Ο Μάικλ Λιντς, είναι ένας από τους πιο γνωστούς επιχειρηματίες στον τεχνολογικό κλάδο του Ηνωμένου Βασιλείου. Πολύ συχνά, μάλιστα,  χαρακτηρίζεται ως ο Μπιλ Γκέιτς της Βρετανίας. 

Παρόλα αυτά, ο Λιντς βρίσκεται αντιμέτωπος με επέλαση στις ΗΠΑ καθώς εκκρεμούν σε βάρος του διώξεις που σχετίζονται με την υπόθεσης της πώλησης της εταιρείας του, Autonomy, στη Hewlett-Packard.

Ειδικότερα, το 2011, ο επιχειρηματίας πούλησε την start-up του, εταιρεία λογισμικού, στην HP για 11,7 δισεκατομμύρια δολάρια και έγινε έτσι, ένας από τους πλουσιότερους και πιο γνωστούς ιδρυτές τεχνολογίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Η προσφορά της HP ήταν 64% υψηλότερη σε σύγκριση με την αγοραία αξία της Autonomy. Σημειώνεται δε, πως την ημέρα που ανακοινώθηκε η συμφωνία, η τιμή της μετοχής του γίγαντα πληροφορικής στη Wall Street κατέρρευσε κατά 20% ενώ αντίθετα, η μετοχή της Autonomy εκτινάχθηκε στα ύψη καταγράφοντας άνοδο σχεδόν 70%.

Μόλις ένα χρόνο αργότερα όμως, η HP ανακοίνωσε υποτίμηση 8,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην αξία της πρώην εταιρείας του Λιντς, υποστηρίζοντας ότι «λογιστικές παρατυπίες» οδήγησαν τον τεχνολογικό κολοσσό να πληρώσει μεγάλα χρηματικά ποσά προκειμένου να σώσει την Autonomy, η οποία πουλούσε λογισμικό ανάλυσης δεδομένων σε επιχειρήσεις.

Η HP προχώρησε σε μήνυση κατά του Λιντς ζητώντας του το ποσό των 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η διάσημη εταιρεία τεχνολογίας ισχυριζόταν πως τα στελέχη της Autonomy διόγκωσαν τα έσοδα της επιχείρησης κατά περίπου 700 εκατομμύρια δολάρια πριν από την πώληση. Εδώ και τουλάχιστον, μια δεκαετία διαδραματίζεται ένας εξαιρετικά περίπλοκος δικαστικός αγώνας. Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες από το CNBC, φαίνεται πως αυτή η υπόθεση μπορεί και να οδεύει προς το τέλος της.

Κρίσιμη στιγμή στη δικαστική μάχη

Την Παρασκευή, η υπουργός Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Πρίτι Πατέλ, ενέκρινε την έκδοση του Λιντς στις ΗΠΑ. Υπενθυμίζεται πως νωρίτερα εκείνη την ημέρα, ένας Βρετανός δικαστής αποφάνθηκε υπέρ της HP σχετικά με τους ισχυρισμούς ότι ο Λιντς σχεδίαζε να διογκώσει την αξία της Autonomy προτού την αγοράσει η HP.

Έπειτα από την πώληση της Autonomy, ο Λιντς συνέχισε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες ιδρύοντας την Invoke Capital, μια εταιρεία επιχειρηματικών κεφαλαίων αξίας 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων η οποία έχει επενδύσει σε ευρωπαϊκές νεοφυείς εταιρείες τεχνολογίας όπως η εταιρεία κυβερνοασφάλειας Darktrace και η εταιρεία βιοεπιστημών Sophia Genetics.

Η HP κατάφερε επομένως, να κερδίσει τις περισσότερες κατηγορίες, είπε ο δικαστής Robert Hildyard, αν και οι ζημιές θα ήταν σημαντικά χαμηλότερες από τα 5 δισεκατομμύρια δολάρια που ζητούσε η εταιρεία. Ο Λιντς δεν είναι ο μόνος υπάλληλος που αντιμετωπίζει κατηγορίες για την εν λόγω υπόθεση. Τον Μάιο του 2019, ο πρώην CFO της εταιρείας, Sushovan Hussain, κατηγορήθηκε για απάτη και φυλακίστηκε για πέντε χρόνια.

Και οι δύο τώρα, σχεδιάζουν να ασκήσουν έφεση κατά των αποφάσεων με τη διαδικασία να εκτιμάται πως θα διαρκέσει 12 μήνες. Εάν η έφεση απορριφθεί, τότε ο Λιντς μπορεί να αντιμετωπίσει ποινή φυλάκισης 20 ετών. Παρόλα αυτά, αρκετοί επιχειρηματίες της βιομηχανίας τεχνολογίας του Ηνωμένου Βασιλείου, μεταξύ αυτών και ο συνιδρυτής της Lastminute.com, Μπρεντ Χόμπερμαν, υποστηρίζουν ότι ο Λιντς δεν πρέπει να εκδοθεί στις ΗΠΑ.

Στο μεταξύ, στις ΗΠΑ εκκρεμεί η υπόθεση του ιδρυτή του WikiLeaks, Τζούλιαν Ασάνζ προς το Ηνωμένο βασίλειο. Ο Ασάνζ καταζητείται από τις αμερικανικές αρχές για τη δημοσίευση εκατοντάδων χιλιάδων απόρρητων στρατιωτικών εγγράφων και διπλωματικών τηλεγραφημάτων το 2010 και το 2011. Υποστηρίζεται πως οι ενέργειές του θέτουν σε κίνδυνο εκατοντάδες ζωές και για το λόγο αυτό, βρίσκεται αντιμέτωπος με 18 κατηγορίες και ποινή φυλάκισης 175 ετών.

Νωρίτερα αυτό το μήνα, ο Ασάνζ κέρδισε το δικαίωμα να παραπέμψει την υπόθεση έκδοσής του στο ανώτατο δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου.

Διαβάστε ακόμη:

Μητσοτάκης – Επίσκεψη στη Viva Wallet: Ψήφος εμπιστοσύνης στην εταιρεία και στην Ελλάδα η επένδυση της JP Morgan 

Χάρης Καρώνης, Μάκης Αντύπας: Άνοιξαν 350 νέες θέσεις εργασίας στη Viva Wallet μετά το «χρυσό» deal 

Aυτά είναι τα 10 επαγγέλματα με τη μεγαλύτερη ζήτηση το 2022