίες τις κεντρικές εγκαταστάσεις της αμαξοποιΐας στο Περιστέρι. Αποτελείται από τρία κτίρια βιομηχανικού τύπου και δύο κτίρια γραφείων με πρόσοψη επί της λεωφόρου Αθηνών. Καταλαμβάνει το σύνολο σχεδόν του οικοδομικού τετραγώνου που περικλείεται από τις οδούς Βέροιας, Βερβαίνων και Βόλου και τη λεωφόρο Αθηνών. H συνολική επιφάνεια του οικοπέδου είναι 29.761 τ.μ. και οι δομημένες επιφάνειες κύριων και βοηθητικών χώρων ξεπερνούν τα 46.000 τ.μ. Εχει πλέον αποκτήσει χρήση γης Πολεοδομικού Κέντρου, καλύπτοντας όλες τις δυνατές χρήσεις εντός του αστικού ιστού.

Το ακίνητο που στέγαζε τις εγκαταστάσεις της εταιρείας στη Θεσσαλονίκη, επί της παλαιάς Εθνικής Οδού Θεσσαλονίκης – Βέροιας στον Δήμο Εχεδώρου. Εχει συνολική έκταση 38.291 τ.μ. και βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως. Αποτελείται από το διώροφο κτίριο του εργοστασίου και το τριώροφο κτίριο των γραφείων και της έκθεσης, συνολικής επιφάνειας 30.150 τ.μ. Το ακίνητο γειτνιάζει με τις εγκαταστάσεις των ΕΛ.ΠΕ., ενώ η χρήση γης έχει οριστεί ως περιοχή εγκατάστασης μεταποίησης μέσης και υψηλής όχλησης.

■ Εδαφική έκταση άνω των 155 στρεμμάτων στον Ασπρόπυργο, βόρεια του Διαμετακομιστικού Σταθμού του ΟΣΕ και δυτικά της εξόδου Ε4 της Αττικής οδού. Είναι χαρακτηρισμένη ως αγροτεμάχιο και βρίσκεται εντός της ζώνης Α (αγροτική ζώνη της ΖΟΕ Ασπροπύργου).

■ Οικόπεδο 792 τ.μ., με κτίριο (έχει ολοκληρωθεί ο φέρων οργανισμός) γραφείων επτά επιπέδων ανωδομής, συνολικής επιφάνειας 1.622 τ.μ. και δύο υπόγειους χώρους στάθμευσης 600 τ.μ. στην περιοχή της Καλλιθέας. Το ακίνητο βρίσκεται σχεδόν πάνω στη λεωφόρο Συγγρού, έναντι των κεντρικών γραφείων του ομίλου Αγγελικούση και σε απόσταση 300 μέτρων από το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Δηλαδή σε μια περιοχή που λόγω της ανάπλασης του Φαληρικού Δέλτα καθίσταται ιδιαίτερα ελκυστική επενδυτικά.

■ Οικόπεδο στην παραλία Διμηνιού, του Δήμου Συκιωνίων στον Νομό Κορινθίας, συνολικής επιφάνειας 34.680 τ.μ., εκ των οποίων τα 27.326 τ.μ. βρίσκονται εντός των ορίων του οικισμού. Πρόκειται για ακίνητο κατάλληλο είτε για τουριστική εγκατάσταση, είτε για συγκρότημα κατοικιών είτε ακόμα και για συνδυασμό τους. Η θέση του είναι προνομιακή και με θέα προς τον Κορινθιακό κόλπο. Ο σταθμός Διμηνιό της ΕΡΓΟΣΕ βρίσκεται σχεδόν σε επαφή με τη νότια όψη του οικοπέδου.

■ Αγροτεμάχιο στη θέση Στρίφι του Δήμου Ελευσίνας, επιφάνειας 12,5 στρεμμάτων. Βρίσκεται εκτός σχεδίου με χρήση χονδρεμπορίου. Απέχει 4 χλμ. από την Ελευσίνα και διαθέτει πρόσβαση από τη λεωφόρο ΝΑΤΟ.

Ο ισχυρός ναυτιλιακός βραχίονας

Η οικογένεια Φωστηρόπουλου δεν έμεινε βέβαια μόνο με τη ΒΙΑΜΑΞ. Ο γιος του ιδρυτή της Κώστας Φωστηρόπουλος άνοιξε τα πανιά του στον χώρο της ναυτιλίας με τις εταιρείες Almi Tankers (από τα αρχικά ονόματα των γιων του Αλέξανδρου και Μιχάλη) και Fairsky Shipping and Trading S.A.

Για τη δική του αφετηρία στις business της θάλασσας καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο Μιχαήλ Φωστηρόπουλος, ο οποίος όταν ο γιος του τέλειωσε τις σπουδές του στη Γερμανία τον παρότρυνε να ασχοληθεί με τη ναυτιλία, ενισχύοντάς τον και με 25 εκατ. δολάρια.

Ο Κώστας Φωστηρόπουλος άνοιξε τα πανιά του στον χώρο της ναυτιλίας με την Almi Tankers

«Kοίτα να γίνεις εφοπλιστής, γιατί η δική μας η δουλειά έχει ημερομηνία λήξης» του είχε πει τότε ο θεμελιωτής της ΒΙΑΜΑΞ, συμβουλή την οποία ακολούθησε ο Kώστας Φωστηρόπουλος, ιδρύοντας τη ναυτιλιακή εταιρεία του στην Eλλάδα.

Η Almi Tankers ανέλαβε αρχικά τη διαχείριση δύο πλοίων LR2, του «Almi Spirit» και του «Almi Star», και σήμερα διαθέτει στόλο 15 τάνκερ, ενώ διακρίνεται για τις μακροχρόνιες συνεργασίες της με βαριά ονόματα, όπως ο πετρελαϊκός κολοσσός Chevron και η Koch Industries.

Tο 2012, ο Κ. Φωστηρόπουλος τάραξε τα νερά, αναλαμβάνοντας ένα στοίχημα ύψους 2,6 δισ. δολαρίων για παραγγελίες νέων πλοίων.
Ηταν η εποχή όπου εκείνος, όπως και άλλοι ισχυροί Ελληνες εφοπλιστές, πόνταραν στην αγορά του LNG. Η είσοδός του ήταν εντυπωσιακή με την παραγγελία 2+8 LNG Carriers – και με εξασφάλιση της χρηματοδότησης από 10 διαφορετικές τράπεζες.

Βασική φωτο κειμένου: Η ΒΙΑΜΑΞ ήταν ηγέτιδα δύναμη της βιομηχανίας της ελληνικής αμαξοποιίας. Στη διαδρομή που διήρκεσε μέχρι το 1984 κατασκεύασε ολοκληρωμένα λεωφορεία, φορτηγά ψυγεία και τουριστικά πούλμαν, τρόλεϊ, τρακτέρ και απορριμματοφόρα

Διαβάστε επίσης: 

Το deal της Ελλάκτωρ, οι λέοντες και οι ύαινες, η γαλλική ελίτ των μπίζνες στην Αθήνα, ο Κρητικός με την Αρτόπολις και η Prodea 

Λάκης Γαβαλάς: Κληρώνει την Παρασκευή για το εμβληματικό ακίνητο στην Κάντζα (pics) 

Ενεργειακό πακέτο: Φρένο στην ακρίβεια από τον Αύγουστο μετά τα νέα μέτρα