Η ελληνική οικονομία επιδεικνύει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και ευελιξία παρά την παρατεταμένη αβεβαιότητα αναφέρει σε άρθρο της με τίτλο: «Οι Προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και η συμβολή της ελληνικής ναυτιλίας στο ΑΕΠ» η Υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος, Χριστίνα Παπακωνσταντίνου.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο:

Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας

Η έξαρση της οικονομικής αβεβαιότητας λόγω του υψηλού πληθωρισμού και του πολέμου στην Ουκρανία επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες των οικονομικών μονάδων διεθνώς και κατ’ επέκταση τις αποφάσεις τους. Ωστόσο, η ελληνική οικονομία επιδεικνύει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και ευελιξία παρά την παρατεταμένη αβεβαιότητα.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία μένει ανεπηρέαστη από την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος.

Τους πρώτους μήνες του 2022 παρατηρήθηκε κάμψη της επιχειρηματικής και καταναλωτικής εμπιστοσύνης και αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων. Οι βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας καταδεικνύουν συνέχιση της αναπτυξιακής δυναμικής, αλλά με ηπιότερους ρυθμούς σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2021. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο του γενικευμένου φαινομένου της ανόδου των επιτοκίων, από την αρχή του έτους αυξήθηκαν οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, τα οποία εμφάνισαν μεγαλύτερη ευαισθησία στη διεθνή μεταβλητότητα σε σύγκριση με τους αντίστοιχους τίτλους των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, λόγω της χαμηλότερης πιστοληπτικής τους διαβάθμισης αλλά και του περιορισμένου βάθους της αγοράς των ελληνικών τίτλων.

Παρ’ όλα αυτά, το Ελληνικό Δημόσιο διατήρησε την εκδοτική του δραστηριότητα το πρώτο τετράμηνο του 2022 και δύο οργανισμοί αξιολόγησης (DBRS και S&P) αναβάθμισαν την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδος, η οποία έφθασε μόλις μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική. Παράλληλα, η σημαντική μείωση των ΜΕΔ το προηγούμενο διάστημα έχει οδηγήσει σε βελτίωση των χρηματοοικονομικών μεγεθών και της πιστοληπτικής αξιολόγησης των τραπεζών, διευκολύνοντας την πρόσβασή τους στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων. Η ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος είναι βελτιωμένη, ώστε οι τράπεζες να είναι σε θέση να επιτελέσουν τον σημαντικό διαμεσολαβητικό τους ρόλο στην οικονομία, ιδίως υπό το πρίσμα της τρέχουσας συγκυρίας.

Κατά συνέπεια, το 2022 η ελληνική οικονομία προβλέπεται να συνεχίσει να αναπτύσσεται, αν και με ηπιότερο ρυθμό, σε σχέση με το 2021. Ο ρυθμός ανόδου του πραγματικού ΑΕΠ το 2022 θα εξαρτηθεί από την έκταση των διαταράξεων στις διεθνείς τιμές ενέργειας και τροφίμων, από ενδεχόμενη περαιτέρω επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης και από τις εξελίξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.

Οι σημαντικότερες προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση των προκλήσεων και τη διατήρηση της οικονομικής δυναμικής είναι: (α) η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, με το αποτύπωμά τους να είναι ήδη εμφανές σε τομείς όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής διοίκησης, (β) η συνεχής μείωση της ανεργίας, ως συνέπεια των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, (γ) η αύξηση των επενδύσεων, (δ) η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), (ε) η διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας μέσω της εξάλειψης των πρωτογενών ελλειμμάτων και (στ) η έγκαιρη και αποτελεσματική χρήση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Η συμβολή της ναυτιλίας στο ΑΕΠ

Το μερίδιο των εισπράξεων από θαλάσσιες μεταφορές στο ΑΕΠ της χώρας είναι σημαντικό. Την περίοδο 2015-2021 ήταν – κατά μέσο όρο – 7,5% του ΑΕΠ, ενώ το 2021 ανήλθε σε 9,4% του ΑΕΠ. Την περίοδο 2015-2021 οι εισπράξεις από θαλάσσιες μεταφορές αποτέλεσαν άνω του 40% των εξαγωγών υπηρεσιών και περίπου το 21% των συνολικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, αναδεικνύοντας τον αποφασιστικό τους ρόλο στην προώθηση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας.

Σημειώνεται ότι οι εισπράξεις από θαλάσσιες μεταφορές συνέβαλαν σημαντικά στον περιορισμό των αρνητικών συνεπειών της πανδημίας στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) και στο ΑΕΠ της χώρας κατά το 2020, καθώς μειώθηκαν μεν (κατά 15%), αλλά πολύ λιγότερο από τις εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες, οι οποίες κατέγραψαν πτώση 76%.

Το 2021 υπήρξε μια αξιοσημείωτη χρονιά για τις εισπράξεις από υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών, καταγράφοντας τις υψηλότερες (17,2 δισεκ. ευρώ) της τελευταίας δεκαετίας στο ΙΤΣ. Οι καθαρές εισπράξεις από θαλάσσιες μεταφορές (δηλαδή εισπράξεις μείον πληρωμές) ανήλθαν σε 6,2 δισεκ. ευρώ και κάλυψαν περίπου το ¼ του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών το 2021, συμβάλλοντας θετικά στο ΙΤΣ. Σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις από τα διαθέσιμα στοιχεία, η ανοδική τάση που καταγράφηκε το 2021 στις εισπράξεις από θαλάσσιες μεταφορές συνεχίστηκε και το πρώτο τρίμηνο του 2022.

Η συμβολή της ναυτιλίας είναι σημαντική και μέσω της πραγματοποίησης επενδύσεων στην ελληνική οικονομία, στις οποίες προβαίνουν οι φορείς των ναυτιλιακών επιχειρήσεων τόσο σε κλάδους σχετικούς με τη ναυτιλία (όπως τα ναυπηγεία) όσο και σε άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας (π.χ. στον τουρισμό).

Η Τράπεζα της Ελλάδος, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας για την ελληνική οικονομία, αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη συλλογή αξιόπιστων στοιχείων στον τομέα της ναυτιλίας. Στο πλαίσιο αυτό, προχώρησε στην ανάπτυξη υποδείγματος για την εκτίμηση της ελληνικής ναυτιλιακής δραστηριότητας και για την κατάρτιση των λογαριασμών των θαλάσσιων μεταφορών του ισοζυγίου πληρωμών. Με βάση τα στοιχεία του υποδείγματος, το τέταρτο τρίμηνο του 2021 πραγματοποιήθηκε από την Ελλάδα η εμπορική διαχείριση άνω των 3.000 πλοίων που βρίσκονται σε λειτουργία, συνολικής χωρητικότητας περίπου 202 εκατ. τόνων (dwt), μέγεθος που έχει καταγράψει αύξηση σε σχέση με το 2015. Ο στόλος αυτός επικεντρώνεται, κυρίως, στους κλάδους του ξηρού (χύδην) φορτίου και των πετρελαιοφόρων και η μεσοσταθμική ηλικία του είναι μικρότερη των 11 ετών. H ελληνόκτητη ναυτιλία παραμένει στην κορυφή της διεθνούς ναυτιλίας, αφού στις αρχές του 2021 αντιπροσώπευε πάνω από το 17% του παγκόσμιου στόλου (σε όρους χωρητικότητας) και, με στοιχεία για το 2020, κατείχε το μεγαλύτερο μερίδιο στην ΕΕ-27, περίπου 59% .

Η ελληνική ναυτιλία έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά προκλήσεων τα επόμενα χρόνια. Καλείται να περιορίσει σημαντικά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, με αποτέλεσμα τα θέματα του περιβάλλοντος και της πράσινης τεχνολογίας να κυριαρχούν στην ατζέντα της. Ταυτόχρονα, η αποδιεθνοποίηση της παραγωγής και ο εμπορικός προστατευτισμός μπορεί να οδηγήσουν σε περιορισμό του όγκου του διεθνούς εμπορίου. Σημαντική πρόκληση αποτελεί επίσης, η εκτιμώμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας λόγω των επιπτώσεων της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ωστόσο, αναμένεται ότι η ελληνική ναυτιλία θα επιδείξει ανθεκτικότητα και ετοιμότητα, αντιμετωπίζοντας επιτυχώς τις προκλήσεις, όπως το έχει πράξει και στο παρελθόν.