Kάτω από 8 εκατομμύρια τόνοι CO2 για το σύνολο του έτους απομένουν για να εκπέμψει η ΔΕΗ καθώς μέσα στο πρώτο δίμηνο η επιχείρηση είχε καταναλώσει το 22,2% του συνολικού προϋπολογισμού άνθρακα.   

Οι εκπομπές των θερμικών μονάδων της ΔΕΗ για τους δύο πρώτους μήνες του 2023 εκτιμώνται σε 2.21 εκατ. τόνους. Δεδομένου ότι η ρήτρα βιωσιμότητας του -57% που έχει συνάψει η εταιρεία με βάση το τρίτο ομολογιακό δάνειο, απαιτεί τον περιορισμό των εκπομπών στους 9.93 εκ. τόνους για το 2023, ο προϋπολογισμός άνθρακα που απομένει στην επιχείρηση ως το τέλος του έτους είναι 7.72 εκ. τόνοι.

Όπως αναφέρει στην ανάλυσή της η δεξαμενή σκέψης Green Tank,  αν συνεχίσει να εκπέμπει με τον ίδιο ρυθμό, τότε θα παραβιάσει τη ρήτρα βιωσιμότητας και για το 2023 καθώς ο προϋπολογισμός άνθρακα των θερμικών της μονάδων θα εξαντληθεί τον Σεπτέμβριο του 2023, τρεις μήνες πριν το τέλος του έτους.

Υπενθυμίζεται ότι πέρσι η ΔΕΗ σημείωσε σημαντική επίδοση ως προς την επίτευξη του στόχου που είχε θέσει στις ομολογίες βιωσιμότητας λήξης του 2026 για τη μείωση των εκπομπών CO2. Με βάση την έκθεση απόδοσης, οι εκπομπές ρύπων CO2 στο τέλος του 2022 σε σύγκριση με το 2019 μειώθηκαν κατά 36% όταν ο στόχος ήταν 40%.

Το αποτέλεσμα είναι με βάση τη σχετική ρήτρα που υπήρχε στις ομολογίες το κουπόνι να επιβαρυνθεί κατά 50 μονάδες βάσης στην επόμενη δόση πληρωμής που είναι στις 2 Οκτωβρίου του 2023.

Τα ομολογιακά και οι ρήτρες

Το 2021 η ΔΕΗ σύναψε τρία ομολογιακά δάνεια που περιείχαν ρήτρες βιωσιμότητας. Σύμφωνα με τα δύο πρώτα συνολικού ύψους 775 εκ. €, οι εκπομπές από τις θερμικές μονάδες της ΔΕΗ θα έπρεπε να μειωθούν κατά 40% το 2022 σε σχέση με τα επίπεδα του 2019, ενώ η ρήτρα βιωσιμότητας του τρίτου ομολογιακού δανείου ύψους 500 εκ. €, επέβαλε μείωση κατά 57% το 2023 σε σχέση με τα επίπεδα του 2019.

Με βάση τα δεδομένα του Συστήματος Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ)  για όλες τις θερμικές μονάδες της ΔΕΗ το 2022 οι συνολικές εκπομπές ήταν 14.92 εκ. τόνοι, μια μείωση της τάξης του 35.3% σε σχέση με τα επίπεδα του 2019 (23.09 εκ. τόνοι), περίπου 4.7 ποσοστιαίες μονάδες ή 1.07 εκ. τόνους CO2 μακριά από τον στόχο του -40% (13.85 εκ. τόνοι) που αντιστοιχεί στη ρήτρα βιωσιμότητας των δύο πρώτων ομολογιακών δανείων.

Σε ό,τι αφορά τον επιμερισμό των εκπομπών στους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής πρώτος, με  μεγάλη διαφορά, είναι ο λιγνιτικός ατμοηλεκτρικός σταθμός (ΑΗΣ) του Αγίου Δημητρίου, με αθροιστικές εκπομπές το πρώτο δίμηνο του 2023 0.98 εκ. τόνους. Ακολουθούν οι λιγνιτικοί  σταθμοί της Μεγαλόπολης IV και της Μελίτης I και η νέα λιγνιτική μονάδα της ΔΕΗ «Πτολεμαΐδα  5» με 0.224, 0.147 και 0.145 εκ. τόνους αντίστοιχα.

Μόνο οι τέσσερις αυτοί λιγνιτικοί σταθμοί εξέπεμψαν  αθροιστικά 1.5 εκ. τόνους το πρώτο δίμηνο του 2023, ποσότητα που αντιπροσωπεύει το 66% των συνολικών εκπομπών από τους 17 θερμικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας  του διασυνδεδεμένου δικτύου της χώρας.

Στην 5η και 6η θέση της κατάταξης βρίσκονται οι σταθμοί ορυκτού αερίου «Μεγαλόπολη V» και  η μονάδα συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας υψηλής απόδοσης (ΣΗΘΥΑ) της  Αλουμίνιον με 0.128 και 0.11 εκ. τόνους αντίστοιχα.

Αθροιστικά οι δύο αυτοί σταθμοί ορυκτού  αερίου έχουν μερίδιο 30.9% στις συνολικές εκπομπές των 12 σταθμών ορυκτού αερίου κατά το  πρώτο δίμηνο του έτους.

Στα Μη Διασυνδεμένα Νησιά οι πετρελαϊκοί σταθμοί με τις υψηλότερες εκπομπές βρίσκονται  στην Κρήτη (Αθερινόλακκος, Λινοπεράματα και Χανιά) που αθροιστικά εξέπεμψαν 0.219 εκ.  τόνους στο πρώτο δίμηνο του 2023, ποσότητα που αποτελεί το 54.6% των συνολικών εκπομπών  στα μη διασυνδεδεμένα νησιά.

Το ιστορικό των ρύπων στην Ελλάδα

Με βάση τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, μεταξύ 1990 και 2020, η  παραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας από τις μονάδες καύσης λιγνίτη, ορυκτού αερίου και  πετρελαίου στην Ελλάδα ήταν υπεύθυνη για την έκλυση στην ατμόσφαιρα 1378 εκατομμυρίων  τόνων ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα (CO2eq).

Όπως παρουσιάζει το Green Tank, η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί σε 39.4% των  συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από όλους τους τομείς της εθνικής οικονομίας  για το ίδιο χρονικό διάστημα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του τομέα στην ΕΕ-27 είναι σημαντικά  χαμηλότερο (25.4%).

Η εικόνα αυτή άρχισε να αλλάζει από το 2013 και μετά, με τις εκπομπές CO2 να παρουσιάζουν  πτωτική πορεία, καθώς σύμφωνα με την οδηγία 2003/87/ΕΚ που διέπει το Σύστημα Εμπορίας  Δικαιωμάτων Εκπομπών, τα δικαιώματα εκπομπών CO2 έπαψαν να προσφέρονται  δωρεάν στους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής της ΕΕ. Έτσι το κόστος λειτουργίας τους, και ειδικά  των λιγνιτικών μονάδων, που εκπέμπουν περισσότερο CO2 ανά μονάδα παραγόμενης ενέργειας, άρχισε σταδιακά να επιβαρύνεται. Παράλληλα, η ραγδαία πτώση του κόστους  ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οδήγησε και συνεχίζει να οδηγεί στην υποκατάσταση ορυκτών καυσίμων από ΑΠΕ, με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση του  ανθρακικού αποτυπώματος της ηλεκτροπαραγωγής τα τελευταία χρόνια.

Λόγω της ωριμότητας των τεχνολογιών ΑΠΕ, του ολοένα και αυξανόμενου κόστους λειτουργίας  των θερμικών μονάδων αλλά και της ευρύτερης ευρωπαϊκής κλιματικής πολιτικής, ο τομέας  ηλεκτροπαραγωγής αναμένεται να απανθρακοποιηθεί πρώτος από όλους στον δρόμο για την  κλιματική ουδετερότητα το 2050, στον οποίο δεσμεύτηκε και η Ελλάδα με τον πρώτο εθνικό  κλιματικό νόμο το 2022. Η μείωση αυτή του ανθρακικού αποτυπώματος μάλιστα αναμένεται να  είναι εμπροσθοβαρής, καθώς το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) προβλέπει  ότι το 2030 οι εκπομπές του τομέα θα περιορίζονται στους 7 εκατομμύρια τόνους από περίπου  20 εκατομμύρια τόνους που ήταν το 2020.

Λόγω της ωριμότητας των τεχνολογιών ΑΠΕ, του ολοένα και αυξανόμενου κόστους λειτουργίας  των θερμικών μονάδων αλλά και της ευρύτερης ευρωπαϊκής κλιματικής πολιτικής, ο τομέας  ηλεκτροπαραγωγής αναμένεται να απανθρακοποιηθεί πρώτος από όλους στον δρόμο για την  κλιματική ουδετερότητα το 2050, στον οποίο δεσμεύτηκε και η Ελλάδα με τον πρώτο εθνικό  κλιματικό νόμο το 2022. Η μείωση αυτή του ανθρακικού αποτυπώματος μάλιστα αναμένεται να  είναι εμπροσθοβαρής, καθώς το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) προβλέπει  ότι το 2030 οι εκπομπές του τομέα θα περιορίζονται στους 7 εκατομμύρια τόνους από περίπου  20 εκατομμύρια τόνους που ήταν το 2020.

Διαβάστε ακόμη

Ανοίγουν οι πλατφόρμες για ρύθμιση χρεών προς το Δημόσιο

Γιατί η Fitch αναβάθμισε τη Μυτιληναίος – Ένα βήμα πριν την επενδυτική βαθμίδα η εταιρεία

Ελληνικά ξενοδοχεία: Με τζίρο 8,62 δισ. ευρώ, +2,4% έναντι του 2019 και επενδύσεις 621 εκατ. ευρώ το 2022 (πίνακες)