Άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για το Brexit και άπαντες προετοιμάζονται για την «αναγκαστική προσγείωση»  στη νέα πραγματικότητα, είτε γίνει με συμφωνία, είτε έχουμε σκληρή έξοδο από την ΕΕ.

Σε αυτή τη φάση, η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει να μετατρέψει τον κίνδυνο σε ευκαιρία  για την ελληνική οικονομία και τα εθνικά συμφέροντα. Πιο συγκεκριμένα,  το υπουργείο Εξωτερικών μέσω  του Αναπληρωτή Υπουργού Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη έχει εκπονήσει ένα action plan για τη μετά Brexit εποχή,  ώστε οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας – Ηνωμένου Βασιλείου να αναβαθμιστούν και προεκτάσεις τους, όπως τα ναυτιλιακά κεφάλαια των Ελλήνων εφοπλιστών μετά το ενδεχόμενο Βrexit να κατευθυνθούν στον Πειραιά.  Το σχέδιο εκπονείται σε συνεργασία με τον υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Γιάννη Πλακιωτάκη. 

Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες του «business stories» θα αποτελέσει βασικό θέμα σε επόμενο υπουργικό Συμβούλιο και πιο συγκεκριμένα, θα συζητηθούν φορολογικά κίνητρα για προσέλκυση εταιρειών από το City του Λονδίνου.

O αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης δήλωσε: «Ως Υπουργείο Εξωτερικών μεριμνούμε και θα φέρουμε σύντομα νομοθετικές ρυθμίσεις που θα διασφαλίζουν τα ελληνικά συμφέροντα στη ναυτιλία, την εκπαίδευση, την εργασία, τον τουρισμό και άλλους τομείς. Στόχος μας είναι να μετατρέψουμε τον κίνδυνο σε ευκαιρία για τις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών».

Στόχος ο Πειραιάς να ενισχυθεί ως παγκόσμιο ναυτιλιακό κέντρο παρέχοντας  τα κίνητρα και το ανάλογο θεσμικό πλαίσιο για την προσέλκυση των ναυτιλιακών κεφαλαίων στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με πληροφορίες το υπουργείο Εξωτερικών μάλιστα σκοπεύει πολύ σύντομα να καταθέσει ένα πολυνομοσχέδιο – σκούπα που θα έχει ενσωματωμένες όλες τις απαραίτητες τροποποιήσεις που πρέπει να γίνουν άμεσα ώστε να προστατευθούν τα συμφέροντα των ελλήνων πολιτών και επιχειρήσεων τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στην Ελλάδα.

Το ΗΒ αποτελεί παγκόσμιο ναυτιλιακό κέντρο με τη δραστηριότητα της ελληνικής ναυτιλίας στο ΗΒ να είναι εξαιρετικά σημαντική. Περίπου 60 ελληνικές εταιρείες διαθέτουν γραφεία αντιπροσώπευσης στο Λονδίνο.

Όσον αφορά τα κίνητρα που εξετάζονται και στοχεύουν στην ενίσχυση της ελκυστικότητας του νηολογίου, συνοψίζονται στα εξής:
Οι θαλάσσιες επιχειρήσεις να υπόκεινται σε ένα σταθερό φορολογικό καθεστώς, το οποίο στοχεύει στην ενίσχυση της δυναμικής της ναυτιλιακής οικονομίας, τη διατήρηση της ναυτιλιακής τεχνογνωσίας και την ενίσχυση των ευκαιριών απασχόλησης για τους Έλληνες ναυτικούς και τις ναυτιλιακές εταιρείες στην ξηρά. Σε αυτό το πλαίσιο η ελληνική κυβέρνηση θα διασφαλίσει τα απαραίτητα φορολογικά κίνητρα για την προσέλκυση ναυτιλιακών κεφαλαίων στον Πειραιά.

 Σταθερό και φιλικό νομοθετικό πλαίσιο για την εγγραφή πλοίων, που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές στο ελληνικό νηολόγιο. Αμετάκλητος διοικητικός νόμος, ο οποίος καθορίζει τους συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις για τη λειτουργία του συγκεκριμένου σκάφους, καθ ‘όλη τη διάρκεια της περιόδου που φέρει ελληνική σημαία.

• Η ψηφιοποίηση, η βελτιστοποίηση και η προώθηση ηλεκτρονικών διαδικασιών για την περαιτέρω διευκόλυνση της εγγραφής πλοίων και εταιρειών, είναι από τις άμεσες προτεραιότητες του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.

• Η περαιτέρω ανάπτυξη του Πειραιά, ως κέντρου της ελληνικής ναυτιλίας, αποτελεί βασική προτεραιότητα και συνδέεται άμεσα με την ενίσχυση των εγκαταστάσεων ακαδημαϊκής και επαγγελματικής εκπαίδευσης για τη διατήρηση και περαιτέρω ενίσχυση της ελληνικής ναυτιλιακής τεχνογνωσίας. Η επένδυση στην εκπαίδευση του ανθρώπινου στοιχείου στη ναυτιλία, ο Έλληνας ναυτικός, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση ώστε η ναυτιλία να παραμείνει ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο και να αποτελέσει τον σημαντικότερο οδηγό ανάπτυξης για την Ελλάδα.

Η συνεργασία στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών, και η ενεργή συμμετοχή της διπλωματίας του Υπουργείου Εξωτερικών σε όλα τα σημεία του πλανήτη εγγυάται την ασφαλή ναυσιπλοϊα και την απρόσκοπτη λειτουργία της εμπορικής ναυτιλίας.

Από την πλευρά του, ο υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Γιάννης Πλακιωτάκης, επεσήμανε:

«Για να συνεχίσει η ελληνική ναυτιλία να αποτελεί τον την αιχμή του δόρατος της εθνικής μας οικονομίας και να πρωταγωνιστεί στα παγκόσμια ναυτιλιακά δρώμενα, θα πρέπει να αναλάβουμε πρωτοβουλίες που θα δημιουργήσουν συνέργειες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, να αναπτύξουμε το ναυτιλιακό μας προϊόν τόσο στη θάλασσα όσο και στη στεριά για όλο το χρόνο, και να ηγηθούμε της ναυτιλιακής πολιτικής στην Ευρώπη.

Πρώτη μας προτεραιότητα είναι να διαμορφώσουμε ένα φιλικότερο προς τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις νομοθετικό και φορολογικό πλαίσιο, ώστε να προσελκυστούν νέες επενδύσεις και να διευκολυνθεί η εγκατάσταση ξένων ναυτιλιακών επιχειρήσεων στην Ελλάδα».

Μολονότι ο πληθυσμός της Ελλάδας αντιπροσωπεύει μόνο το 0,15% του παγκόσμιου πληθυσμού, τα ελληνόκτητα πλοία αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 21% της παγκόσμιας χωρητικότητας. Ο ελληνικός εμπορικός στόλος είναι ο μεγαλύτερος
στόλος στον κόσμο, με 4.936 πλοία (άνω των 1.000 gt) χωρητικότητας 389,69 εκατομμυρίων τόνων (dwt) και παρουσιάζει – σε σχέση με το προηγούμενο έτος – αύξηση περίπου 6,63%.

Οι Έλληνες πλοιοκτήτες υπερδιπλασίασαν τη μεταφορική ικανότητα του στόλου τους στο διάστημα 2007-2018. Ο ελληνόκτητος στόλος αντιπροσωπεύει το 53% του στόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) σε dwt  και το 20,9% του παγκόσμιου στόλου σε dwt 15.

Ως εκ τούτου, ο στρατηγικός ρόλος της ελληνικής ναυτιλίας στην εξυπηρέτηση του παγκόσμιου εμπορίου και ιδιαίτερα στη διασφάλιση του διεθνούς εμπορίου της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του ενεργειακού της εφοδιασμού, είναι πασιφανής. Ειδικότερα, η ΕΕ εισάγει το 87% των αναγκών της σε αργό πετρέλαιο, το 70% των αναγκών της σε φυσικό αέριο και το 40% των αναγκών της σε στερεά ορυκτά καύσιμα. Με αυξανόμενες τις ανησυχίες αναφορικά με την ενεργειακή ασφάλεια,  ο ελληνικός στόλος διαδραματίζει καίριο ρόλο στη διασφάλιση εισαγωγών ενέργειας στην ΕΕ από διάφορες απομακρυσμένες περιοχές του πλανήτη.

Η στρατηγική σημασία της ελληνικής ναυτιλίας αποδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι πάνω από το 75,5% του διεθνούς εμπορίου  της ΕΕ βασίζεται στη διεθνή ναυτιλία.

Από το 2009 μέχρι το 2016 παρατηρείται μια σταθερή αύξηση της  ίδρυσης  εταιρειών με διευθυντές ελληνικής καταγωγής. Η τάση αυτή ακολουθεί τη γενικότερη τάση αύξησης της ίδρυσης εταιρειών στο ΗΒ, με ρυθμό όμως υψηλότερο από το μέσο όρο, ιδίως για διευθυντές ελληνικής υπηκοότητας.

Επίσης, ακολουθεί το ρυθμό αύξησης της έλευσης και εγκατάστασης στο ΗΒ, ελλήνων εργαζομένων, όπως αυτός αποτυπώνεται από τα επίσημα στοιχεία έκδοσης Αριθμού Κοινωνικής Ασφάλισης σε Έλληνες πολίτες.  Ενδεικτικά, ο αριθμός των εταιρειών με διευθυντές ελληνικής υπηκοότητας που συστάθηκαν το 2016 ήταν σχεδόν τετραπλάσιος του αντίστοιχου του 2009.

Πιο συγκεκριμένα, από δημοσίως διαθέσιμες πηγές (Companies House) και για την περίοδο 2009-2017, οι ιδρυθείσες εταιρείες (ενεργές και μη) που είχαν/έχουν διευθυντή ελληνικής υπηκοότητας ή ελληνικής καταγωγής ανήλθαν σε περίπου 38.000. Περίπου 23.000 εταιρείες και 22.500 διευθυντές είναι σήμερα ενεργοί και εξ αυτών, περίπου 8.200 είναι ελληνικής υπηκοότητας, ενώ οι υπόλοιποι εμφανίζονται ως Βρετανοί, Κύπριοι και άλλων υπηκοοτήτων.

Το διμερές εμπόριο Ελλάδας – ΗΒ χαρακτηρίζεται από μια αντιστροφή ρόλων, σε σχέση με τις εμπορικές σχέσεις του ΗΒ εν γένει. Πιο υγκεκριμένα, ενώ γενικώς το ΗΒ υστερεί στο εμπόριο αγαθών και υπερτερεί στο εμπόριο υπηρεσιών, στην περίπτωση των σχέσεων με την Ελλάδα συμβαίνει το αντίστροφο. Η Ελλάδα απολαμβάνει ένα υψηλό πλεόνασμα στο εμπόριο υπηρεσιών και ένα σχετικά μικρό έλλειμμα στο εμπόριο αγαθών.

Ο ελληνικός  εμπορικός στόλος είναι ένα μοναδικά επιτυχημένο λαμπρό στοιχείο στην ελληνική οικονομία. Πάνω από 1.430 ναυτιλιακές εταιρείες, που ασχολούνται με θαλάσσια ναυσιπλοΐα και άλλες 3.674 ναυτιλιακές εταιρείες, που δραστηριοποιούνται κυρίως στις εσωτερικές μεταφορές και στις θαλάσσιες μεταφορές μικρών αποστάσεων, δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, αναδεικνύοντας τον Πειραιά ως παγκόσμιο ναυτιλιακό κέντρο και βάση εμπειρογνωμοσύνης για την τεχνική και εμπορική διαχείριση των πλοίων. Οι εταιρείες αυτές προσφέρουν άμεση απασχόληση σε περισσότερους από 16.000 εργαζόμενους και αποτελούν την κινητήρια δύναμη για ολόκληρο το ναυτιλιακό σύμπλεγμα, απασχολώντας άμεσα και έμμεσα 190.000 άτομα.

Ο βασικός παράγοντας που συμβάλλει στην ανταγωνιστικότητα του στόλου, είναι ο υψηλός βαθμός εμπειρίας στο πραγματικό ανταγωνιστικό περιβάλλον της ναυτιλίας.

Γενικά, τα έσοδα στο ισοζύγιο πληρωμών υπηρεσιών από τις θαλάσσιες μεταφορές, εκτιμώνται σε περίπου 16.629 εκατ. ευρώ για το 2018 και αντιπροσωπεύουν το 9% του ΑΕΠ.

Η αναγνώριση της στρατηγικής σημασίας της ναυτιλίας για την ΕΕ δεν αποτελεί μέρος οποιουδήποτε  παιχνιδιού ισχύος εναντίον οποιασδήποτε χώρας. Είναι μια αναγκαιότητα, η οποία αναγνωρίζεται από την ΕΕ και τους εταίρους μας. Η ναυτιλιακή βιομηχανία αποτελεί έναν  κλάδο υπηρεσιών που εξυπηρετεί την παγκόσμια οικονομία, μεταφέροντας περίπου το 90% του παγκόσμιου εμπορίου. Αυτό μεταφράζεται στην ανάγκη υποστήριξης  της ανταγωνιστικότητας της ναυτιλιακής βιομηχανίας της ΕΕ και στην αναγνώριση ότι η αποτελεσματικότητα του ναυτιλιακού τομέα εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό,  από ένα παγκόσμιο εμπορικό σύστημα βασισμένο σε κανόνες, το οποίο θα επιδιώξουμε συνολικά,  όσον αφορά την επικράτηση ενός ελεύθερου και ένα σταθερού  παγκόσμιου  κανονιστικού πλαισίου,  που θα εγγυάται την απεριόριστη και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στις παγκόσμιες θαλάσσιες αγορές και  ενιαίους διεθνείς  κανόνες για την ασφάλεια και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

Όσον αφορά τις μελλοντικές προκλήσεις, οι πιθανές αλλαγές παραδείγματος περιλαμβάνουν:

α) Τον αναδυόμενο και κλιμακωτό εμπορικό προστατευτισμό, ο οποίος θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα του ναυτιλιακού τομέα για την εξυπηρέτηση και τη διευκόλυνση του παγκόσμιου εμπορίου. Ο οδηγός μας θα πρέπει να είναι η αναγνώριση ότι έναςαποδοτικό  παγκόσμιο εμπόριο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από ένα  παγκόσμιο εμπορικό σύστημα που βασίζεται σε κανόνες.

(β) Τη ρεαλιστική εφαρμογή της  αρχικής στρατηγικής  του ΔΝΟ για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από τα πλοία. Η στρατηγική αποτελεί σημαντικό ορόσημο στις προσπάθειες του ΔΝΟ για την επίτευξη των κατάλληλων διεθνών διευθετήσεων  για μια διεθνή βιομηχανία,  όπως η ναυτιλία. Κατά τα προσεχή έτη, προσβλέπουμε στην εποικοδομητική συνεργασία με άλλα κράτη – μέλη του ΔΝΟ και τους ενδιαφερόμενους ναυτιλιακούς κλάδους, προκειμένου να υλοποιήσουμε ρεαλιστικά τη στρατηγική, με τρόπο  κατάλληλο για τα διαφορετικές εμπορικές συναλλαγές.

γ) Τη συνεπή και ομαλή εφαρμογή του νέου ορίου 0,5% περιεκτικότητας σε θείο,  από την 01.01.2020,  μέσω της παγκόσμιας διαθεσιμότητας ασφαλών συμμορφούμενων καυσίμων. Πρέπει πάντα,  να έχουμε κατά νου ότι η ευθύνη γι’ αυτό βρίσκεται στην αλυσίδα εφοδιασμού  των καυσίμων

(δ) Τη διατήρηση και περαιτέρω επέκταση της ελληνικής ναυτιλιακής εμπειρογνωμοσύνης, δεδομένου ότι ο ρόλος του ανθρώπινου στοιχείου είναι ουσιώδης σε κάθε στρατηγικό προβληματισμό, σχετικά με τη ναυτιλία και

(ε) Την αξιοποίηση των νέων ευκαιριών από την ψηφιοποίηση και την αυτοματοποίηση, η οποία μπορούν να μειώσουν το λειτουργικό κόστος και να αυξήσουν την  αποτελεσματικότητα.

Τα δύο υπουργεία παρακολουθούν τις διεθνείς εξελίξεις στους παραπάνω τομείς και προσαρμόζουν τη στρατηγική τους με στόχο την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης ανταγωνιστικότητας της ναυτιλιακής μας βιομηχανίας.