Η βούληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διώξει τον άνθρακα από την οικονομία της προσφέρει στον κόσμο ένα πείραμα σε πραγματικό χρόνο σχετικά με το εάν μια τέτοια αλλαγή είναι εφικτή χωρίς να βλάψει τη βραχυπρόθεσμη ευημερία.

Με το συνέδριο COP-26 να ολοκληρώνεται αυτό το Σαββατοκύριακο μέσα σε ένα περιβάλλον μειωμένων φιλοδοξιών για διεθνή δράση με στόχο τον περιορισμό των εκπομπών, η Ένωση, όπως αναφέρει το Bloomberg, προχωρά με μια στρατηγική που εδραιώνει τον ρόλο της ως ο κορυφαίος παγκόσμιος πρωτοπόρος στη μετατροπή της πράσινης ρητορικής σε πραγματικότητα.

Αυτές οι προσπάθειες θα καταδείξουν πόσο μεγάλο είναι το μέγεθος του άμεσου οικονομικού συμβιβασμού που απαιτείται, παρέχοντας έναν κρίσιμο οδικό χάρτη και για τις άλλες παγκόσμιες δυνάμεις.

Η ανάγκη αποτελεσματικότητας

Αξιωματούχοι των Βρυξελλών υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε ζημιά από το σχέδιό τους για την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών έως το 2050 θα είναι σχετικά μικρή, κάτι που υπογραμμίζεται από το χαρακτηρισμό του ως «στρατηγική ανάπτυξης».

Για να πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο σενάριο, οι πολιτικές και οι τεχνολογίες πρέπει να εξελιχθούν αρκετά ώστε να επιτρέψουν την ανάπτυξη, εξαλείφοντας παράλληλα τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, αλλά και αψηφώντας την εμπειρία της ιστορίας όπου η ευημερία και η ρύπανση πήγαιναν χέρι-χέρι. Ο Ottmar Edenhofer, διευθυντής του Ινστιτούτου Πότσνταμ για την Έρευνα Κλιματικών Επιπτώσεων, λέει ότι αυτό δεν είναι πολύ φιλόδοξο.

«Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι ένας νόμος της φύσης θα καταστήσει αδύνατη την αποσύνδεση μιας οικονομικής ποσότητας όπως το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν από μια φυσική ποσότητα όπως οι εκπομπές», είπε. «Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η μόνη περιοχή στον κόσμο όπου οι εκπομπές έχουν αρχίσει να μειώνονται. Δεν προχωρά αρκετά γρήγορα για να φτάσουμε τις καθαρές μηδενικές εκπομπές το 2050, αλλά έχουμε ξεκινήσει και είναι ρεαλιστική η προοπτική ότι θα πετύχει».

Η ΕΕ θέλει να γίνει η «πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος στον κόσμο» έως το 2050. Στο πλαίσιο αυτό και με προμετωπίδα το EU Green Deal προσπαθεί να μειώσει τις εκπομπές τουλάχιστον κατά 55% έως το 2030, και για να το κάνει αυτό, εξετάζει μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης της μεγαλύτερης αγοράς άνθρακα παγκοσμίως και εισφοράς στις εισαγωγές από χώρες με χαμηλότερα περιβαλλοντικά πρότυπα. Άλλες πρωτοβουλίες επικεντρώνονται σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως η απαγόρευση των νέων αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης έως το 2035.

Οι αριθμοί και οι προβλέψεις

Η ΕΕ αφιερώνει επίσης περισσότερο από το ένα τρίτο του Σχεδίου Ανάκαμψης από τις συνέπειες του Covid, ύψους 800 δισεκατομμυρίων ευρώ (928 δισεκατομμύρια δολάρια) για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Η σωστή απόδοση των οικονομικών της μετάβασης είναι ακόμη πιο σημαντική αφού η πανδημία συρρίκνωσε την περιφερειακή παραγωγή πέρυσι και εκτόξευσε το δημόσιο χρέος στα ύψη, οδηγώντας σε μια ακόμη οπισθοδρόμηση δεδομένου ότι η κρίση χρέους της περασμένης δεκαετίας σχεδόν κατέστρεψε το ευρώ.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στους επίσημους υπολογισμούς της, λέει ότι ο αντίκτυπος του Green Deal στην οικονομία μπορεί να κυμαίνεται από πτώση 0,7% έως άνοδο 0,55%. Η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου «αν γίνει αποτελεσματικά δεν αποτελεί κίνδυνο για την οικονομία της ΕΕ», ανέφερε πέρυσι.

Δεν συμφωνούν όμως όλοι. Ο Jean Pisani-Ferry του Ινστιτούτου Peterson for International Economics στην Ουάσιγκτον προειδοποίησε ότι τέτοιες μακροπρόθεσμες προβλέψεις μπορεί να κρύβουν διαταραχές στην πορεία, συμπεριλαμβανομένου ενός αρνητικού πλήγματος στην παραγωγή.

Το πώς θα εξισορροπηθεί η κλιματική μετάβαση με την ανάγκη υποστήριξης των μέσων διαβίωσης και ενίσχυσης της συναίνεσης των ψηφοφόρων για μια τέτοια αλλαγή αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση. Οι ακραίοι υποστηρικτές ισχυρίζονται ότι ο κύκλος δεν μπορεί να τετραγωνιστεί χωρίς λιγότερη οικονομική δραστηριότητα, για παράδειγμα με περικοπή της κατανάλωσης ή μείωση των ωρών εργασίας.

Ωστόσο, μια πρόσφατη μελέτη από το think tank Bruegel στις Βρυξέλλες υποστήριξε ότι «η ελπίδα η ανθρωπότητα να θυσιάσει την ανάπτυξη φαίνεται μη ρεαλιστική», που σημαίνει ότι μεγάλα μέρη του κόσμου δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν περαιτέρω παρά μόνο εις βάρος των πλουσιότερων κρατών που θα επιβραδύνουν ακόμη πιο δραστικά. Αυτό καθιστά το μονοπάτι της ΕΕ ακόμη πιο σημαντικό.

Δεν υπάρχει άλλη επιλογή

«Οικονομική ανάπτυξη σημαίνει ακόμα το κράτος πρόνοιας, να έχεις τους πόρους για να πληρώνεις συντάξεις στους πολίτες σου, να τους παρέχεις εκπαίδευση και όλες τις υπηρεσίες που θέλουμε», δήλωσε η Simone Tagliapietra, συνεργάτης στο Bruegel και από τους συντάκτες της εργασίας. «Η πράσινη ανάπτυξη δεν είναι πραγματικά επιλογή, αλλά επιτακτική ανάγκη» τόνισε.

Μακριά από τις Βρυξέλλες, άλλοι αναλυτές εκτιμούν ότι ένας τέτοιος στόχος είναι εντός των ορίων της ΕΕ. Οι οικονομολόγοι της Credit Suisse Group, Franziska Fischer και Neville Hill, δήλωσαν τον περασμένο μήνα ότι οι υψηλότερες τιμές άνθρακα και οι αυστηρότεροι κανονισμοί που επιδιώκει η ΕΕ θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν από τις απαιτούμενες επενδύσεις, επομένως «ο καθαρός αντίκτυπος πιθανά να είναι μικρός».

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτίμησε πέρυσι ότι ένα πακέτο πολιτικής που συνδυάζει μια αρχική ώθηση δαπανών με σταθερά αυξανόμενες τιμές του άνθρακα «θα απέφερε τις απαιτούμενες μειώσεις εκπομπών με λογικά αποτελέσματα παραγωγής».

Ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής θα ενισχύσει την παγκόσμια παραγωγή κατά 13% μέχρι το τέλος του αιώνα, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Επίσης το Investment Institute της BlackRock ανέφερε σε έκθεση του ότι χωρίς δράση, το παγκόσμιο ΑΕΠ θα μειωθεί τα επόμενα 20 χρόνια.

«Η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής θα έχει κόστος για την παγκόσμια οικονομία είναι λάθος», τονίζουν οι συγγραφείς της έκθεσης.

Διαβάστε ακόμα:

Τουρισμός: Ισχυρό 2022 δείχνουν οι προκρατήσεις από Βρετανία και Γερμανία (πίνακας)