Λύση στην πολύχρονη διένεξη με τους δανειστές της, αναζητά μέσω των ελληνικών δικαστηρίων η Εγνατία Οδός. Την προηγούμενη εβδομάδα συζητήθηκε στο Πρωτοδικείο Αθηνών, η αγωγή της εταιρείας κατά της Τράπεζας Πειραιώς, με την οποία ζητά την ακύρωση της πρόωρης καταγγελίας δανειακής σύμβασης ύψους 250 εκατ. ευρώ.

Σύμφωνα με τους εργαζόμενους, η καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους της Τράπεζας έγινε το 2010, χωρίς να έχει μεσολαβήσει κάποια καθυστέρηση εκ μέρους της «Εγνατία Οδός Α.Ε.» και παρά το γεγονός ότι οι δόσεις εισπράττονταν κανονικά, ενώ αναπροσάρμοσε το επιτόκιο κοντά στο 3,2% από το αρχικό 0,7% που ίσχυε για τα πρώτα έξι χρόνια.

Τα τελευταία χρόνια η εταιρεία «Εγνατία Οδός Α.Ε.» βρίσκεται σε μια απίθανη για τα ελληνικά δεδομένα οικονομική διένεξη με την Τράπεζα, δεδομένου ότι για ένα δάνειο 250 εκατ. ευρώ που πήρε η πρώτη το 2006, έχει πληρώσει μέχρι σήμερα άνω των 320 εκατ. ευρώ ενώ η τράπεζα εξακολουθεί να δεσμεύει το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων των σταθμών διοδίων.

Μέχρι σήμερα, όπως αναφέρουν στην Εγνατία,  η Τράπεζα έχει πρόωρα εισπράξει, με το αναθεωρημένο επιτόκιο, όλες τις προβλεπόμενες από τη σύμβαση δόσεις (η οποία έληγε το 2022), με αποτέλεσμα η συνολική οικονομική επιβάρυνση για την «Εγνατία Οδός Α.Ε.» να υπερβαίνει το ποσό των 100 εκατ. ευρώ, λόγω μονομερούς διαμόρφωσης δυσμενέστερων όρων αποπληρωμής του δανείου.

Η Τράπεζα, από το 2010 έχει ενεχυριάσει το σύνολο σχεδόν των εσόδων διοδίων της Εγνατίας Οδού, τα οποία κανονικά προορίζονται για τη συντήρηση, λειτουργία και βελτίωση του αυτοκινητόδρομου.

Η αποστέρηση των εσόδων διοδίων από την «Εγνατία Οδός Α.Ε.», πέραν της προφανούς υποχρηματοδότησης της διαχείρισης του αυτοκινητόδρομου, δημιουργεί σοβαρότατα λειτουργικά προβλήματα και στην ίδια την εταιρεία για την εκπλήρωση των σκοπών της.

Σύμφωνα με τους  εργαζόμενους, η υπόθεση λειτουργεί σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος αφενός γιατί  στερεί από την «Εγνατία» από  έσοδα που θα συνεισέφεραν στην αναγκαία βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών  ποιότητας και ασφάλειας της οδού, αφετέρου διότι η ίδια (και κατ’ επέκταση το Ελληνικό Δημόσιο) καλείται να πληρώσει ένα πρόσθετο χρηματικό ποσό που θα μπορούσε να διατεθεί σε νέα αναπτυξιακά έργα.