Την οικονομική στρατηγική των κυβερνήσεων της Ευρώπης έναντι της κρίσης που επέφερε η πανδημία αναλύει ο διευθυντής του Ινστιτούτου Bruegel, Ζαν Πιζανί- Φερί εξετάζοντας την βιωσιμότητά της, σε κοινωνικούς και οικονομικούς όρους, ενώ χαρακτηρίζει τη διαχείριση της οικονομίας μετά το lockdown ως μια πολύ δύσκολη άσκηση ισορροπίας.

Όπως αναφέρει στο άρθρο του, η Insee, η γαλλική στατιστική υπηρεσία, προσδιορίζει την πτώση της οικονομικής δραστηριότητας στη Γαλλία στο 35% σε σχέση με την κανονικές τιμές και εκτιμά ότι ανάλογη είναι και η μείωση της κατανάλωσης των νοικοκυριών.

Αυτοί οι αριθμοί υποδηλώνουν ότι κάθε επιπλέον μήνας lockdown μειώνει το ετήσιο ΑΕΠ κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες. Οι επιδόσεις των επιμέρους κλάδων είναι προφανώς χειρότερες: η επιχειρηματική παραγωγή σημειώνει πτώση κατά 40%, η βιομηχανική παραγωγή έχει μειωθεί κατά 50% και ορισμένοι κλάδοι υπηρεσιών βρίσκονται σε πλήρη ακινησία. Οι εκ των προτέρων εκτιμήσεις για τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι παρόμοιες και, ενδεχομένως, οι αντίστοιχοι αριθμοί ενδέχεται να είναι μεγαλύτεροι σε οικονομίες με μικρότερο δημόσιο τομέα.

Καθώς ακόμη και ακμάζουσες επιχειρήσεις μπορούν να εξαφανιστούν μέσα σε λίγες εβδομάδες από ένα σοκ αυτού του μεγέθους, οι κυβερνήσεις αντέδρασαν με παρόμοιο τρόπο. Για να αποφευχθούν οι πτωχεύσεις, επεκτείνουν γραμμές ρευστότητας σε ιδιωτικές επιχειρήσεις υπό μορφή μαζικών πιστωτικών εγγυήσεων και αναβολής πληρωμών φόρων (μέρος των οποίων δεν θα εισπραχθεί ποτέ). Η Γερμανία, για παράδειγμα, παρέχει 400 δισ. ευρώ σε δημόσιες εγγυήσεις για να διασφαλίσει ότι οι τράπεζές της θα μετακυλίσουν τα εκκρεμή δάνεια των επιχειρήσεων. Συνολικά, τα προγράμματα δημοσιονομικής ρευστότητας της ευρωζώνης για επιχειρήσεις και εργαζόμενους ανέρχονται στο 13% του ΑΕΠ.

Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές χώρες κάνουν εκτεταμένη χρήση μηχανισμών που μεταφέρουν προσωρινά στην κυβέρνηση το μεγαλύτερο μέρος των μισθολογικών υποχρεώσεων εταιρειών που αναγκάζονται να σταματήσουν ή να μειώσουν την παραγωγή. Οι εργαζόμενοι διατηρούν τις συμβάσεις εργασίας τους και, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το μεγαλύτερο μέρος του μισθού τους, αλλά η εταιρεία λαμβάνει κρατική στήριξη που καλύπτει σχεδόν το σύνολο του κόστους της. Σε αντίθεση με τις απολύσεις, οι οποίες διασπούν τους δεσμούς εταιρείας και εργαζομένων, τέτοια προγράμματα επιτρέπουν στους εργαζόμενους να διατηρηθούν οικονομικά μέχρι η εταιρεία να επαναλειτουργήσει. Μέχρι τώρα όπου υπήρχαν τέτοια προγράμματα χρησιμοποιούνταν συνήθως στην αντιμετώπιση κρίσεων σε συγκεκριμένους κλάδους. Τώρα, έχουν επεκταθεί μαζικά.

Στις ΗΠΑ καθώς απουσιάζει ένα εκτεταμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, για να αποτελέσει τη βάση λήψης μέτρων, εγκρίθηκε στις 26 Μαρτίου ένα «πακέτο» μέτρων με παρόμοιους στόχους, αλλά διαφορετική δομή. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα στείλει επιταγές στους φορολογούμενους με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα, θα προσφέρει επιχορηγήσεις σε μικρές επιχειρήσεις, υπό την προυπόθεση της διατήρησης των εργαζόμενών τους, θα αυξάνει τη διάρκεια της ασφάλισης ανεργίας και θα διευρύνει τους δικαιούχους σε αυτήν και θα πληρώνει 600 δολάρια την εβδομάδα στους εργαζόμενους που απολύθηκαν ή τέθηκαν σε αναγκαστική άδεια. Θεωρητικά πρόκειται για ένα πολύ “ευρωπαϊκό” πακέτο. Ωστόσο, υπάρχουν έντονες διαφορές: από τις 14 Μαρτίου έως τις 21 Μαρτίου, οι αιτήσεις για επιδόματα ανεργίας στις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά ένα πρωτοφανές ποσό – από 282.000 σε 3.28 εκατ. [Σήμερα ανακοινώθηκε και νέα αύξηση ρεκόρ των αιτήσεων για επιδόματα εργασίας στα 6,6 εκατ. για την εβδομάδα 21-28 Μαρτίου, ανεβάζοντας το σύνολο σε σχεδόν 10 εκατ. σε 15 μέρες]. Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει βιώσει κάτι ανάλογο, μια τόσο αιφνίδια και απότομη επιχειρηματική απάντηση στο σοκ.

Είναι δύσκολο να αξιολογηθεί το εάν η στρατηγική θα είναι αποτελεσματική. Άσχετα με το μέγεθος της ασπίδας που δημιουργείται για την προστασία των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, η καταστροφή είναι σίγουρη. Πολλές επιχειρήσεις αιφνιδιάστηκαν από την κρίση, βρέθηκαν φορτωμένες με χρέη και τώρα οι προοπτικές τους στενεύουν. Η ρευστότητα θα τις βοηθήσει, αλλά δεν θα τις σώσει από την απειλή της χρεοκοπίας. Οι καταρρέουσες χρηματιστηριακές αγορές έχουν μειώσει την αξία των εγγυήσεων, αφήνοντας τους δανειολήπτες ευάλωτους και θέτοντας τους επενδυτές που χρησιμοποιούν τη μόχλευση σε μεγάλο κίνδυνο. Οι τράπεζες συσσωρεύουν και πάλι «κακό» χρέος.

Επιπλέον, πολλοί εργαζόμενοι της gig οικονομίας, εργαζόμενοι με προσωρινή απασχόληση και νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας αφέθηκαν χωρίς εισόδημα, ενώ η γραφειοκρατική δομή των νέων συστημάτων ασφάλισης ανεργίας συνιστούν έναν λειτουργικό εφιάλτη. Οπότε, θα υπάρξουν πολλά, πολλά θύματα. Ωστόσο, συνολικά, η προσέγγιση που ακολουθείται είναι ίσως η καλύτερη δυνατή.

Είναι όμως μια βιώσιμη στρατηγική; Ας δούμε τους αριθμούς. Θεωρώντας ότι ο επιχειρηματικός τομέας αντιπροσωπεύει το 80% της οικονομίας, ότι η παραγωγή του έχει μειωθεί κατά 40% και ότι τα κυβερνητικά μέτρα στοχεύουν στην κάλυψη του 80% της αντίστοιχης απώλειας εισοδήματος, η δημοσιονομική στήριξη πρέπει να ανέρχεται σε 0,8 × 0,4 × 0,8 = 25% της προ της κρίσης παραγωγής, ή λίγο περισσότερο από το 2% του ετήσιου ΑΕΠ ανά μήνα. Τρεις μήνες πλήρους ή μερικού lockdown, τους οποίους θα ακολουθήσει μια σταδιακή ανάκαμψη, θα μπορούσαν να προσθέσουν περίπου δέκα εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στο δημοσιονομικό έλλειμμα.

Αυτός είναι ένας πολύ μεγάλος αριθμός, αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες, οι κυβερνήσεις μπορούν να αυξήσουν κατά πολύ τα χρέη τους. Τα επιτόκια βρίσκονταν σε ιστορικά χαμηλά πριν από την κρίση, για λόγους που ήταν κατά βάση διαρθρωτικοί και συνεπώς παραμένουν στα ισχύοντα επίπεδα. Επιπλέον, οι κεντρικές τράπεζες παντού στηρίζουν τις κυβερνήσεις τους και θα αποφύγουν αυτοεκπληρούμενες κρίσεις χρέους. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα μεγάλα ελλείμματα μπορούν να γίνουν ανεκτά, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.

Η οικονομική βιωσιμότητα της στρατηγικής αμφισβητείται περισσότερο. Αξίζει να διατηρηθεί μια επιχείρηση στη ζωή για λίγες εβδομάδες, καθώς η κατάρρευσή της θα ήταν απώλεια όχι μόνο για τους μετόχους και τους εργαζόμενους της, αλλά και για την κοινωνία γενικότερα. Οι δεξιότητες της, η τεχνογνωσία της και το άυλο κεφάλαιο της θα χαθούν για πάντα. Έτσι οι κυβερνήσεις έχουν δίκιο να μην διστάζουν. Αυτό όμως θα ισχύει μετά από έξι μήνες; Ή εννέα; Μια επιχείρηση που έχει παραμείνει αδρανής για πολύ καιρό είναι πιθανό να καταλήξει γεμάτη χρέη και να χάσει την οικονομική της αξία. Επίσης υπάρχει η παραδοχή ότι η στρατηγική διατήρησης υποστηρίζεται για σχετικά σύντομες σε διάρκεια κρίσεις. Είναι σωστό προς το παρόν, αλλά ενδέχεται να χρειαστεί προσαρμογές υπό το πρίσμα νέων γεγονότων.

Το ζήτημα της διαχείρισης της εξόδου από το lockdown, αφού περιοριστεί η απειλή για τη δημόσια υγεία και η οικονομική πολιτική επανέλθει στο επίκεντρο, είναι ίσως πιο δύσκολο. Ορισμένοι έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν λόγο για ένα σχέδιο κινήτρων, αλλά η προσφορά ενδέχεται να παραμείνει περιορισμένη για μερικούς μήνες, ενώ η ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες από τα μέχρι τότε περιορισμένα νοικοκυριά μπορεί να είναι σημαντική.

Όπως μετά από έναν πόλεμο, είναι πιθανό να προκύψουν ελλείψεις, τουλάχιστον σε ορισμένους τομείς. Και είναι πολύ δύσκολο να προβλέψουμε αν η συνολική ζήτηση θα είναι υπερβολική (λόγω συσσωρευμένων αποταμιεύσεων και καταπιεσμένης κατανάλωσης) ή θα περιριορισμένη (εξαιτίας του φόβου, των οικονομικών ζημιών, των χρεών και της κατάρρευσης του διεθνούς εμπορίου).

Η διαχείριση της οικονομίας θα είναι μια πολύ δύσκολη άσκηση ισορροπίας. Όπως λέει το κινεζικό ρητό, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα χρειαστεί να διασχίσουν τον ποταμό αισθανόμενοι τις πέτρες.