Αντιμέτωπα με το εκρηκτικό κόστος της ενέργειας συνεχίζουν να βρίσκονται τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις με τον Γενάρη να φεύγει δίνοντας στην Ελλάδα το αρνητικό ρεκόρ της ακριβότερης τιμής ηλεκτρισμού σε όλη την ΕΕ.

Η μέση τιμή χονδρικής του ρεύματος διαμορφώθηκε στα 227 ευρώ ανά μεγαβατώρα η οποία παρόλο που ήταν χαμηλότερη σε σχέση με τον Δεκέμβρη συνεχίζει να διατηρεί πολύ υψηλό το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας. Η αντίστοιχη τιμή χονδρικής το Νοέμβριο ήταν στα 228 ευρώ/MWh ενώ το Δεκέμβριο αυξήθηκε ακόμη περισσότερο στα 235 ευρώ/MWh.

Η αυξημένη ζήτηση σε ηλεκτρική ενέργεια λόγω της κακοκαιρίας εκτίναξε τις τιμές, οι οποίες την περασμένη Τετάρτη 26 Ιανουαρίου έφτασαν μία ανάσα πριν τα 300 ευρώ/MW. Σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα παρέμεναν και χθες στα 248,8 ευρώ/MW με τάσεις αποκλιμάκωσης σήμερα όπου η τιμή χονδρεμπορικής ρεύματος εμφανίζεται μειωμένη κατά 8% και υπολογίζεται στα 229 ευρώ /MW.

Η συνέχιση επομένως των επιδοτήσεων στην αγορά ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, η οποία θα ανακοινωθεί εντός των ημερών είναι μονόδρομος και όπως δήλωσε χθες ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Κώστας Σκρέκας δεν θα υπάρξουν διαφοροποιήσεις ως προς το ύψος τoυς σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα.

Για τον Γενάρη η κρατική στήριξη αφορούσε την κύρια κατοικία και ανήλθε σε 42 ευρώ ανά λογαριασμό οικιακού τιμολογίου ενώ για πρώτη φορά χορηγήθηκε επιδότηση και στις επιχειρήσεις, (εμπορικές, βιομηχανικές, αγροτικές, κλπ) ανεξαρτήτως κατηγορίας (χαμηλή, μέση και υψηλή τάση) 65 ευρώ/MWh. Για τον προηγούμενο μήνα η στήριξη για το φυσικό αέριο ανήλθε σε 40 ευρώ ανά θερμική μεγαβατώρα (20 ευρώ από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης και επιπλέον 20 ευρώ από την ΔΕΠΑ Εμπορίας).

Η κυβέρνηση δέχεται ισχυρές πιέσεις από την πλευρά των επαγγελματιών για το ενεργειακό κόστος καθώς οι υψηλές τιμές ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου πλήττουν τον ανταγωνισμό και προκαλούν ανεξέλεγκτα κόστη για τις ελληνικές επιχειρήσεις.

Χαρακτηριστική ήταν η χθεσινή δήλωση του προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών κ. Γιάννη Χατζηθεοδοσίου κατά την συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου, ο οποίος επισήμανε ότι μεγαλύτερος βραχνάς για τις επιχειρήσεις είναι το ενεργειακό κόστος. «Οι μικρομεσαίοι οδηγούνται στο λουκέτο αν συνδυαστούν και οι επιπτώσεις που επωμίζονται από την πανδημία» σημείωσε.

Μιλώντας χθες στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο της Αθήνας όπου κλήθηκε να απαντήσει στα ερωτήματα για το κόστος ενέργειας και τα μέτρα στήριξης από την πλευρά της πολιτείας, ο κ. Σκρέκας δήλωσε ότι στόχος της κυβέρνησης είναι να ανεβάσει την επιδότηση.

Όπως είπε ο υπουργός, το ΥΠΕΝ έχει καταθέσει πρόταση στη γενική διεύθυνση Ανταγωνισμού της ΕΕ ώστε για επιχειρήσεις με μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση η επιδότηση να καλύπτει το 75% των αυξήσεων των τιμών ρεύματος, από το 50% που ήταν τον Ιανουάριο. Σύμφωνα με τον ίδιο η ελληνική πρόταση αφορά κλάδους που είναι πιο ευάλωτοι στο υψηλό ενεργειακό κόστος.

Ως προς το χρόνο εφαρμογής του μέτρου είπε πως εξαρτάται από το πότε η DG COMP θα δώσει την απάντηση. «Αν δοθεί άμεσα και είναι θετική στο αίτημα μας τότε το μέτρο θα τρέξει από τον Φεβρουάριο».

Παράλληλα με τις επιχειρήσεις νέα ψυχρολουσία τιμολογίων περιμένει για τον Γενάρη και τα ελληνικά νοικοκυριά που παραμένουν εκτεθειμένα στην ρήτρα αναπροσαρμογής που επηρεάζεται από τις τιμές φυσικού αερίου.

Πρόσφατα ο πρόεδρος της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας κ. Θανάσης Δαγούμας παραδέχτηκε ότι στο β΄ εξάμηνο του 2021 το 100% του κόστους της χονδρικής πέρασε στους καταναλωτές έναντι μόλις του 35% που ισχύει σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες όπως για παράδειγμα στη Γερμανία. Ο κ. Δαγούμας εξήγησε ότι η εικόνα αυτή οφείλεται στα περιορισμένα διμερή συμβόλαια που υπάρχουν στην ελληνική αγορά και απέδωσε τις υψηλές τιμές χονδρικής στο μείγμα καυσίμου, όπου το φυσικό αέριο καλύπτει το 45% των αναγκών. Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των τιμών εκτίμησε ότι θα παραμείνουν ευμετάβλητες λόγω της αβεβαιότητας που προκαλεί κυρίως η ουκρανική ένταση.

Οι αναλυτές αναφέρουν ότι ο σημαντικότερος κίνδυνος είναι ότι μια σύγκρουση θα ανεβάσει το ενεργειακό κόστος ακόμα περισσότερο. Οι τιμές του φυσικού αερίου είναι ήδη πέντε φορές ακριβότερες από τον μέσο όρο του 2016-2020, ενώ σε μία κλιμάκωση της έντασης, θα επιστρέψουν εύκολα στο προηγούμενο υψηλό των 180 ευρώ ανά μεγαβατώρα, λόγω των ανησυχιών για τις προμήθειες από τη Ρωσία.