Αμετάβλητη διατήρησε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS, επιβεβαιώνοντας τη βαθμολογία ΒΒ (χαμηλό), τόσο για το μακροπρόθεσμο όσο και για το βραχυπρόθεσμο αξιόχρεο. Παράλληλα ο οίκος διατήρισε τις προοπτικές σταθερές, κάτι που υποδεικνυεί, ότι η ελληνική οικονομία πατάει γερά για τους επόμενους μήνες.

Η αξιολόγηση από τον οίκο δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς η Ελλάδα είναι από τις χώρες οι οποίες ναι μεν έχουν πληγεί βάναυσα από την ύφεση της πανδημίας του κορωνοϊού, ωστόσο τα ταμειακά της διαθέσιμα ύψους 37 δισ. ευρώ, της παρέχουν μία ασφάλεια.

Όπως αναφέρει ο οίκος η Ελλάδα μπήκε στην κρίση που προκλήθηκε από τον κορωνοϊό, μετά από χρόνια οικονομικής ύφεσης, ωστόσο κατάφερε να εξέλθει αυτής δημιουργώντας ένα μαξιλάρι ασφαλείας με τα ταμειακά της διαθέσιμα.

Η ελληνική κυβέρνηση προέβη σε μία δέσμη μέτρων, με σκοπό να διαφυλάξει τόσο τις επιχειρήσεις, όσο και τις θέσεις εργασίας, μέτρα τα οποία κρίνονται ικανοποιητικά.

Ωστόσο όπως αναφέρει ο οίκος, η δραστική μείωση της τουριστικής κίνησης και της συνεπακόλουθης βουτιάς των τουριστικών εσόδων, είναι ένα πρόβλημα για το οποίο η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να βρει μία λύση, έτσι ώστε η οικονομία της να επανέλθει στα προ-κορωνοϊού επίπεδα.

Η επιβεβαίωση των αξιολογήσεων υποστηρίζεται από την ένταξη της Ελλάδας στο ευρωσύστημα. Η κυβέρνηση έχει ισχυρή δέσμευση και δυναμική στην υλοποίηση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων σε συνεργασία με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.

Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει διατηρήσει μια συνετή δημοσιονομική στάση με αποτέλεσμα πέντε χρόνια πρωτογενούς πλεονάσματος, υπερβαίνοντας τους δημοσιονομικούς της στόχους και οδηγώντας σε πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους.

Παρά το πολύ υψηλό απόθεμα δημόσιου χρέους, η συμπερίληψη των ελληνικών ομολόγων στο Πρόγραμμα Πανδημίας Αγοράς Έκτακτης Ανάγκης (PEPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (PEPP) διασφαλίζει την ικανότητα της Ελλάδας να έχει πρόσβαση στις αγορές με ιστορικά χαμηλό κόστος χρηματοδότησης.

Επιπλέον, η Ελλάδα αναμένεται να λάβει ένα σημαντικό ποσό επιχορηγήσεων από το χρηματοδοτικό μέσο της επόμενης γενιάς της ΕΕ που ανέρχεται στο 8,9% του ΑΕΠ, το οποίο πιθανότατα θα υποστηρίξει την ανάκαμψη και μια πιο βιώσιμη πορεία οικονομικής ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα.

Η ελληνική οικονομία θα παρουσιάσει σοβαρή συρρίκνωση φέτος, καθώς η πανδημία έχει οδηγήσει σε ασθενέστερη παγκόσμια και εγχώρια ζήτηση. Τα αυστηρά μέτρα περιορισμού που επιβλήθηκαν τον Μάρτιο και οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί, που παρέμειναν σε ισχύ μέχρι τον Ιούλιο, είχαν ως αποτέλεσμα μείωση 7,9% του πραγματικού ΑΕΠ το πρώτο εξάμηνο του έτους σε σύγκριση με την ίδια περίοδο το 2019.

Η ιδιωτική κατανάλωση αντιπροσώπευε σχεδόν το ήμισυ στη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, ακολουθούμενη από τις επενδύσεις καιτις καθαρές εξαγωγές. Η τουριστική βιομηχανία, η οποία αντιπροσωπεύει σημαντική πηγή εισοδήματος και απασχόλησης για την ελληνική οικονομία, θα υποστεί σοβαρές απώλειες φέτος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι η οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 9% το 2020.

Η ταχεία αντίδραση στην πανδημία επέτρεψε τη σταδιακή χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων τον Μάιο, τα οποία μαζί με τα μέτρα πολιτικής, απέτρεψαν το ουσιαστικό κλείσιμο των επιχειρήσεων και τις μεγάλες απώλειες θέσεων εργασίας μέχρι στιγμής.

Η υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό δημιουργεί πρόσθετες προκλήσεις στην ικανότητα της Ελλάδας να διευκολύνει την ταχεία οικονομική ανάκαμψη.

Ωστόσο, έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην ενίσχυση των προοπτικών ανάπτυξης βελτιώνοντας το επιχειρηματικό κλίμα και μειώνοντας τη γραφειοκρατία που στο παρελθόν μείωσε τις ιδιωτικές επενδύσεις. Επιπλέον, η Ελλάδα θα επωφεληθεί ουσιαστικά από το χρηματοδοτικό μέσο της ΕΕ Next Generation, καθώς η Ελλάδα πιθανότατα θα λάβει περίπου 32 δισεκατομμύρια ευρώ (17% του ΑΕΠ του 2019) σε επιχορηγήσεις και δάνεια, επιπλέον 40 δισεκατομμυρίων από το Ταμείο Συνοχής της ΕΕ.