Τις ρυθμίσεις χρεών βάζει στο στόχαστρό του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) υποστηρίζοντας ότι συντελούν στη διατήρηση των υψηλών επιδόσεων της χώρας μας στη «μαύρη οικονομία» και τη φοροδιαφυγή και παράλληλα διαιωνίζουν την αδύναμη κουλτούρα πληρωμών που τροφοδοτεί περαιτέρω τη φοροδιαφυγή.

Το Ταμείο στην πρόσφατη έκθεσή του για την ελληνική οικονομία χαρακτηρίζει τις ρυθμίσεις χρεών ως αναποτελεσματικές με έλλειψη σαφήνειας για τις δυνατότητες αποπληρωμής από τους οφειλέτες και απουσία κριτηρίων συμμόρφωσης με αποτέλεσμα τα μεγάλα ποσοστά εγκατάλειψής τους.

Συγκεκριμένα όπως αναφέρει το ΔΝΤ από το 2001 και μετά υπήρξαν πάνω από 50 ρυθμίσεις χρεών προς εφορία και ασφαλιστικά ταμεία. Ωστόσο οι παραπάνω ελλείψεις σε συνδυασμό με την απουσία παράλληλων μέτρων και βέβαια η προσδοκία μιας νέας ευνοϊκότερης ρύθμισης οδήγησαν τους οφειλέτες στην εγκατάλειψη των ρυθμίσεων σε ποσοστό 50-80% και μάλιστα από τον πρώτο χρόνο εφαρμογής τους.

Το Ταμείο αναφέρει ότι παρότι από τα μέσα του 2015 έως το 2018 δεν υπήρξαν νέες ρυθμίσεις χρεών οι προσπάθειες μείωσης των χρεών είχαν φτωχά αποτελέσματα καθώς σχεδόν τα 2/3 των φορολογουμένων έχει χρέη στην εφορία και 1,4 εκατομμύρια χρωστούν στα ασφαλιστικά ταμεία. Παράλληλα το 45% περίπου του πληθυσμού έχει και άλλα χρέη εκτός της εφορίας και των ασφαλιστικών ταμείων.

Το Ταμείο ασκεί κριτική στις ρυθμίσεις που εφάρμοσαν τόσο η προηγούμενη κυβέρνηση όσο και η σημερινή χαρακτηρίζοντας τες υπερβολικά γενναιόδωρες και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να σταματήσει το μπαράζ των έκτακτων ρυθμίσεων, καθώς όπως αναφέρει διαιωνίζουν την αδύναμη κουλτούρα πληρωμών.

Σημειώνεται ότι το ΔΝΤ εκτιμά ότι η «μαύρη οικονομία» στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες στην ΕΕ. Μελέτη του 2011 τοποθετεί την «μαύρη οικονομία» στο 30% του ΑΕΠ (με την «μαύρη εργασία» στο 25%). Άλλη έρευνα, του 2013, εκτιμά ότι η «μαύρη οικονομία» κυμάνθηκε στο 27,5% του ΑΕΠ τη χρονική περίοδο 1999 – 2007. Έρευνα του 2018 τοποθετεί την «μαύρη οικονομία» το 2017 μεταξύ 14-21,5% του ΑΕΠ με βάση επιμέρους μεθοδολογίες, πολύ πάνω από την υπόλοιπη Ευρώπη.

Σημαντικό ρόλο στη διατήρηση των υψηλών ποσοστών της «μαύρης οικονομίας» διαδραμματίζει η μικρότερη χρήση πλαστιού χρήματος έναντι των μετρητών στη χώρα μας. Η Ελλάδα παραμένει έβδομη από το τέλος σε ηλεκτρονικές συναλλαγές ως ποσοστό της κατανάλωσης του ιδιωτικού τομέα (18% το 2017 έναντι μέσου όρου 36% στην ΕΕ), παρά τα μέτρα που ελήφθησαν τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη αν η χώρα έφτανε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο πλαστικό χρήμα θα μπορούσε να αυξήσει τη συμμόρφωση του ΦΠΑ κατά 3,3 δισ. ευρώ το χρόνο.

Τέλος η ελληνική παράδοση της φοροδιαφυγής υποστηρίζεται και από το γεγονός ότι οι μη μισθωτοί δηλώνουν, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις φορολογίας, ποσά πολύ χαμηλότερα από το μέσο όρο του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Το 2017 περίπου το 85% των μη μισθωτών φορολογουμένων δήλωναν εισόδημα κάτω από το μέσο όρο των 16.736 ευρώ.