Ενεργειακή κρίση μακράς διαρκείας και ένα νέο οικονομικό τοπίο, «συννεφιασμένο» και αβέβαιο, διαγράφονται στην Ευρώπη την επόμενη μέρα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Οι τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές εκτοξεύτηκαν, δίνοντας το στίγμα της ανησυχίας για το ενδεχόμενο διαταραχής της παγκόσμιας ενεργειακής τροφοδοσίας.

Πλέον είναι ξεκάθαρο πλέον ότι η αγορά ενέργειας, κυρίως σε ό,τι αφορά το φυσικό αέριο, θα κινείται σε υψηλά επίπεδα το επόμενο διάστημα. Επέρχονται μεγάλες ανακατατάξεις και η ευρωπαϊκή αγορά ξαναμοιράζεται, με βάση τις νέες γεωπολιτικές εντάσεις τις οποίες έφερε με δραματικό τρόπο στο προσκήνιο η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Οι ευρωπαϊκές χώρες ήδη βιώνουν τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης που εξελίσσεται εδώ και μήνες, με το φυσικό αέριο να βρίσκεται σε ύψη ρεκόρ παρασύροντας και την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας.

Η εισβολή της Ρωσίας οδήγησε πάλι τις τιμές πολύ ψηλότερα από τα επίπεδα που «αντέχουν» τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά και η βιομηχανία, ενώ η ένταση στην περιοχή απομακρύνει πλέον τις όποιες ελπίδες για ταχεία εκτόνωση της πίεσης στις τιμές καθώς θα τελειώνει ο χειμώνας.

Οι προμήθειες από Ρωσία

Η ενέργεια είναι η αχίλλειος πτέρνα της Ευρώπης, καθώς η Γηραιά Ηπειρος προμηθεύεται από τη Ρωσία περίπου το 40% του φυσικού αερίου και το 25% του πετρελαίου που καταναλώνει. Ο άμεσος φόβος της Ευρώπης είναι η πιθανότητα διαταραχής ή διακοπής της ενεργειακής τροφοδοσίας από την πλευρά της Ρωσίας, ως πιθανή αντίδραση στις κυρώσεις από την πλευρά της Ε.Ε.

Αλλά ακόμα κι αν κάτι τέτοιο δεν συμβεί άμεσα, η εξάρτηση από τη Ρωσία δημιουργεί ανασφάλεια στην Ε.Ε. και η τελευταία δείχνει πλέον ξεκάθαρα ότι επιχειρεί να αλλάξει τις πηγές τροφοδοσίας της προς όφελος του υγροποιημένου φυσικού αερίου (Liquified Natural Gas) από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες που ανήκουν στην αμερικανική σφαίρα επιρροής, όπως το Κατάρ και η Αλγερία.

Οι ΗΠΑ είναι πλέον καθαρός εξαγωγέας ενέργειας, χάρη στην αξιοποίηση των σχιστολιθικών κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου και το ενεργειακό κόστος για την αμερικανική οικονομία είναι χαμηλότερο σε σύγκριση με την Ευρώπη.
Το προηγούμενο διάστημα και ενώ η ουκρανική κρίση κλιμακωνόταν, οι ενεργειακές διαπραγματεύσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε. εντάθηκαν. ΗΠΑ και Κομισιόν πραγματοποίησαν την Ευρω-Αμερικανική Ενεργειακή Διάσκεψη με συμμετοχή και των Δυτικών πολυεθνικών του πετρελαίου, ενώ ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν και η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν υπέγραψαν κοινό ανακοινωθέν για την προμήθεια αερίου από τις ΗΠΑ και από άλλους προμηθευτές όπως το Κατάρ και η Αλγερία.

Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, μάλιστα, διακήρυξε από το βήμα της Διάσκεψης για την Ασφάλεια που έγινε στο Μόναχο ότι η Ε.Ε. μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της και από άλλες αγορές εκτός της Ρωσίας:

«Ακόμη και σε περίπτωση πλήρους διακοπής της παροχής φυσικού αερίου από τη Ρωσία, είμαστε στην ασφαλή πλευρά γι’ αυτό τον χειμώνα», είπε. Επεσήμανε μάλιστα ότι οι Βρυξέλλες έχουν ήδη διαφοροποιήσει τους προμηθευτές φυσικού αερίου για να είναι έτοιμοι σε περίπτωση που η Gazprom «κλείσει την κάνουλα».

Μετάβαση

Με άλλα λόγια, το ουκρανικό ζήτημα έχει εκ των πραγμάτων προκαλέσει μια αλλαγή στις ενεργειακές προμήθειες της Ευρώπης, σε βάρος των ρωσικών και προς όφελος των αμερικανικών συμφερόντων και των μεγάλων Δυτικών πολυεθνικών (Shell, Chevron, ExxonMobil).

Η μετάβαση, βέβαια, δεν είναι απλή υπόθεση, ούτε μπορεί να γίνει μέσα σε μια νύχτα και σε κάθε περίπτωση συνεπάγεται επενδύσεις με μεγάλο κόστος και υψηλότερες τιμές. Η Citi σε μελέτη της ανέφερε ότι η Ευρώπη θα μπορούσε να αντικαταστήσει με αέριο από το Κατάρ τα 2/3 των προμηθειών που καλύπτει σήμερα η Ρωσία, αλλά αυτό θα χρειαστεί χρόνο, διακρατικές συμφωνίες, προγραμματισμό και θα γίνει σε υψηλότερες τιμές.

Μελέτη του Ινστιτούτου Bruegel για το ίδιο θέμα ανέδειξε προβλήματα στη διασύνδεση των ευρωπαϊκών δικτύων, τα οποία δυσκολεύουν την αντικατάσταση του ρωσικού αερίου, καθώς υπάρχουν ασυμβατότητες στα εθνικά δίκτυα μεταφοράς, ανεπαρκείς αποθηκευτικοί χώροι και άλλες ελλείψεις στις υποδομές του LNG. Αλλά και χώρες όπως η Νορβηγία και το Αζερμπαϊτζάν διεμήνυσαν ότι θα χρειαζόταν χρόνος και διαπραγματεύσεις με τους άλλους πελάτες τους, κυρίως στην Ασία, προκειμένου να στρέψουν την παραγωγή στην Ευρώπη.

Στο μεταξύ η Ρωσία ετοιμάζεται και εκείνη για να κατευθύνει περισσότερο φυσικό αέριο προς την Κίνα, η οποία είναι ο άλλος μεγάλος καταναλωτής φυσικού αερίου και πετρελαίου, στο πλαίσιο συμφωνίας 30ετούς διάρκειας με την κατασκευή δεύτερου αγωγού μεταφοράς (Power of Sibiria 2) και αποστολές υγροποιημένου φυσικού αερίου. Η ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας ξαναμοιράζεται, με υψηλότερες τιμές και η εξέλιξη αυτή θα αποτελέσει πιθανότατα ένα πλήγμα και στην «πράσινη μετάβαση», η οποία ήδη δεχόταν κριτική λόγω των παρενεργειών που δημιούργησε η ταχεία προσαρμογή την οποία αποφάσισε η Ε.Ε. Οι τεχνολογίες των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας -κυρίως εκείνες που συνδέονται με την αποθήκευση ενέργειας- δεν είναι ακόμα ώριμες και αρκετά διαδεδομένες, ενώ χρειάζονται τεράστιες επενδύσεις τις επόμενες δεκαετίες.

Μέχρι τώρα η ρητορική της Ε.Ε. ήταν μονοσήμαντα υπέρ της «πράσινης μετάβασης», αλλά τώρα πλέον στο επίκεντρο βρίσκεται η ενεργειακή ασφάλεια η οποία με τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα μπαίνει με αυξημένο ειδικό βάρος στην ενεργειακή εξίσωση.

Οι πολιτικές που θα εξασφαλίσουν ενεργειακές προμήθειες από εναλλακτικούς της Ρωσίας προμηθευτές μπαίνουν αναγκαστικά σε προτεραιότητα, κάτι που πιθανότατα θα οδηγήσει και σε αναπροσαρμογές των πολιτικών για μετάβαση στην πλήρη απανθρακοποίηση. Προ δύο εβδομάδων, μάλιστα, η Κομισιόν πρότεινε να περιληφθούν και οι επενδύσεις για το φυσικό αέριο και την πυρηνική ενέργεια ως επιλέξιμες για χρηματοδότηση, με σκοπό να δημιουργηθούν υποδομές που θα εξασφαλίσουν ενεργειακή επάρκεια στο μεταβατικό στάδιο.

Ενδεικτική της ευρωπαϊκής ενεργειακής ανασφάλειας που εδραιώνεται είναι η δήλωση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, προ ημερών, στο πλαίσιο συνέντευξής του στους «Financial Times», ότι οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας μπορεί να δημιουργήσουν πρόβλημα στην τροφοδοσία της χώρας με ρωσικό φυσικό αέριο, κάτι που, όπως είπε, δεν είχε συμβεί ούτε στις χειρότερες στιγμές του Ψυχρού Πολέμου με τη Σοβιετική Ενωση.

Η τιμή του πετρελαίου εκτοξεύτηκε και αυτή. Οι εκτιμήσεις για το μέλλον συγκλίνουν όλες σε υψηλότερες τιμές, με ορισμένες να «βλέπουν» το πετρέλαιο στη ζώνη των 120 ή και των 140 δολαρίων ανά βαρέλι, αλλά η τιμή του μαύρου χρυσού επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες. Οι συζητήσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, για παράδειγμα, σημειώνουν πρόοδο και αν επιτευχθεί συμφωνία, θα αρθούν οι κυρώσεις σε βάρος της Τεχεράνης, με αποτέλεσμα να επανέλθει στην αγορά το ιρανικό πετρέλαιο εκτονώνοντας ένα μέρος των ανοδικών πιέσεων στις τιμές.

Ομως η ακριβή ενέργεια δημιουργεί και ευρύτερες οικονομικές παρενέργειες, καθώς θα τροφοδοτήσει περαιτέρω τον πληθωρισμό, ο οποίος από την άλλη πλευρά θα πλήξει την οικονομική ανάκαμψη προκαλώντας στασιμότητα στην οικονομία.

Διαβάστε ακόμα: 

«Μπουτάρης»: Το νέο σφυρί για το συγκρότημα στην Κρήτη και το «σουηδικό σωσίβιο»

Πώς ο πόλεμος των 13 ημερών ξαναγράφει τον ενεργειακό χάρτη της χώρας

Νέος διαγωνισμός για το ξενοδοχείο της Μονής Πετράκη στο Κολωνάκι