Η αναζήτηση συντρόφου δεν είναι εύκολη υπόθεση ούτε για τα ζώα, ιδίως τα τελευταία χρόνια που η ανθρώπινη παρέμβαση επηρεάζει τη ζωή τους σε τέτοιο βαθμό που εμποδίζει ακόμα και την αναπαραγωγή τους.

Οι αρσενικοί ουρακοτάγκοι αναζητούν τα θηλυκά μόνο κατά την περίοδο της αναπαραγωγής. Όμως, η αυξανόμενη ζήτηση ξυλείας και οι εκτεταμένες καλλιέργειες φοινικέλαιου οδηγούν στην αποψίλωση των δασών, καταστρέφοντας τον βιότοπο των ουρακοτάγκων. Όπως αναφέρουν οι ειδικοί, η εναλλαγή αυξημένης θερμοκρασίας με σφοδρές βροχοπτώσεις ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής, δυσχεραίνουν την αναζήτηση τροφής. Όταν, λοιπόν, η τροφή είναι λιγοστή, οι ουρακοτάγκοι είναι λιγότερο πιθανό να αναπαραχθούν. Σε μία προσπάθεια να βρουν καρπούς και φύλλα μετακινούνται εκτός των κοινοτήτων τους, με κίνδυνο να έρθουν σε επαφή με λαθροθήρες και να θανατωθούν. Ο αριθμός του πληθυσμού τους μειώνεται σε πιο γοργούς ρυθμούς από ότι είχαν προβλέψει οι ερευνητές. Αυτό το στοιχείο σε συνδυασμό με το ότι είναι αργά αναπαραγόμενο είδος -τα θηλυκά γεννούν μία φορά κάθε οκτώ χρόνια- υπάρχει πιθανότητα να εξαφανιστεί.

Ανάλογη δυσκολία, όπως αναφέρει το περιοδικό Focus, αντιμετωπίζουν και οι καφές αρκούδες των Απεννίνων, καθώς το ενδιαίτημά τους απειλείται από την ανθρώπινη παρέμβαση. Το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο που διασχίζει τα κεντρικά Απέννινα, αλλά και οι καλλιέργειες οδηγούν στον κατακερματισμό του βιοτόπου τους. Όλα αυτά τη στιγμή που το ποσοστό αναπαραγωγής τους είναι εξαιρετικά χαμηλό, αφού τα θηλυκά γεννούν συνήθως δύο μικρά, έπειτα από εξάμηνη κύηση, σχεδόν κάθε 3-4 χρόνια. Βέβαια, οι επιστήμονες αισιοδοξούν, αφού στο Εθνικό Πάρκο του Αμπρούτσο, όπου ζουν περίπου 60 αρκούδες, την περίοδο 2005-2020 αναπαράχθηκαν 4 θηλυκά γεννώντας 8 μικρά.

Από το 2007, σύμφωνα με τη Διεθνή Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης, ο πληθυσμός των αφρικανικών ελεφάντων έχει μειωθεί κατά 100.000 με τους περισσότερους εξ αυτών να έχουν πέσει θύματα των λαθρεμπόρων ελεφαντόδοντου. Η λαθροθηρία θέτει στο στόχαστρο κυρίως αρσενικούς ελέφαντες και μερικά θηλυκά. Σύμφωνα, δε, με έρευνα δεν είναι λίγοι οι θηλυκοί ιδίως ελέφαντες που γεννιούνται με μικρότερους ή ακόμα και χωρίς χαυλιόδοντες. Για το λόγο αυτό, μέσα σε μια δεκαετία, ο αριθμός των ελεφάντων στη Γκορονγκόζα της Μοζαμβίκης μειώθηκε από περίπου 4.000 σε μερικές εκατοντάδες. Από τους περίπου 200 επιζώντες θηλυκούς ελέφαντες, περισσότεροι από τους μισούς δεν έχουν χαυλιόδοντες και αυτό γιατί οι λαθροθήρες δεν ενδιαφέρονταν για αυτούς. Την ίδια στιγμή, η παρατεταμένη ξηρασία οδηγεί στην αφυδάτωση των ελεφάντων με αποτέλεσμα όσοι κυοφορούν είτε αποβάλουν, είτε δεν παράγουν αρκετό γάλα για να θρέψουν τα μικρά τους, τα οποία δεν επιβιώνουν. Όλα αυτά, την ώρα που ο ελέφαντας αναπαράγεται αργά στη ζωή του και κυοφορεί -για σχεδόν 2 χρόνια- μία φορά κάθε 4-5 χρόνια.

Η αύξηση της θερμοκρασίας επηρεάζει άμεσα τον πληθυσμό των θαλάσσιων χελωνών, καθώς το φύλο του νεογνού καθορίζεται εν μέρει από τη θερμοκρασία επώασης. Σύμφωνα με έρευνες οι φωλιές με υψηλότερη θερμοκρασία οδηγούν στη γέννηση περισσότερων θηλυκών, με τους επιστήμονες να εκφράζουν ανησυχία για τον μελλοντικό αριθμό αρσενικών νεογνών. Επιπλέον, η υπερθέρμανση του πλανήτη μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την επιβίωσή τους, αφού οι υψηλές θερμοκρασίες οδηγούν σε υψηλά ποσοστά θνησιμότητας στα νεογνά.

Είναι μικρές, εύθραυστες και χαρίζουν γενναιόδωρα το φως τους τις νύχτες. Οι πυγολαμπίδες, όμως, κινδυνεύουν όχι μόνο από την υπερβολική χρήση φυτοφαρμάκων, αλλά από τη φωτορύπανση που αποτελεί τη σοβαρότερη απειλή για τον πληθυσμό τους. Οι πυγολαμπίδες στηρίζονται αποκλειστικά στη βιοφωταύγεια για να αναζητήσουν συντρόφους και το τεχνητό φως από τις ανθρώπινες δραστηριότητες μπερδεύει το τελετουργικό του ζευγαρώματος, εμποδίζοντας συχνά τα θηλυκά να βρουν τα αρσενικά.

Η πλαστική ρύπανση προκαλεί ορμονικά προβλήματα που επηρεάζουν την αναπαραγωγή πολλών θαλάσσιων ζώων, συμπεριλαμβανομένης της φάλαινας-δολοφόνου. Σύμφωνα με έρευνες φάλαινες-δολοφόνοι με υψηλά επίπεδα ρύπων, γνωστοί ως πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB), τα οποία χρησιμοποιούνταν σε πολλά πλαστικά πριν απαγορευτούν παγκοσμίως το 2004, παρουσίασαν προβλήματα αναπαραγωγής. Ένα κοπάδι στα ανοικτά των δυτικών ακτών της Σκωτίας, το οποίο είναι γνωστό ότι έχει υψηλά επίπεδα PCBs, δεν κατάφερε να αποκτήσει ούτε ένα μικρό σε διάστημα 25 ετών. Όπως αναφέρει ο Guardian, σε μία φάλαινα εντοπίστηκαν 957mg/kg PCBs συσσωρευμένα στο λιπώδη ιστό της, 100 φορές πάνω από το όριο τοξικότητας δηλαδή. Η φάλαινα ήταν στείρα. Η μακροχρόνια έκθεση των φαλαινών σε πλαστικά σωματίδια και άλλες χημικές ουσίες αποδυναμώνει την ενδοκρινική λειτουργεία του θυρεοειδούς προκαλώντας προβλήματα στην ανάπτυξη, το μεταβολισμό και την αναπαραγωγή.

Σαν να μην έφταναν τα πλαστικά, την αναπαραγωγή των φαλαινών επηρεάζει και η ηχορύπανση, αφού τα κητώδη βασίζονται στις εκπομπές ηχητικών κυμάτων σε συγκεκριμένες συχνότητες για να βρουν ταίρι. Η ηχορύπανση από σκάφη, όμως, δημιουργεί προβλήματα επικοινωνίας.

Διαβάστε ακόμη

Οι νέες παρεμβάσεις για την ακρίβεια – Την ερχόμενη εβδομάδα η πρώτη υπουργική απόφαση

Τζέιμι Ντίμον (JP Morgan): «Ανησυχώ γιατί η κατάσταση μου θυμίζει τη δεκαετία του ’70»

«Συλλεκτικά Ακίνητα»: Ποιος θα πάρει το τελευταίο κομμάτι από το «φιλέτο» στα Λαδάδικα;

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ