Σε μια σημαντική απόφαση για την δήλωση περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται σε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ισλανδία. Λιχτενστάιν, Νορβηγία), κατέληξε το Δικαστήριο της ΕΕ.

Με σημερινή του απόφαση, το ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο της ΕΕ κρίνει ότι η εθνική ρύθμιση που επιβάλλει στους φορολογικούς κατοίκους Ισπανίας την υποχρέωση να δηλώνουν ορισμένα περιουσιακά στοιχεία και δικαιώματα ευρισκόμενα στην αλλοδαπή είναι αντίθετη με το δίκαιο της Ένωσης, καθώς οι περιορισμοί που επιβάλλονται στην ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, μία από τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες της ενιαίας αγοράς της ΕΕ, είναι δυσανάλογοι.

Ιστορικό

Στις 15 Φεβρουαρίου 2017, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη με την οποία διαπίστωσε την ασυμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης ορισμένων πτυχών της υποχρέωσης των φορολογικών κατοίκων Ισπανίας να δηλώνουν τα ευρισκόμενα στην αλλοδαπή περιουσιακά στοιχεία και δικαιώματα μέσω του ονομαζόμενου εντύπου 720. Σύμφωνα με την Επιτροπή, οι συνέπειες που προβλέπονται σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής είναι δυσανάλογες σε σχέση με τους σκοπούς που επιδιώκει η ισπανική ρύθμιση, δηλαδή, τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων και την καταπολέμηση της απάτης και της φοροδιαφυγής.

Δυνάμει της εθνική ρύθμισης, όταν οι Ισπανοί κάτοικοι παραλείπουν να υποβάλλουν την πληροφοριακή δήλωση ή υποβάλλουν κατά τρόπο ανακριβή ή εκπρόθεσμα τα περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα που διαθέτουν στο εξωτερικό, η φορολογική διοίκηση μπορεί να προβεί σε διορθωτικό προσδιορισμό φόρου επί των ποσών τα οποία αντιστοιχούν στην αξία αυτών των περιουσιακών στοιχείων ή δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που αποκτήθηκαν κατά την διάρκεια περιόδου για την οποία έχει επέλθει παραγραφή, καθώς και σε επιβολή αναλογικού προστίμου και κατ’ αποκοπήν προστίμων.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστήριζε ότι αυτές οι συνέπειες και οι σχετικές λεπτομέρειες εφαρμογής συνιστούν δυσανάλογα αυστηρούς περιορισμούς οι οποίοι θίγουν διάφορες ελευθερίες κυκλοφορίας προβλεπόμενες στη Συνθήκη για την Λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ) και στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) και ιδίως την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (άρθρο 63 ΣΛΕΕ και άρθρο 40 της Συμφωνίας ΕΟΧ). Κατά την Επιτροπή, ο δυσανάλογος χαρακτήρας έγκειται στο ότι με τις συνέπειες τιμωρείται πολύ αυστηρά η εκ μέρους του φορολογουμένου μη τήρηση της υποχρεώσεως δηλώσεως, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η ισπανική φορολογική διοίκηση διαθέτει ήδη ή δύναται να αποκτήσει σχετικές πληροφορίες μέσω του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας, το οποίο προβλέπει η οδηγία 2011/16. Ως εκ τούτου, ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 63 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 40 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

Σήμερα το Δικαστήριο της ΕΕ στο Λουξεμβούργο έκρινε ότι η ρύθμιση που υποχρεώνει τους φορολογικούς κατοίκους Ισπανίας να δηλώνουν ορισμένα περιουσιακά στοιχεία του εξωτερικού δεν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης.

Η απόφαση αυτή του Δικαστηρίου της ΕΕ παρόλο που αφορά σε Ισπανούς φορολογούμενους, το σκεπτικό της «πιάνει» όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ καθώς αποτελεί νομολογία της ΕΕ.

Διαβάστε ακόμα:

Βρετανία: Γιατί «απογειώθηκαν» οι τιμές στα ενοίκια – Άνοδος 9,9% στο Λονδίνο μέσα σε έναν χρόνο

MYTILINEOS: Ιστορικά υψηλές επιδόσεις το 2021 – 40% αύξηση του κύκλου εργασιών

Γιατί οι εφοπλιστές δεν πουλάνε τα υπερήλικα πλοία τους για παλιοσίδερα