Ζημίες, χρέη, δάνεια, ζόρια έριξαν τίτλους τέλους για τους ιδιοκτήτες της «Ναυτεμπορικής». Οχι όμως και για την ιστορική εφημερίδα. Με απόφαση του δικαστηρίου, το οποίο έκανε δεκτό το αίτημα της πιστώτριας τράπεζας, μπαίνει σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης εν λειτουργία.

Τα προβλήματα της εφημερίδας ξεκίνησαν μέσα στην κρίση. Το 2014 η διοίκηση της εκδότριας εταιρείας πήρε με καθυστέρηση διορθωτικά μέτρα. Μείωσε το προσωπικό, περιόρισε τα διαχρονικά υψηλά λειτουργικά και διοικητικά έξοδα, χωρίς ωστόσο θεαματικό αποτέλεσμα. Η εφημερίδα είχε ήδη χάσει από το 2012 τη βασική πηγή εσόδων με την κατάργηση της υποχρεωτικής δημοσίευσης ισολογισμών. Η στροφή προς τα ηλεκτρονικά μέσα με το ομώνυμο site αναπλήρωσε μικρό μέρος των απωλειών, αλλά δεν ισοσκέλισε τα οικονομικά αποτελέσματα. Κρίνεται, πάντως, απ’ όσους γνώριζαν εκ του σύνεγγυς καταστάσεις και γεγονότα ότι οι ιδιοκτήτριες αδελφές Αγγέλα, Μαριέττα και Ειρήνη, θυγατέρες και κληρονόμοι του αείμνηστου Τζώρτζη Αθανασιάδη, δεν είχαν σταθμίσει με ακρίβεια το μέγεθος του προβλήματος. Και ενδεχομένως η κρίση επηρέασε και τη νεότερη γενιά της εταιρείας, που εκπροσωπείται από τον γιο της Ειρήνης, Πάνο Ράπτη, ο οποίος δρομολόγησε με επιτυχία τον ιστότοπο της εφημερίδας. Ο γιος της Αγγέλας, Τζώρτζης Κοντογούρης, και η κόρη της Μαριέττας, Ελένη Φαλκονάκη, έχουν αποχωρήσει από το εταιρικό σχήμα.

Παρ’ όλα αυτά, έως τα μέσα του 2016 οι περισσότεροι εντός της εκδοτικής πιάτσας θεωρούσαν την επιχείρηση διαχειριστικά μαζεμένο «μαγαζί». Η εισηγμένη από το 2000 στο Χρηματιστήριο Αθηνών εταιρεία απασχολούσε περίπου 150 εργαζομένους, στεγαζόταν από το 1977 σε ιδιόκτητο κτίριο στην οδό Λένορμαν, ενώ στο πιεστήριό της στην Παιανία τυπώνονταν αρκετές άλλες εφημερίδες. Η οικογένεια Αθανασιάδη έχαιρε της από κοινού αποδεκτής άποψης ότι ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατη, με μεγάλη ακίνητη περιουσία στην Αθήνα, στα νότια προάστια, στο Πόρτο Χέλι κ.λπ. Ωστόσο, με βάση τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις η εταιρεία παρουσίασε ζημίες οι οποίες στο τέλος του 2016 ανέρχονταν σε 12,3 εκατ. ευρώ, υπερδιπλάσιες του ετήσιου κύκλου εργασιών της, εκ των οποίων τα 9,899 εκατ. ευρώ συνιστούσαν βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις.

Από αριστερά, η κυρία Αγγέλα Αθανασιάδου-Κοντογούρη, η κυρία Μαριέττα Αθανασιάδου και η κυρία Ειρήνη Αθανασιάδου. Ορθιοι από αριστερά, ο κ.Τζώρτζης Κοντογούρης, γιος της Αγγέλας, η κυρία Ελένη Φαλκονάκη, κόρη της Μαριέττας, και ο κ. Πάνος Ράπτης, γιος της Ειρήνης

Σημαντικό, πάντως, στοιχείο στην εξέλιξη της ζημιογιόνας αυτής υπόθεσης θεωρείται ότι είναι η υποθήκευση από τη Eurobank των ακινήτων της εταιρείας από το 2014 και βαθμιαία των σημάτων της. Από την πλευρά των ιδιοκτητών διατυπώνεται το παράπονο ότι οι ίδιοι θα μπορούσαν να πωλήσουν, τουλάχιστον, τα κτίρια στην εμπορική τους αξία, η οποία υπερκάλυπτε τις δανειακές τους υποχρεώσεις προς την τράπεζα, και να τις εξοφλήσουν. Σε ανύποπτο χρόνο το θέμα της «Ναυτεμπορικής» είχε τεθεί και στη Βουλή, με τον Τέρενς Κουίκ να τονίζει στην εθνική αντιπροσωπεία ότι «είναι ντροπή να αφήνετε την ιστορική “Ναυτεμπορική” να χαθεί». Λέγεται, ακόμη, ότι στη μετέπειτα συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. και ο Αλέκος Φλαμπουράρης είχε συμμεριστεί την ίδια άποψη, αλλά τίποτε το διευκολυντικό για την εφημερίδα δεν προχώρησε. Ωστόσο, το καλοκαίρι του 2017, και ενώ χτυπούσαν δυσοίωνα τα τύμπανα της οικονομικής επαγρύπνησης, η τράπεζα κατήγγειλε τη δανειακή σύμβαση που είχε με τη «Ναυτεμπορική». Η εκδοτική εταιρεία αναγνώρισε την οφειλή της προς την τράπεζα, δήλωσε ότι αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της λόγω οικονομικής αδυναμίας των μετόχων της να ενισχύσουν τα κεφάλαιά της και ξεκίνησε τη διαδικασία εξεύρεσης επενδυτή.

Δεν κάθισαν με σταυρωμένα χέρια οι ιδιοκτήτες, αλλά το συγκεκριμένο «σαφάρι» αποδείχθηκε μάταιο και αναποτελεσματικό, με την εταιρεία να συνεχίζει να αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της προς τράπεζες, Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία, καθώς ο κύκλος εργασιών της ακολουθούσε φθίνουσα πορεία, ενώ τα ίδια κεφάλαια μειώνονταν δραστικά λόγω συσσώρευσης ζημιών. Η τράπεζα είχε καταθέσει ήδη αίτηση για ειδική διαχείριση εν λειτουργία της οικονομικής εφημερίδας από τις 18 Ιουνίου του 2019 καθιστώντας άμεσα απαιτητό το ανεξόφλητο υπόλοιπο ύψους 6,5 εκατ. ευρώ, το οποίο με τις επιβαρύνσεις των τόκων άγγιζε πια τα 8 εκατ. ευρώ. Τα όσα ακολούθησαν συμπυκνώνουν το χρονικό μιας προαναγγελθείσας κατάρρευσης για την εταιρεία Ναυτεμπορική – Πάνος Αθανασιάδης και ΣΙΑ Α.Ε. Οι ιδιοκτήτες χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά της τράπεζας επιεικώς επιθετική, ενώ καταλογίζουν στη στάση ορισμένων τραπεζικών στελεχών αχαριστία. Πιθανώς θα έχουν τους εν γνώσει λόγους τους. Οπως και να έχει, πάντως, «βγαίνει από την πρίζα» άλλη μία επιχείρηση των media που εκδίδει μια ιστορική εφημερίδα.

Μετά από απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μέσω της διαδικασίας της ειδικής διαχείρισης, επιδιώκονται η αποφυγή της απαξίωσης της επιχείρησης, καθώς και η επίτευξη της σύμμετρης ικανοποίησης των πιστωτών από το τίμημα της πώλησης του ενεργητικού της επιχείρησης. Την περασμένη Πέμπτη κιόλας οι ειδικοί διαχειριστές της Grant Thornton και του νομικού γραφείου Αγγελίδη έπιασαν δουλειά. Συνάντησαν εκπροσώπους της ΕΣΗΕΑ και τους εργαζομένους της εφημερίδας. Την Παρασκευή ξεκίνησαν από το λογιστήριο προκειμένου να κάνουν απογραφή των περιουσιακών στοιχείων και ταυτόχρονα να εκπονήσουν business plan για την επιβίωση της εταιρείας έως την πώλησή της.

Οι διαχειριστές έχουν υποχρέωση να βάλουν τα πράγματα στη σειρά. Να διαπιστώσουν τα έσοδα και τα έξοδα της επιχείρησης και, αν υπάρχει έλλειμμα, να στραφούν στην πιστώτρια τράπεζα (Εurobank) ή στον διαχειριστή του δανείου (doValue) για να ζητήσουν κάλυψη της διαφοράς. Στο εξής, θα πληρώνουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, ενώ στη συνέχεια μπορούν να θέσουν το προσωπικό σε αδράνεια αν δεν επαρκούν οι πόροι για τη μισθοδοσία. Η διατήρηση εν λειτουργία αποσκοπεί στο να πουληθεί η εταιρεία ελεύθερη βαρών στο σύνολό της ή τμηματικά. Αλλη, για παράδειγμα, διαδικασία για τα κτίρια ή το πιεστήριο, άλλη για τα σήματα κ.λπ., στη βάση του μοντέλου του ΔΟΛ, το οποίο θεωρήθηκε επιτυχημένο. Η πώληση θα γίνει με έναν ή περισσότερους ανοιχτούς δημόσιους πλειοδοτικούς διαγωνισμούς χωρίς αποτίμηση. Δηλαδή οι ενδιαφερόμενοι θα δώσουν την οικονομική προσφορά που θεωρούν δίκαιη και θα κερδίσει η υψηλότερη. Ολα, όμως, αυτά τα τεχνικά στοιχεία δεν αφαιρούν τίποτε από την ψυχή μιας επιχείρησης που εκδίδει τη μοναδική πια οικονομική εφημερίδα της χώρας επί 96 χρόνια.

Ο ιδρυτής

Ο πρωτεργάτης της εφημερίδας Πάνος Αθανασιάδης, πρόσφυγας από τις Κυδωνιές της Ιωνίας, το σημερινό Αϊβαλί, είχε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκατασταθεί στον Πειραιά. Δραστηριοποιήθηκε στις ναυτιλιακές και οικονομικές εκδόσεις και στις 8 Μαρτίου του 1924 πήρε την πρωτοβουλία να κυκλοφορήσει το δικό του, πρώτο δακτυλογραφημένο φύλλο με τίτλο «Ναυτικό και Εμπορικό Δελτίο Πειραιώς». Το διένειμε αρχικά ο ίδιος ο εκδότης στα ναυτιλιακά και εμπορικά γραφεία του λιμανιού. Δειλά-δειλά, πλάι στον κατά επτά χρόνια μεγαλύτερο αδελφό του, έκανε τα πρώτα δημοσιογραφικά του βήματα ο 12χρονος αδελφός του Τζώρτζης, μαθητής ακόμη στην Ελληνογαλλική Σχολή «Saint-Paul». Το 1936, έμπειρος πλέον, ο νεαρός ανέλαβε τη διεύθυνση του «Δελτίου», εμπλούτισε την ύλη και επέκτεινε την κυκλοφορία του. Το μονοπάτι προς την καθιέρωση του φύλλου διέκοψε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος του ’40. Ο αθλητής του Ολυμπιακού και ναυταθλητής-πηδαλιούχος της εθνικής ομάδας, Τζώρτζης, ντύθηκε στο χακί. Πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο, ως λοχίας-πυροβολητής, διακρίθηκε στις μάχες και παρασημοφορήθηκε από την πατρίδα.

Ο ιδρυτής της «Ναυτεμπορικής» Τζώρτζης Αθανασιάδης με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, του οποίου υπήρξε σθεναρός υποστηρικτής

Στα χρόνια της ναζιστικής Κατοχής βοήθησε θαρραλέα την εθνική αντίσταση φυγαδεύοντας αγωνιστές αξιωματικούς και αντάρτες προς τη Μέση Ανατολή. Μετά την απελευθέρωση της χώρας, τα δύο αδέλφια, τα οποία είχαν παντρευτεί δύο αδελφές, επανέκδοσαν το 1945 φύλλο και από τον Αύγουστο του 1948 μετονόμασαν το «Δελτίο» σε «Ναυτεμπορική» σηματοδοτώντας την εμφάνιση του οικονομικού Τύπου στη χώρα. Σταδιακά μετέφεραν τα γραφεία της εφημερίδας από το Μεγάλο Λιμάνι στην οδό Πειραιώς, κατόπιν στην οδό Δραγατσανίου στο κέντρο της Αθήνας και, τέλος, στην περιοχή της Κολοκυνθούς. Στη νέα έδρα εκσυγχρόνισαν την επιχείρηση και παράλληλα δημιούργησαν πρότυπη μονάδα γραφικών τεχνών. Δραστήριος, ταλαντούχος και δυνατός επιχειρηματικά παίκτης, ως στενός φίλος και συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ήταν ο άνθρωπος που εισηγήθηκε στον τότε πρωθυπουργό της δεκαετίας του ’50 την αναδιοργάνωση του ελληνικού αθλητισμού με τη δημιουργία της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού (ΓΓΑ) και του ΟΠΑΠ (ΠΡΟΠΟ), του οποίου διετέλεσε πρώτος πρόεδρος.

Η «Βραδυνή»

Από το 1962, παράλληλα με τη «Ναυτεμπορική», ανέλαβε και τη διεύθυνση της εφημερίδας «Βραδυνή», στην οποία αναφερόταν πάντα ως «το άτακτο παιδί μου». Στα προδικτατορικά χρόνια ο Αθανασιάδης χώνοντας βαθιά το χέρι στην τσέπη χάρισε στη «Βραδυνή» και το πρωινό της αδελφάκι, τη μοντέρνα εφημερίδα «Ημέρα». Ως αενάως στο πλευρό και σθεναρός υποστηρικτής του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ήρθε σε άγριες προστριβές με τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Σε εποχές καταδυνάστευσης του Τύπου ο ανυπάκουος στη σιωπηλή υπακοή Τζώρτζης, οπαδός του κοινοβουλευτισμού, είχε την τόλμη και το τσαγανό να τα βάλει με τους βαθιά αντιδημοκρατικούς, τυραννικούς και καταπιεστικούς δικτάτορες. Το έκανε εμφατικά. Στις 23 Απριλίου του 1973 δημοσίευσε στο πρωτοσέλιδο της «Βραδυνής» ανοιχτή επιστολή με δηλώσεις του αυτοεξόριστου στο Παρίσι πρώην πρωθυπουργού, με αποτέλεσμα να κατασχεθεί το φύλλο από τη χούντα. Την 1η Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, το αυταρχικό καθεστώς εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του εκδότη και απαγόρευσε εντελώς την κυκλοφορία της εφημερίδας, η οποία έμεινε κλειστή μέχρι και το τέλος της δικτατορίας, τον Ιούλιο του 1974. Ο Αθανασιάδης, παρά το λουκέτο, πλήρωνε από την τσέπη του το άνεργο προσωπικό μέχρι την επανέκδοσή της.

Μετά τη Μεταπολίτευση οι εφημερίδες του στήριξαν τον «εθνάρχη» πλέον Καραμανλή. Ηταν από τους πρώτους που τον υποδέχθηκαν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού όταν επέστρεψε από το Παρίσι μετά την πτώση της χούντας. Διακρίνεται, μάλιστα, στα φωτογραφικά ενσταντανέ της εποχής στην άκρη της σκάλας από την οποία κατέβηκε ο Καραμανλής από το αεροπλάνο που είχε διαθέσει για τη μεταφορά του ο ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν. Ο Αθανασιάδης, πάντως, είχε προλάβει το βράδυ της 23ης Ιουλίου του 1974, μία ημέρα δηλαδή προτού επιστρέψει στην Ελλάδα από το εξωτερικό ο Καραμανλής, να κυκλοφορήσει το ιστορικό φύλλο της «Βραδυνής» με τον πηχυαίο τίτλο «ΕΡΧΕΤΑΙ» και μια ολοσέλιδη φωτογραφία του πολιτικού, το οποίο τότε πούλησε τον συγκλονιστικό και ακατάρριπτο αριθμό-ρεκόρ των 320.000 αντιτύπων. Στα επόμενα φεγγάρια ο εκδότης διετέλεσε πρόεδρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής, καθώς και της Ενωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών.

Αδικο τέλος, όμως, επεφύλασσε μια ακατανόητα μεροληπτική μοίρα για τον επιτυχημένο εκδότη. Δύο σφαίρες τού αφαίρεσαν τη ζωή στις 7.50 το βράδυ του Σαββάτου της 19ης Μαρτίου του 1983. Ηταν το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς και ο ίδιος, όπως συνήθιζε, έπαιζε τάβλι με έναν φίλο και συνεργάτη του μέχρι αργά στο γραφείο του, ώσπου να αδειάσει το κτίριο της εφημερίδας από εργαζομένους. Ο απάνθρωπος κουμπουροφόρος δράστης μπούκαρε απρόσμενα, τον πυροβόλησε ακαριαία και τον εκτέλεσε με ειδεχθή τρόπο. Εως σήμερα η δολοφονία του Τζώρτζη Αθανασιάδη παραμένει ένα άλυτο μυστήριο. Οι τρομοκρατικές οργανώσεις εκείνης της εποχής αποποιήθηκαν κάθε ευθύνη και συμμετοχή, ωστόσο το φορτισμένο πολιτικό κλίμα της περιόδου πολώθηκε σε βαθμό τοξικότητας. Στην κηδεία του, τέσσερις ημέρες αργότερα, στη Μητρόπολη Αθηνών εκατοντάδες άνθρωποι, οι περισσότεροι οπαδοί της Ν.Δ., αποχαιρέτησαν τον εκδότη εκφράζοντας παράλληλα τη δυσφορία τους για την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.

Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι με τη στυγερή δολοφονία του έκλεινε ένας μεγάλος και επιτυχημένος κύκλος των εκδοτικών δραστηριοτήτων του. Η «Ημέρα» είχε ήδη κλείσει προ πολλού, ακολούθησε η αναστολή της έκδοσης της «Βραδυνής» οκτώ-εννέα χρόνια μετά τον θάνατό του και έμεινε μόνο η ιστορική ναυαρχίδα της «Ναυτεμπορικής» να συνεχίζει το ταξίδι της στις τρικυμίες του ημερήσιου Τύπου. Το πηδάλιό της το ανέλαβαν στο πόστο του οι τρεις κόρες του -αφού ο αδελφός του Πάνος δεν απέκτησε άμεσους απογόνους-, οι οποίες χάραξαν τη ρότα της επί 37 χρόνια. Κανείς δεν ξέρει ποιος θα είναι αύριο ο καπετάνιος της. Αρκεί να υπάρχει αύριο. Γιατί, όπως έγραφε και ο Σεφέρης, «σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον».