Οι Big Oil καταγράφουν ιστορικά ρεκόρ εσόδων, αλλά τα απροσδόκητα κέρδη δεν επενδύονται σε νέα παραγωγή για να βοηθήσουν στον «εκτοπισμό» του ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αντίθετα, τα στελέχη τους ανταμείβουν τους μετόχους, προετοιμάζοντας τον κόσμο για μια ακόμη πιο δύσκολη αγορά ενέργειας τα επόμενα χρόνια.

Οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες πετρελαίου της Δύσης κέρδισαν μαζί 36,6 δισεκατομμύρια δολάρια το πρώτο τρίμηνο, ή περίπου 400 εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά την ημέρα. Ήταν η δεύτερη υψηλότερη τριμηνιαία ταμειακή ροή που έχει καταγραφεί και αρκούσε για να…στείλει δισεκατομμύρια δολάρια από διαγραφές που σχετίζονται με τη Ρωσία σε απλές υποσημειώσεις στις πρόσφατες εκθέσεις τους, όπως αναφέρει το Bloomberg.

Οι «εκρήξεις» στην αγορά πετρελαίου συνήθως πυροδοτούν ένα κυνήγι για υψηλότερη παραγωγή, όχι όμως αυτή τη φορά. Και οι πέντε Oil Majors κράτησαν σταθερoύς τους προϋπολογισμούς των κεφαλαιουχικών τους δαπανών και δεσμεύθηκαν ότι αυτή η πειθαρχία θα διατηρηθεί στα επόμενα χρόνια — παρόλο που οι τιμές του πετρελαίου έχουν κλείσει πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι όλη αυτή την περίοδο εκτός από πέντε ημέρες, από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο.

Να γιατί αποχωρούν (και) από τα ελληνικά «οικόπεδα»

Με τις ενεργές γεωτρήσεις να μειώνονται φυσικά σε παραγωγή κάθε χρόνο και τα μεγάλα έργα να χρειάζονται μισή δεκαετία ή περισσότερο για να φτάσουν σε φάση παραγωγής, οποιαδήποτε καθυστέρηση επέκτασης που συμβαίνει τώρα θα ωθήσει τη δυνατότητα νέας παραγωγής ακόμη περισσότερο στο μέλλον.

«Σε προηγούμενους κύκλους υψηλών τιμών του πετρελαίου, οι μεγάλες εταιρείες θα επένδυαν σε νέα μεγάλα έργα βαθέων υδάτων που δεν θα είχαν παραγωγή για πολλά χρόνια», δήλωσε ο Noah Barrett, επικεφαλής αναλυτής ενέργειας στην Janus Henderson, η οποία διαχειρίζεται 361 δισεκατομμύρια δολάρια. «Τέτοιου είδους έργα είναι απλώς εκτός τραπεζιού αυτή τη στιγμή», όπως τονίζει. Αυτό είναι κάτι που εξηγεί και στην περίπτωση της Ελλάδας την σταδιακή αποχώρηση των ξένων πετρελαϊκών από τα ελληνικά «οικόπεδα» παρά τις ελπιδοφόρες ενδείξεις για την ύπαρξη κοιτασμάτων.

Εν ολίγοις, εάν οι καταναλωτές ελπίζουν ότι οι Oil Mayors θα αντικαταστήσουν τη ρωσική παραγωγή σε οποιαδήποτε επείγουσα ανάγκη, καλύτερα να ψάξουν αλλού, σχολιάζει το Bloomberg.

Την τελευταία φορά που το αργό ξεπέρασε σταθερά τα 100 δολάρια το βαρέλι το 2013, οι συνδυασμένες κεφαλαιουχικές δαπάνες των Big 5 ήταν 158,7 δισεκατομμύρια δολάρια, σχεδόν διπλάσιο από αυτό που ξοδεύουν σήμερα οι εταιρείες, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το Bloomberg. Στις Big 5 περιλαμβάνονται οι Shell Plc, TotalEnergies SE, BP Plc, Exxon Mobil Corp. και Chevron Corp.

Η «σιδηρά» πειθαρχία στις δαπάνες

«Η πειθαρχία είναι το μήνυμα της ημέρας», είπε σε αναλυτές την Τρίτη ο Διευθύνων Σύμβουλος της BP Bernard Looney. Η μεγάλη εταιρεία με έδρα το Λονδίνο δεν υποχωρεί στα σχέδια δαπανών της από 14 έως 15 δισεκατομμύρια δολάρια για το έτος, με τη μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη να ανέρχεται στο μέγιστο των 16 δισεκατομμυρίων δολαρίων παρά τον πληθωρισμό κόστους 10% σε ορισμένα τμήματα της επιχείρησής της.

Η Shell, η οποία σημείωσε κέρδη ρεκόρ που ξεπέρασαν ακόμη και την υψηλότερη εκτίμηση των αναλυτών, ήταν εξίσου ξεκάθαρη. Στα πρώτα συνολικά αποτελέσματά της ως οικονομική διευθύντρια, η Sinead Gorman επανέλαβε ότι η Shell θα διατηρούσε το εύρος των 23 έως 27 δισεκατομμυρίων δολαρίων. «Τίποτα δεν έχει αλλάξει όσον αφορά το πλαίσιο κατανομής κεφαλαίων μας», είπε.

Έτσι, αντί να δαπανούν για νέα έργα, οι εταιρείες επιλέγουν να επιβραβεύουν τους μετόχους μετά από χρόνια κακών αποδόσεων. Η Exxon, η BP και η TotalEnergies αύξησαν τις εξαγορές μετοχών ενώ η Chevron εξαγοράζει ήδη ποσότητες ρεκόρ μετοχών.

Υπάρχουν σαφείς λόγοι για τους οποίους οι Big Oil επιλέγουν να μην ξοδέψουν περισσότερα. Κυριότεροι μεταξύ αυτών είναι οι ανησυχίες για το κλίμα και η αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική κατεύθυνση της ζήτησης πετρελαίου. Η πολυετής πίεση από επενδυτές, πολιτικούς και ακτιβιστές για το κλίμα έφτασε στα ύψη τα τελευταία δύο χρόνια, όταν όλες οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες υποσχέθηκαν κάποια μορφή στόχου net-zero μέχρι τα μέσα του αιώνα. Η BP και η Shell τοποθετήθηκαν ενεργά για να απομακρυνθούν από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, όλες δέχονται πρόσθετη πίεση να βελτιώσουν τις αποδόσεις που μειώθηκαν την τελευταία δεκαετία λόγω υψηλού κόστους και χαμηλών τιμών.

«Οποιαδήποτε απόφαση να αυξηθούν, να υποστηριχθούν ή να προστεθούν νέα έργα ορυκτών καυσίμων σήμερα θα μπορούσε να έχει κίνδυνο απόδοσης μέσα σε λίγα χρόνια», δήλωσε ο αναλυτής της Banco Santander SA, Jason Kenney. Η κλιματική αλλαγή, οι τεχνολογικές εξελίξεις, όπως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και η πολιτική για τις εκπομπές ρύπων αποτελούν σημαντικούς κινδύνους σήμερα όταν αποφασίζουμε αν θα επενδύσουμε δισεκατομμύρια σε ένα νέο έργο, είπε.

Ποιοι πληρώνουν το «λογαριασμό»

Σε αυτό το πλαίσιο, οι επενδύσεις στον τομέα πετρελαίου και φυσικού αερίου μειώθηκαν κατά 30% το 2020, ενώ η περσινή δαπάνη ύψους 341 δισεκατομμυρίων δολαρίων ήταν 23% κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα, έγραψε σε έκθεσή του το Διεθνές Φόρουμ Ενέργειας.

«Δύο συνεχόμενα χρόνια μεγάλης και απότομης υποεπένδυσης στην ανάπτυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι μια συνταγή για υψηλότερες τιμές και αστάθεια αργότερα αυτή τη δεκαετία», προειδοποίησε ο Joseph McMonigle, Γενικός Γραμματέας του IEF.

Αυτό δεν έχει καλά αποτελέσματα για τους καταναλωτές σε όλο τον κόσμο. Από το Πακιστάν μέχρι το Παρίσι, δισεκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από μια κρίση κόστους ζωής που τροφοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από το υψηλό ενεργειακό κόστος. Στις ΗΠΑ, ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ζήτησε από τις εταιρείες πετρελαίου να επανεπενδύσουν τα κέρδη από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου σε περισσότερη παραγωγή ώστε να συμβάλουν στη μείωση των ελλείψεων που πυροδοτούνται από τον πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας. Ορισμένοι πολιτικοί των ΗΠΑ και της Ευρώπης έχουν ζητήσει έναν έκτακτο φόρο στα κέρδη των εταιρειών για να ελαφρύνουν το βάρος των καταναλωτών.

Για να είμαστε δίκαιοι, αυτό δεν σημαίνει ότι οι εταιρείες δεν επενδύουν καθόλου στην ανάπτυξη. Αλλά θα «εστιάσουν μόνο σε περιουσιακά στοιχεία χαμηλού κινδύνου και υψηλής απόδοσης», όπως η σχιστολιθική παραγωγή ή η επέκταση των υπεράκτιων κοιτασμάτων κοντά σε υπάρχουσες δραστηριότητες, σύμφωνα με τον Kenney.

Η Exxon και η Chevron, για παράδειγμα, ξοδεύουν επιθετικά για να αυξήσουν την παραγωγή στη λεκάνη Permian των ΗΠΑ, τη μεγαλύτερη στον κόσμο περιοχή σχιστολιθικού πετρελαίου, με προγραμματισμένους ρυθμούς ανάπτυξης 25% και 15%, αντίστοιχα.

Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης της Permian θα αντισταθμίσει σε μεγάλο βαθμό τις μειώσεις από αλλού στο παγκόσμιο χαρτοφυλάκιο των κολοσσών των ΗΠΑ, αντί να προσθέσει στα συνολικά βαρέλια. Η παραγωγή της Exxon στο πρώτο τρίμηνο, των 3,7 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα, ήταν η χαμηλότερη από τη συγχώνευσή της με τη Mobil στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Μαζί η Exxon και η Chevron σχεδιάζουν να ξοδέψουν περισσότερα για εξαγορές και μερίσματα φέτος παρά για την παραγωγή.

«Εδώ και πολύ καιρό λέγεται από επενδυτές και πολιτικούς ότι χρειαζόμαστε λιγότερο πετρέλαιο και τα στελέχη το θυμούνται αυτό. Αν ο κόσμος χρειάζεται ένα επιπλέον εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα για να πέσουν οι τιμές, δεν είμαι σίγουρος από πού θα προέλθει» δήλωσε ο Barrett του Janus Henderson.