Στους περισσότερους φαντάζει οξύμωρο. Οι αγρότες, από τα μπλόκα όπου βρίσκονται, λένε ότι τα έσοδά τους πια είναι τόσα που τους είναι αδύνατον να επιβιώσουν. Πώς όμως είναι δυνατό αυτό από τη στιγμή που οι τιμές όλων των αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων κάνουν ράλι;

Η εξήγηση γι’ αυτό είναι τόσο απλή, παλιά και κλισέ όσο και τρομερά περίπλοκη. Από το χωράφι στο ράφι -φράση την οποία ακούμε δεκαετίες τώρα- η τιμή ενός προϊόντος εκτοξεύεται και από αυτά που πληρώνει ο τελικός καταναλωτής για να τα αγοράσει μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό καταλήγει στον αγρότη. Πρακτικές καρτέλ, κερδοσκοπικά κόλπα, αλλά και συχνά μια τεράστια αλυσίδα επαγγελματιών που μεσολαβούν στη διαδρομή που περιγράψαμε παραπάνω ευθύνονται για το «τσουχτερό» αποτέλεσμα, το οποίο πληρώνει στο τέλος ακριβά και ο αγρότης, αλλά και ο καταναλωτής. Είναι πληθωρισμός ή κερδοσκοπία και απληστία;

Τρομακτικές ανατιμήσεις

Υπάρχουν δύο δεδομένα λοιπόν: τα προϊόντα φεύγουν από τους παραγωγούς σε πολύ χαμηλές τιμές και φτάνουν στους καταναλωτές σε πολύ υψηλές. Πόσο όμως; Η αλήθεια είναι ότι για κάθε προϊόν η απόκλιση των τιμών είναι διαφορετική, όπως διαφορετική είναι φυσικά και η διαδικασία παραγωγής, η επεξεργασία, οι απαιτήσεις μεταφοράς και αποθήκευσης. Παρ’ όλα αυτά, στη διαδρομή από το χωράφι μέχρι το ράφι η τιμή μπορεί να εκτοξευθεί μέχρι και παραπάνω από 700%!

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του αρακά. Οπως περιγράφουν Θεσσαλοί παραγωγοί στο «ΘΕΜΑ», τον πουλάνε στα 0,46 ευρώ το κιλό και αργότερα βλέπουν το ίδιο προϊόν -το δικό τους- να πωλείται σε συσκευασίες των 800 γραμμαρίων έναντι 3,85 ευρώ. Η ανατίμηση ξεπερνά το 700% και το ξεπερνά κατά… πολύ εάν σκεφτούμε ότι η τιμή κιλού στο ράφι διαμορφώνεται στα 4,81 ευρώ για ένα προϊόν που δεν υπόκειται σε κάποια ιδιαίτερη επεξεργασία.

Επιστροφή στο χωράφι, λοιπόν. Θα περίμενε κανείς ότι τα παραπάνω προϊόντα είναι οι φωτεινές (ή σκοτεινές καλύτερα) εξαιρέσεις. Η λίστα όμως των αγροτικών προϊόντων που πωλούνται πάμφθηνα από τους παραγωγούς τους και φτάνουν σε τιμές… χρυσού στο ράφι του σούπερ μάρκετ είναι ατελείωτη. Ετσι, για να φτιάξει κανείς μια σαλάτα θα πρέπει να αγοράσει μαρούλια. Το κάθε τεμάχιο πωλείται από τον παραγωγό σε τιμή που δεν ξεπερνά τα 0,20 ευρώ, για να μεταπωληθεί στη χονδρική από τον έμπορο στα 0,35 και να φτάσει στο σούπερ μάρκετ σε τιμή που φτάνει τα 0,69 (1,45 ευρώ εάν είναι βιολογικής καλλιέργειας). Στο… ταξίδι δηλαδή από τον κήπο μέχρι το τραπέζι μας το μαρούλι έχει ανατιμηθεί κατά περίπου 240%, ποσοστό στο οποίο ανέρχονται οι αυξήσεις και στο μεγαλύτερο μέρος των αγροτικών προϊόντων.

Με τις ντομάτες, η κατάσταση δεν είναι πολύ καλύτερη. Στα σούπερ μάρκετ πωλούνται από 2 ευρώ το κιλό (περίπου 4 ντομάτες δηλαδή) μέχρι τα 3,39 εάν είναι βιολογικές. Η τιμή τους από όταν κόβονται από τον κήπο του παραγωγού δεν ξεπερνά τα 0,80 ευρώ, ποσό που εκτοξεύεται στα 1,3 ευρώ στη χονδρεμπορική, φτάνοντας αυξημένη κατά παραπάνω από 150%. Τα δε αγγούρια φεύγουν από το χωράφι στα 0,65-0,75 ευρώ το κιλό για να πωλούνται 1,80 ευρώ το κιλό, ή 0,65 ευρώ το τεμάχιο (βάρους κατά μέσο όρο 300-350 γραμμαρίων), και έως και 3,50 ευρώ το κιλό τα βιολογικής καλλιέργειας. Αν τώρα στη σαλάτα προσθέσουμε και κρεμμυδάκι, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι αυτό που πληρώνουμε στο σούπερ μάρκετ από 1,15 έως 1,45 ευρώ, ο παραγωγός του το πουλάει κατά μέσο όρο 0,70 ευρώ. Τα δε παντζάρια φεύγουν από τον παραγωγό στα 0,65 ευρώ και φτάνουν στο ράφι του σούπερ μάρκετ στα 1,65 ευρώ το κιλό.

Ο Καποδίστριας, κατά τη δημοφιλή ιστορία, έκανε ολόκληρη… πλεκτάνη για να πείσει τους προγόνους μας να τρώνε πατάτες και τώρα τις πληρώνουμε «χρυσάφι». Αν και η τιμή παραγωγού, στα 0,45 ευρώ το κιλό, δεν είναι ιδιαίτερα ακριβή, στα ράφια η πατάτα φτάνει έως και τα 1,80 ευρώ το κιλό.

Παρόμοια είναι η «διαδρομή» και στα φρούτα. Τα λεμόνια πωλούνται από τους παραγωγούς στα 0,35-0,40 ευρώ το κιλό και φτάνουν στο σούπερ μάρκετ στα 1,25 ευρώ το κιλό, ενώ τα πορτοκάλια φεύγουν από το χωράφι στα 0,35 ευρώ το κιλό και φτάνουν στο σούπερ μάρκετ σε τιμές από 1 έως και 1,65 ευρώ. Τα δε μανταρίνια, στις κεντρικές αγορές πωλούνται προς περίπου 0,80 ευρώ το κιλό και στα σούπερ μάρκετ από 1,49 έως 1,70 ευρώ το κιλό.

«Φωτιά» και από τον… στάβλο

Μια ξεχωριστή κατηγορία είναι τα γάλατα και τα τυριά που κάνουν ράλι ανατίμησης από τον… στάβλο στο ράφι. Από την ευρύτερη περιοχή των Τρικάλων, το πρόβειο πωλείται από τους παραγωγούς σε τιμή περίπου 1,5 ευρώ (από 1,4 έως 1,6) και από τη Φθιώτιδα στα 1,48 το λίτρο, φτάνοντας στο σούπερ μάρκετ σε τιμή που κυμαίνεται από 2,78 έως και παραπάνω από 3 ευρώ το λίτρο. Το κατσικίσιο γάλα πωλείται από τους παραγωγούς των Τρικάλων σε τιμή μεταξύ 0,93-0,96 ευρώ και από τους παραγωγούς της Λαμίας περίπου στα 0,94 ευρώ το λίτρο. Στο ράφι, η τιμή του λίτρου κυμαίνεται από 2,80 ευρώ μέχρι 3,44 αν πρόκειται για βιολογικό ή χωρίς λακτόζη, ενώ το κεφίρ από κατσικίσιο γάλα φτάνει τα 6,30 ευρώ.

Οι παραγωγοί λένε ότι είναι ο «αδύναμος κρίκος» της αγοράς, κάτι που αποδεικνύεται στην πράξη. «Σκεφτείτε», λέει στο «ΘΕΜΑ» κτηνοτρόφος από τα Τρίκαλα, «ότι για την παραγωγή φέτας ή λευκού τυριού χρειάζεται αναλογία 70/30 πρόβειου και γίδινου γάλακτος. Εμείς δίνουμε το πρόβειο 1,5 ευρώ και το γίδινο 0,96. Για να φτιαχτεί ένα κιλό τυρί χρειάζονται τέσσερα κιλά γάλακτος, από τα οποία θα προκύψουν και άλλα προϊόντα, όπως το βούτυρο, η μυζήθρα κ.ά.

Στο κόστος των 5 και πλέον ευρώ, αν προσθέσουμε και τον ΦΠΑ και την παραγωγή, εξάγουμε το συμπέρασμα ότι το μάξιμουμ κόστος παραγωγής δεν ξεπερνά τα 7,5 ευρώ. Αντε τώρα να εξηγήσεις πώς γίνεται η φέτα να πωλείται τουλάχιστον 15,50 ευρώ το κιλό στο σούπερ μάρκετ και η βιολογική να ξεπερνά τα 20 ευρώ. Και πώς γίνεται να στέλνεται η ίδια φέτα στη Γερμανία με την ίδια τιμή -άρα λογικά με μηδενικό κόστος μεταφοράς-, να βρίσκεται νοθευμένη, να αποχαρακτηρίζεται από ΠΟΠ και να επιστρέφεται για να επαναδιατεθεί στην Ελλάδα χωρίς αλλαγή στην τιμή».

«Αδικαιολόγητα υψηλή και αμετάβλητη» είναι, κατά τους αγρότες, και η τιμή του ψωμιού. Η πορεία της τιμής του σιταριού που βγάζει ο Θεσσαλικός Κάμπος είναι πτωτική φέτος, σε σχέση με πέρυσι, με την καλύτερη τιμή που πετυχαίνεται να είναι τα 0,33 ευρώ – στα όρια του κόστους παραγωγής. Ακόμα και αν αγοράζεται 0,25 ευρώ, εξηγούν, πωλείται από τους χονδρέμπορους που το παραλαμβάνουν έναντι 0,50 ευρώ, με τους αγρότες να αναρωτιούνται πόσο μεγάλο είναι το κόστος παραγωγής για να φτάσει το ψωμί να πωλείται προς 3 ευρώ το κιλό (1,20 τα 300 γραμμάρια).

Το προϊόν, μετά τον αγρότη, επιβαρύνεται με τα κόστη μεταφοράς, συντήρησης και μεταπώλησης από έμπορο σε ενδιάμεσο- μεταποιητή, σε χονδρέμπορο, μεταφορείς (logistics) μέχρι να φτάσει στο συσκευαστήριο (αν χρειάζεται) και έπειτα στο σούπερ μάρκετ

Το ράλι δεν αφορά μόνο προϊόντα που φτάνουν στο τραπέζι μας, αλλά και μη βρώσιμα. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το βαμβάκι. Κατά μέσο όρο, το βαμβάκι φεύγει από τον παραγωγό σε τιμή 0,50 ευρώ το κιλό. Το ίδιο προϊόν φτάνει στο ράφι του σούπερ μάρκετ, επεξεργασμένο και συσκευασμένο (συνήθως σε συσκευασίες των 100 ή 200 γραμμαρίων), σε τιμή που κυμαίνεται από 10,50 έως 17 ευρώ το κιλό.

Η Βαβέλ και τα κόλπα

Στο ερώτημα τώρα πώς και γιατί η τιμή εκτοξεύεται από το χωράφι -ή τον στάβλο- στο ράφι, η απάντηση είναι πολυπαραγοντική. «Σε κάθε προϊόν υπάρχουν καρτέλ τα οποία είναι πανίσχυρα και ρυθμίζουν τις τιμές που αγοράζουν πουλώντας πανάκριβα και έχοντας τεράστια υπερκέρδη. Οι αγρότες μπορεί να αισθανόμαστε ότι μας κοροϊδεύουν, όμως είμαστε αναγκασμένοι να παίξουμε το παιχνίδι τους καθώς είναι ανεξέλεγκτα, ελέγχουν την παραγωγή και το εμπόριο», εξηγούν οι αγρότες. Παράγοντες της αγοράς, πάντως, επισημαίνουν ότι ένας άλλος λόγος για τον οποίο οι τιμές εκτοξεύονται μέχρι να φτάσουν στο τελικό σημείο πώλησης προς τον καταναλωτή είναι το μεγάλο μέγεθος της αλυσίδας που παρεμβάλλεται.

Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι το προϊόν, μετά τον αγρότη, επιβαρύνεται με τα κόστη μεταφοράς, συντήρησης και μεταπώλησης από έμπορο σε ενδιάμεσο – μεταποιητή, σε χονδρέμπορο, μεταφορείς (logistics) μέχρι να φτάσει στο συσκευαστήριο (αν χρειάζεται) και έπειτα στο σούπερ μάρκετ. Η περιγραφή της αλυσίδας αυτής είναι ικανή να μας καταδείξει πως οι μεσάζοντες «φουσκώνουν» την τιμή και γιατί για να φάμε εμείς ένα ζαρζαβατικό θα πρέπει να χορτάσουν πρώτα πολλές τσέπες και στομάχια.

Ενα μαρούλι iceberg από την Πελοπόννησο πωλείται από τον αγρότη στον χονδρέμπορο με τιμή περίπου 0,90 ευρώ το κιλό, έχοντας περιθώριο κέρδους 0,20. Ο χονδρέμπορος μεταφέρει και μεταπωλεί το ίδιο προϊόν στον λιανέμπορο σε τιμή 1,25 ευρώ το κιλό. Πριν από εδώ, υπάρχουν δύο δρόμοι: ο ένας είναι η αποθήκευση σε ψυγεία πριν πωληθούν και η συσκευασία τους, με το κόστος που χρεώνουν τα συσκευαστήρια (μαζί με τη μεταφορά) να κυμαίνεται περίπου στα 0,20 ευρώ το κιλό.

Σε αυτή την περίπτωση ο χονδρέμπορος θα πουλήσει σε άλλο χονδρέμπορο σε αστικό κέντρο ή απλά θα προσεγγίσει τον λιανέμπορο σε υψηλότερη τιμή. Οπως και να ‘χει, στο ράφι το iceberg φτάνει να πωλείται κατά μέσο όρο στα 2,25 ευρώ το κιλό, αφήνοντας τεράστιο περιθώριο κέρδους (και) στον λιανέμπορο – ο οποίος πάντως επιβαρύνεται επίσης με τη μεταφορά και διανομή από τις κεντρικές αποθήκες στα καταστήματα, καθώς και τη συντήρηση του ευπαθούς προϊόντος.

Αυτή είναι η μία οδός. Υπάρχουν και άλλες, όχι ακριβώς νόμιμες, αλλά δύσκολο να εντοπιστούν από τις Αρχές. Οι πιο συνηθισμένες πρακτικές -ή καλύτερα κομπίνες, επειδή περί τέτοιων πρόκειται- είναι να χρεώνει ο παραγωγός μεγαλύτερη φύρα από την πραγματική ή να αφαιρεί μεγαλύτερο απόβαρο από το πραγματικό. Σε άλλες περιπτώσεις, ένα προϊόν επιστρέφεται ως «κακής ποιότητας» στον παραγωγό ή τον προμηθευτή που τα μεταπώλησε ώστε να μειώνεται μέσω αυτής της επιστροφής τεχνητά η τιμή. Αλλωστε, το τελευταίο μπορεί να γίνει και με απόλυτα νομιμοφανή τρόπο, όπως περιγράψαμε παραπάνω.

Κάποιος, για παράδειγμα, μπορεί να εξάγει ένα λευκό τυρί ως «φέτα ΠΟΠ» σε κάποια χώρα της Ε.Ε. με αυστηρούς ελέγχους ώστε το προϊόν να κριθεί ότι δεν πληροί τις προδιαγραφές ΠΟΠ και να επιστραφεί. Σε αυτό, προσθέστε και την ανάμειξη του φρέσκου προϊόντος με β’ ποιότητας ή ποσότητες που ξέμειναν στις αποθήκες και το κέρδος του εμπόρου ή του λιανοπωλητή εκτοξεύεται.

Στο ερώτημα γιατί ο αγρότης να δεχτεί όλα τα παραπάνω, βρίσκεται και ένα «κλειδί» ακόμα. Οπως εξηγούν αγρότες στο «ΘΕΜΑ», ουσιαστικά είναι έρμαια στα χέρια των εμπόρων, καθώς από αυτούς εξαρτάται όχι μόνο η επιβίωσή τους, αλλά και η ίδια η συνέχιση της δραστηριότητάς τους.

Πώς γίνεται αυτό; Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο οι έμποροι ή τα συσκευαστήρια να αποτελούν και τους πωλητές λιπασμάτων, να διαθέτουν σιλό/αποθήκες για την αποθήκευση των προϊόντων, αλλά ακόμα και να ελέγχουν τους εργάτες γης οι οποίοι, ιδιαίτερα την τελευταία διετία, είναι ελάχιστοι και περιζήτητοι. Συχνά, δε, οι έμποροι πουλάνε με πίστωση στους παραγωγούς τα απαραίτητα υλικά, όπως τα λιπάσματα πριν αρχίσει η καλλιέργεια.

Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι εάν ο παραγωγός αντιδράσει και δεν δεχτεί την πρόταση του εμπόρου για τη φύρα ή για το απόβαρο ή επιχειρήσει να επαναδιαπραγματευτεί την τιμή πώλησ, είτε δεν θα μπορεί να προμηθευτεί λιπάσματα με πίεση για την επόμενη σοδειά, είτε θα τα αγοράσει πολύ ακριβά, είτε θα πρέπει να βρει κάποιον άλλο να πουλήσει το προϊόν του. Αντιμετωπίζει ακόμα και τον κίνδυνο να δει με απόγνωση τη σοδειά του να σαπίζει στο χωράφι, καθώς δεν θα μπορεί να βρει εργάτες γης για την αποκομιδή.

Επιπλέον, είναι συχνό φαινόμενο μεγάλες εταιρείες να κάνουν απευθείας συμφωνίες με συνεταιρισμούς ή ομάδες αγροτών για εγγυημένη αγορά μεγάλων ποσοτήτων προϊόντων σε συμφέρουσα τιμή, η οποία δίνεται μόνο στους πρώτους τόνους. Μετά, η τιμή μειώνεται ακόμα και κατά 50%, λόγω «έκτακτων συνθηκών», «ζητημάτων ποιότητας» ή με την απειλή αθέτησης της συμφωνίας και μη εξαγοράς της υπόλοιπης, εναπομείνασας ποσότητας.

Τι θα μπορούσε να αποτελέσει ανάχωμα σε όλα αυτά και να προστατεύσει τους καταναλωτές -συγκρατώντας τις τιμές- αλλά και τους καλλιεργητές; Προφανώς, το να κάνει ο κάθε αγρότης όλη τη δουλειά μόνος του είναι αδύνατο. Δεν μπορεί να έχει… άπειρα χρήματα για να επενδύσει και φορτηγό για να μεταφέρει λιπάσματα που θα χρησιμοποιήσει και αποθήκη για να κρατήσει όσα μείνουν, τρακτέρ για να οργώσει και να σπείρει, μηχανήματα για να καλλιεργήσει, συνεργεία εργατών για την αποκομιδή, φορτηγά για τη μεταφορά στον λιανοπωλητή και φορτοεκφορτωτές. Τη λύση θα μπορούσαν να δώσουν οι συνεταιρισμοί αγροτών, οι οποίοι υπάρχουν μεν, όμως ελάχιστοι είναι αυτοί που έχουν τη δυναμική των προηγούμενων ετών ώστε να παρέχουν αποθήκες και να μπορούν να διαπραγματευτούν απευθείας με τους λιανέμπορους μια συμφέρουσα κοινή τιμή.

Μια άλλη λύση που λειτουργεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης -και λειτουργούσε παλαιότερα και στη δική μας, καθώς είχε υποδειχθεί και από την Επιτροπή Ανταγωνισμού προ δεκαετίας- είναι τα δημοπρατήρια. Οι τόποι δηλαδή όπου συναντώνται και διαπραγματεύονται απευθείας, χωρίς μεσάζοντες, οι παραγωγοί (ομάδες παραγωγών και συνεταιρισμοί) με τους τελικούς πωλητές, δηλαδή τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Λύση η οποία, περιέργως, βρήκε άγονο τόπο στην Ελλάδα…

«Σε κάθε προϊόν υπάρχουν καρτέλ τα οποία είναι πανίσχυρα και ρυθμίζουν τις τιμές που αγοράζουν, πουλώντας πανάκριβα και έχοντας τεράστια υπερκέρδη. Εμείς μπορεί να αισθανόμαστε ότι μας κοροϊδεύουν, όμως είμαστε αναγκασμένοι να παίξουμε το παιχνίδι τους καθώς είναι ανεξέλεγκτα, ελέγχουν την παραγωγή και το εμπόριο», εξηγούν αγρότες

«Το κόστος μας είναι αβάσταχτο»

Στον Θεσσαλικό Κάμπο, μετά το πέρασμα του «Ντάνιελ», το κλίμα είναι βαρύ. Στο γραφικό πανέμορφο χωριό Βασιλική, που βρίσκεται ανάμεσα στα Μετέωρα και τα Τρίκαλα, όπως και στις υπόλοιπες αγροτικές περιοχές της χώρας, οι αγρότες ζουν με την αγωνία της επόμενης μέρας. «Εσείς μας βλέπετε στα μπλόκα να διεκδικούμε, όμως δεν ξέρετε ότι στο μυαλό μας υπάρχει μόνο ένα πράγμα: πώς θα ξανακαλλιεργήσουμε», λέει στο «ΘΕΜΑ» ο συντονιστής του Αγροτικού Συλλόγου Βασιλικής, Κώστας Τσιαβέας. «Την αγαπάμε τη γη και μεγαλώσαμε καλλιεργώντας τη. Ούτε ξέρουμε, ούτε θέλουμε να κάνουμε άλλη δουλειά, αλλά ούτε και θέλουμε να επιτρέψουμε να φτάσει η χώρα μας στο σημείο που θα εισάγονται όλα όσα τρώμε από το εξωτερικό και χωρίς έλεγχο».

Ο κ. Τσιαβέας λέει πως τα κόστη για τους αγρότες διαρκώς αυξάνονται με τρομακτικούς ρυθμούς, ενώ αντίθετα συμβαίνει το οξύμωρο να μειώνονται οι τιμές που πουλάνε τα προϊόντα, τα οποία βλέπουν στα ράφια να ανατιμώνται. «Δεν αισθανόμαστε απλά κορόιδα, το ξέρουμε ότι μας κοροϊδεύουν και ότι πεθαίνουμε για ένα εξάμηνο στο χωράφι μέρα-νύχτα για να πλουτίζουν άλλοι και να χρεοκοπούμε εμείς. Ομως, πλέον, υπάρχει ζήτημα επιβίωσης.

Να σας δώσω ένα παράδειγμα γι’ αυτό. Το κριθάρι από 48 λεπτά το 2022 μας το πήραν με 40 με τη δικαιολογία της ποιότητας. Για το 2023 αγοράσαμε με 33 λεπτά και φέτος μας το πήραν 14 με 15 λεπτά. Αυτό σημαίνει ότι εγώ, που έχω δικά μου μηχανήματα, καλλιέργησα για να χάσω 70 ευρώ το στρέμμα. Κάποιος αγρότης που δεν έχει μηχανήματα και αναγκάζεται να νοικιάζει, για την ίδια καλλιέργεια μπήκε μέσα 200 ευρώ το στρέμμα ή και περισσότερα».

Ζημιές

Ο εκπρόσωπος των αγροτών της Βασιλικής εξηγεί ότι σχεδόν δεν υπάρχει καλλιέργεια -με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως ο καπνός- που να μην είναι ζημιογόνα φέτος. Και καθώς θεωρεί ότι η αγορά και η αλυσίδα από το χωράφι στο ράφι είναι αδύνατο να ελεγχθεί, επισημαίνει:«Η μοναδική λύση που διαφαίνεται είναι να επιδοτείται η αγροτική παραγωγή – αν θέλουμε να την περισώσουμε και να μην τρώμε ό,τι μας πουλάνε από το εξωτερικό. Κάτι που δεν μου φαίνεται καθόλου παράλογο, με δεδομένο ότι το κράτος επιδοτεί την απασχόληση, επιδοτεί επαγγέλματα. Γιατί να μην επιδοτεί και τους αγρότες, οι οποίοι στο κάτω-κάτω της γραφής παράγουμε ό,τι πιο σημαντικό υπάρχει, το φαγητό που τρώνε τα παιδιά μας»;

Διαβάστε περισσότερα στο protothema.gr