Μειώστε δημόσιο χρέος και ελλείμματα, με τον δικό σας τρόπο και επενδύστε στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Αυτές είναι επιγραμματικά οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ, του «νεκροζώντανου» δηλαδή Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που παρουσίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Σε μια προσπάθεια να ισορροπήσει ανάμεσα στα κράτη – μέλη της ΕΕ που ζητούν αυστηρότερους όρους για τη μείωση του δημόσιου χρέους, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία και σε αυτά, όπως η Ιταλία, η Γαλλία και η Ελλάδα, που ζητούν χαλαρότερους όρους, η Κομισιόν θέλει να διαπραγματεύεται ξεχωριστά, με κάθε κράτος- μέλος της ΕΕ, ένα σχέδιο μείωσης χρέους και ελλείμματος, χωρίς να πληγούν οι επενδύσεις.

Ουσιαστικά, η Κομισιόν επιθυμεί μεν την επαναφορά των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας, δίνοντας όμως περισσότερη ευελιξία στα κράτη – μέλη για να επενδύσουν σε πράσινες και ψηφιακές τεχνολογίες, καθώς η ΕΕ αντιμετωπίζει την πρόκληση από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, όπου το ενεργειακό κόστος είναι φθηνότερο και οι κρατικές επιδοτήσεις ενδέχεται να προσελκύσουν βιομηχανίες που είναι ήδη εγκατεστημένες στην ΕΕ.

Το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το οποίο παρουσίασαν ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις και ο Επίτροπος Οικονομίας Πάολο Τζεντιλόνι προβλέπει:

Τα κράτη – μέλη της ΕΕ των οποίων το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ τους θα πρέπει, σε συνεννόηση με την Κομισιόν, να καταρτίσουν ένα τετραετές σχέδιο απομείωσής του και σε περίπτωση που μια εθνική κυβέρνηση παρεκκλίνει από την εφαρμογή του, θα αντιμετωπίζει αυστηρές οικονομικές κυρώσεις

Τα κράτη – μέλη θα πρέπει να μειώνουν το ποσοστό του χρέους τους κατά 0,5% του ΑΕΠ τους κάθε έτος και παράλληλα, εάν ο λόγος του ελλείμματος προς το ΑΕΠ ξεπερνάει το 3%, οι δημόσιες δαπάνες θα πρέπει να είναι λελογισμένες σε συνεννόηση πάντα με την Κομισιόν.

Σύμφωνα με τις προτάσεις της Κομισιόν τα εθνικά μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο των προτάσεων της Επιτροπής, οι νέοι κανόνες θα είναι απλούστεροι και θα λαμβάνουν υπόψη τις διαφορετικές δημοσιονομικές προκλήσεις  και παράλληλα θα υπάρχουν γενικές και ειδικές για κάθε χώρα ρήτρες διαφυγής που θα επιτρέψουν αποκλίσεις από τους στόχους δαπανών σε περίπτωση σοβαρής οικονομικής ύφεσης στην ΕΕ ή στη ζώνη του ευρώ.

Δύσκολος ο δρόμος προς την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης

Παρόλο που υπάρχουν τεράστιες διαφορές ως προς τη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων, όλα τα κράτη – μέλη συμφωνούν ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης πρέπει να αναθεωρηθεί και οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναμένεται να αποτελέσουν τον οδικό χάρτη για τις συνομιλίες μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΕ, στο Eurogroup και το  EcoFin και ενδεχομένως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Καθώς όμως η Κομισιόν δεν ικανοποίησε πλήρως το Βερολίνο, το οποίο ζητούσε μείωση του χρέους κατά 1% ετησίως για τις χώρες με «υψηλό χρέος» και κατά 0,5% για αυτές με «μέσο επίπεδο χρέους», σημαίνει ότι οι διαπραγματεύσεις τους επόμενους μήνες, θα είναι δύσκολες.

Μιλώντας για τις καινοτομίες που έχει το σχέδιο της Κομισιόν, ο Επίτροπος οικονομίας Πάολο Τζεντιλόνι δήλωσε χαρακτηριστικά: “Η καινοτομία είναι ότι κάθε χώρα που έχει χρέος υψηλότερο από 60% του ΑΕΠ της – και είναι πολλές αυτές – θα είναι η ίδια η κυβέρνησή της που θα υποβάλλει ένα σχέδιο για τη μείωση του χρέους και θα αναλάβει η ίδια τις δεσμεύσεις, τόσο για μείωση ελλείμματος και χρέους όσο και για τις επενδύσεις. Και αυτό θεωρώ ότι είναι σημαντικό για την κοινή γνώμη, για πολιτικούς λόγους”.

Αναφορικά με το ενδεχόμενο μια κυβέρνηση σε ένα κράτος- μέλος της ΕΕ που θα προκύψει από νέες εκλογές, να ζητήσει την αναθεώρηση του σχεδίου δημοσιονομικής προσαρμογής που υπέγραψε η προηγούμενη κυβέρνηση, ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις, υπογράμμισε: “Εάν μια νέα κυβέρνηση ζητήσει ένα αναθεωρημένο σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής, η Κομισιόν θα εκδώσει μια νέα τεχνική πορεία, που θα λαμβάνει υπόψη τις προηγούμενες προσπαρμογές ή την απουσία προσαρμογών”.

Διαβάστε ακόμη Βούτσιτς (ΕΚΤ): Δεν έχουμε άλλη επιλογή πέρα από την αύξηση των επιτοκίων