Του Παναγιώτη Γκρουμούτη

Τη χθεσινή ημέρα ξεκίνησε μια 11μηνη περίοδος που όμοιά της δεν έχει ξαναζήσει η Ευρωπαϊκή Ενωση από συστάσεώς της. Πρώτοι οι Ιταλοί προσέφυγαν στις κάλπες του δημοψηφίσματος. Με την ψήφο τους θα αποφάσιζαν αν και κατά πόσον θα επέτρεπαν στον πρωθυπουργό τους Ματέο Ρέντσι να υλοποιήσει το όραμά του για δραστική αναμόρφωση του Συντάγματος, ώστε να μπορεί ο ίδιος και μελλοντικά και οι διάδοχοί τουνα ασκούν πολιτική έξω και πέρα από τα προσκόμματα της Γερουσίας και των βουλευτών.

Επί της ουσίας, εκείνο που τίθεται εν αμφιβόλω πλέον μετά το αποτέλεσμα είναι η επόμενη μέρα  για την ιταλική οικονομία όσο και για την ίδια τη συνοχή της Ευρωζώνης – κρίνεται η αντίδραση της ευρωοικονομίας στο σύνολό της και ειδικότερα των διεθνών αγορών. Και αυτό είναι το τρίτο στη σειρά μοιραίο δημοψήφισμα, μετά το ελληνικό της 5ης Ιουλίου 2015, όταν το «ΟΧΙ» με 61,3% στα σχέδια της τρόικας και το δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε., όπου κυριάρχησε με 51,89% το Brexit ταράζοντας συθέμελα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Με την επικράτηση του «όχι» το αντιευρωπαϊκό Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο θα μπορεί πλέον  να πιέσει για νέο δημοψήφισμα με ερώτημα την αποχώρηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Από τη μεριά τους οι βιομήχανοι, μέλη της Confindustria, προειδοποιούν ότι η οικονομία της χώρας θα διολισθήσει βαθιά στην ύφεση με τις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις.

Εάν οι Ιταλοί έδιναν την έγκρισή τους στις αλλαγές Ρέντσι, ο Ιταλός  πρωθυπουργός θα ενίσχυε τη θέση του, ενδεχομένως να κατέφευγε και σε εκλογές σύντομα για να επιβεβαιώσει το άστρο του με την επικύρωση της λαϊκής ψήφου. Παράλληλα, θα ισχυροποιείτο έναντι της Γερμανίας και θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο του έτερου πόλου έναντι του Βερολίνου, εκμεταλλευόμενος την πολιτική αναταραχή στη Γαλλία και την απροσδόκητη τροπή που μπορεί να πάρουν εκεί τα πράγματα μέχρι την προσεχή άνοιξη και τις δικές τους εκλογές. Ενισχυμένος θα έβγαινε -ομοίως αντανακλαστικά- και ο Ευρωπαίος κεντρικός τραπεζίτης Μάριο Ντράγκι στην αέναη κόντρα του με τα «γεράκια» της Γερμανίας και της Bundesbank.

-Τι μπορεί να συμβεί τώρα στο οικοδόμημα του ευρώ; Οι επενδυτές που ήδη παραπαίουν μετά το Brexit και την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ ανησυχούν για το μέλλον τόσο της Ιταλίας όσο και της νομισματικής ένωσης της Ευρώπης. Η ήττα του Ρέντσι στο δημοψήφισμα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση εκτιμάται ότι θα υπονομεύσει την ήδη εύθραυστη πολιτική σταθερότητα της χώρας. Ωστόσο, μια έξοδος της Ιταλίας από το ευρώ δεν φαίνεται να αποτελεί άμεση απειλή, διότι αυτό θα απαιτούσε διακομματική πολιτική υποστήριξη, καθώς και βασανιστικές νομοθετικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής της σχετικής διάταξης του Συντάγματος! Από την άλλη, θεωρείται δεδομένο πως το «Οχι» των Ιταλών θα θεωρηθεί «κάλεσμα πολέμου» για τα υπόλοιπα ανά την Ευρώπη ευρωσκεπτικιστικά κινήματα και μορφώματα. Στο εσωτερικό της χώρας οι πρώτες αντιδράσεις θα έρθουν από τις χρηματαγορές, με τους επενδυτές να πιέζουν τράπεζες και βαριά χαρτιά, κυρίως παίζοντας το σενάριο της διάσπασης του ευρώ και σε δεύτερο χρόνο της ίδιας της Ε.Ε.

–  Γιατί μερικοί αναλυτές επιμένουν ότι οι φόβοι όλων είναι υπερβολικοί; Η απάντηση είναι απλή: επειδή μια έξοδος οιασδήποτε χώρας από το ευρώ θα χρειαστεί πολύ χρόνο και εξαντλητικές διαπραγματεύσεις. «Η ιδέα ότι η Ιταλία θα φύγει αμέσως, την επομένη κιόλας, από το ευρώ είναι υπερβολική», διαβεβαιώνει ο κ. Αντόνιο Βιλαφράνκα, αναλυτής στο Ινστιτούτο Διεθνών Πολιτικών Σπουδών στη Ρώμη, ο οποίος επικαλείται την τελευταία έρευνα που δημοσίευσε προ εβδομάδων η εφημερίδα «La Stampa», σύμφωνα με την οποία μόλις το 15,2% των Ιταλών ψηφοφόρων τασσόταν υπέρ της αποχώρησης από το ευρώ, με το 67,4% να δηλώνει υπέρ του κοινού νομίσματος. Επιπλέον, τονίζει, ότι δεν είναι καθόλου σίγουρος πως μπορεί ο Μπέπε Γκρίλο και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων να πάνε την υπόθεση του Italexit μέχρι τέλους, καθώς δεν θα μπορέσουν να βρουν άλλον σύμμαχο για να συστήσουν κυβερνητικό συνασπισμό.
 

–  Πόσο άσχημα μπορεί να αντιδράσουν οι αγορές στο «όχι» των Ιταλών; Πολύ άσχημα, τουλάχιστον στην αρχή, σύμφωνα με τους οικονομολόγους της JPMorgan Chase & Co., οι οποίοι εκτιμούν πως στην παρούσα φάση οποιοδήποτε εκλογικό αποτέλεσμα δεν κριθεί «φιλοευρωπαϊκό» θα κινητοποιήσει άμεσα μια σπασμωδική κίνηση της αγοράς. «Οποιοσδήποτε θόρυβος σχετικά με πιθανή έξοδο από το ευρώ θα προκαλούσε φυγή κεφαλαίων και σοβαρή αναταραχή στις αγορές, έτσι ώστε η πίεση να αναγκάσει τα κόμματα που αγωνίστηκαν για την έξοδο από το ευρώ να αναθεωρήσουν γρήγορα τα σχέδιά τους», δηλώνει χαρακτηριστικά ο γνωστός στη γείτονα οικονομολόγος Τζιανλούκα Σάλφορντ.

Στην οικονομία η ψυχολογία παίζει κρίσιμο ρόλο. Και σε κάθε περίπτωση, είναι αυτονόητο ότι ένα μεγάλο πολιτικό σοκ σχεδόν πάντα αποσταθεροποιεί την οικονομία, με πρώτο το τραπεζικό σύστημα. Σύμφωνα με τους αναλυτές, η επικράτηση του «όχι» θα έχει δραματικά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα για τον ιταλικό τραπεζικό κλάδο. Θα έχει  όμως και δύο βραχυπρόθεσμα αρνητικά σενάρια, που δυνητικά θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ντόμινο κατάρρευσης της Ευρωζώνης, με πρώτα θύματα δύο από τις μεγαλύτερες ιταλικές τράπεζες, τη Monte dei Paschi di Siena (MPS) και τη UniCredit, οι προσπάθειες για τη διάσωση των οποίων με χρήση ιδιωτικών κεφαλαίων και εμμέσως με κρατική χείρα θα έπεφταν αμέσως στο κενό. Τυχόν αποτυχία στη συντονισμένη προσπάθεια να διασωθεί η Monte dei Paschi θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την ικανότητα της UniCredit για προσέλκυση επενδυτών στη δική της προσπάθεια ανακεφαλαιοποίησης, ύψους 10-13 δισ. ευρώ – την τέταρτη μέσα σε πέντε χρόνια.

Οι φόβοι της Confindustria

«Ο Ρέντσι είναι ίσως ο μόνος άνθρωπος που απέτυχε να κατανοήσει το μέγεθος του ρίσκου στο οποίο ο ίδιος έθεσε τη χώρα του, συνδέοντας την τύχη της κυβέρνησής του με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος», ανλεφερε δημόσια ο εκπρόσωπος της Confindustria, του Συνδέσμου Ιταλικών Βιομηχανιών. Οι εκπρόσωποι των παραγωγικών φορέων φοβούνται μια νέα ενδιάμεση κυβέρνηση τεχνοκρατών και τρέμουν στην ιδέα της επανάληψης του 2014-2015, ξέροντας εκ πείρας ότι μια τέτοια κυβέρνηση το τελευταίο που μπορεί να κάνει είναι να δώσει ώθηση στην οικονομία και τις αγορές. Βλέπουν την ύφεση να έρχεται και τρέμουν.