Στον ρόλο της ΔΕΗ στην αγορά ηλεκτρισμού και στις στρεβλώσεις που προκαλεί αναφέρεται μεταξύ άλλων η Μυτιληναίος, στα σχόλια που παραθέτει στη δημόσια διαβούλευση της ΡΑΕ για τα πρότυπα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας που ολοκληρώθηκε χθες.

Η εταιρεία, τάσσεται κατά της υπερσυγκέντρωσης ισχύος που εμφανίζει η Επιχείρηση και υπέρ του περιορισμού του μεριδίου της στην αγορά κάτω από 40%.

Προτρέπει μάλιστα τον Ρυθμιστή στη λήψη σχετικών μέτρων με παράλληλη διασφάλιση ενός ισόρροπου πεδίου ανταγωνισμού για όλους τους προμηθευτές (level playing field) και την απαίτηση τήρησης εμπρόθεσμα όλων των οικονομικών υποχρεώσεων των προμηθευτών απέναντι στους διαχειριστές (ΔΕΔΔΗΕ, ΑΔΜΗΕ, ΔΑΠΕΕΠ).

Σε αντίθετη περίπτωση, όπως τονίζει, η αγορά της προμήθειας στρεβλώνεται κατάφορα και οι απόπειρες ενίσχυσης της διαφάνειας μέσω της πλήρους πληροφόρησης των καταναλωτών δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα.

Στην Ελλάδα, παρά την πληθώρα των εναλλακτικών παρόχων, η οριζόντια κινητικότητα των πελατών και η αλλαγή εκπροσώπησης παραμένει φτωχή, σημειώνει στο σχολιασμό της η Μυτιληναίος.

«Η μη ισότιμη πρόσβαση στο εγχώριο ενεργειακό μείγμα παραγωγής (όπου η ΔΕΗ διατηρεί την αποκλειστική και προνομιακή πρόσβαση στην υδροηλεκτρική παραγωγή), σε συνδυασμό με την υπερδεσπόζουσα θέση του ιστορικού παρόχου στην προμήθεια, δυσχεραίνει σημαντικά την ανάπτυξη μιας υγιούς ανταγωνιστικής αγοράς και την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας και των τιμών παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στον τελικό καταναλωτή».

Επικαλείται μάλιστα στοιχεία της ίδιας της ΡΑΕ, λέγοντας ότι πραγματικός ανταγωνισμός μπορεί να επιτευχθεί μόνο με «διαφοροποίηση του μείγματος καυσίμου που χρησιμοποιεί κάθε εταιρεία παραγωγής, ώστε όλοι οι ανταγωνιστές να μπορούν να έχουν περίπου ίδιο μέσο κόστος».

Αυτός είναι και ο λόγος που παρά την αυξημένη συμμετοχή των ανεξάρτητων ιδιωτών ηλεκτροπαραγωγών στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από τη δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ η οποία εκπροσωπεί το 77,8% του συνολικού αριθμού παροχών σε Χαμηλή και Μέση Τάση στο διασυνδεμένο σύστημα και άνω του 63% της συνολικής κατανάλωσης.

Σε άλλο σημείο η Μυτιληναίος αναφέρει ότι μόλις το 7,8% του συνόλου των πελατών Χαμηλής και Μέσης Τάσης του Διασυνδεδεμένου Δικτύου της Χώρας άλλαξε προμηθευτή κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους.

Όπως επισημαίνει, τα χαμηλά ποσοστά που σημειώνονται στην αλλαγή προμηθευτή, συνιστούν έναν ιδιαίτερα ανασταλτικό παράγοντα όχι μόνο στην ανταγωνιστική λειτουργία της αγοράς αλλά και στην πραγματική ενδυνάμωση του ρόλου των καταναλωτών, ως αναπόσπαστο κομμάτι του ενεργειακού συστήματος της χώρας.

Στο πλαίσιο αυτό ξεκαθαρίζει ότι οποιαδήποτε ρύθμιση προς την επιλογή συγκεκριμένων τύπων τιμολογίων (π.χ σταθερό τιμολόγιο) οφείλει πάντα να εξετάζεται σε συνδυασμό τόσο με την τιμολογιακή πολιτική του εκάστοτε παρόχου, όσο και με τη γενικότερη αξιοπιστία του αναφορικά με τις οικονομικές του υποχρεώσεις. Έτσι, προμηθευτές οι οποίοι χαρακτηρίζονται από αξιοπιστία στην τήρηση των υποχρεώσεων τους τόσο προς το Κράτος, τους Διαχειριστές όσο και προς τους καταναλωτές, εμφανίζονται τελικά ως πιο «ακριβοί» αναφορικά με τα προσφερόμενα τιμολόγια. Πρόκειται για σαφή αιχμή της εταιρείας προς τη ΔΕΗ, η οποία εμφανίζει και τις μεγαλύτερες υποχρεώσεις προς τους διαχειριστές που έως τις αρχές Οκτωβρίου ανέρχονταν σε 250 εκατ. ευρώ.

Προς επιβεβαίωση των όσων αναφέρει παραθέτει στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία εμφανίζεται σημαντικά χαμηλότερο το σταθερό τιμολόγιο του Βασικού Παρόχου (ΔΕΗ) σε σχέση με το συνολικό ενεργειακό κόστος που επωμίζονται οι προμηθευτές στη Χαμηλή Τάση.

Όπως αναφέρεται, οι περισσότεροι προμηθευτές αδυνατούν να ανταγωνιστούν τα συγκεκριμένα ύψη τιμών, με αποτέλεσμα η υιοθέτηση τέτοιων πολιτικών να οδηγεί σε αυξανόμενη επιστροφή/μετακίνηση καταναλωτών προς τη ΔΕΗ, έχοντας ως αποτέλεσμα το μεγαλύτερο κλείσιμο της αγοράς και την περαιτέρω εξασθένιση του ανταγωνισμού στην αγορά λιανικής.

Η Μυτιληναίος ζητά από την ΡΑΕ και τους Διαχειριστές, προτού ασχοληθούν παρεμβατικά με την εμπορική μορφή των τιμολογίων/συμβάσεων ηλεκτρικής ενέργειας, να μεριμνήσουν για την εφαρμογή των αρχών του υγιούς ανταγωνισμού εξαλείφοντας άμεσα και με απόλυτο τρόπο πρακτικές που ευθύνονται για όσα τελικά περιλαμβάνονται σε ένα τιμολόγιο ή σε μια προτεινόμενη σύμβαση εκπροσώπησης.