Μεγάλες ανατροπές στον τρόπο εργασίας όπως τηλεργασία, εκ περιτροπής εργασία, περαιτέρω αύξηση της μερικής απασχόλησης έφερε για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα η πανδημία του νέου κορωνοϊού.

Όπως αποτυπώνεται στην έρευνα που διενήργησε η ALCO για λογαριασμό της ΓΣΕΕ, στην «μετά- κορωνοϊού εποχή», ο ιδιωτικός τομέας  αποδεικνύεται ο «μεγάλος ασθενής», με τους εργαζόμενους να δηλώνουν πως δεν νιώθουν ασφάλεια και βεβαιότητα για το μέλλον της εργασίας και των αμοιβών τους.

Η έρευνα έγινε σε δείγμα 1500 ατόμων σε όλη την Ελλάδα το χρονικό διάστημα από 9-14 Ιουνίου 2020.

Τα βασικά ευρήματα της έρευνας έχουν ως εξής:

– Το 33% ή σχεδόν 3 στους 10 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα δήλωσαν ότι έχει μεταβληθεί η σχέση εργασίας τους μετά την πανδημία.

– Το 19% ή σχεδόν 2 στους 10 δήλωσαν ότι μετά την πανδημία συνεχίζει να εργάζεται με τηλεργασία και το 14% με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση.

– Κατά το διάστημα της τηλεργασίας, το 35% των απασχολουμένων που εργαζόταν με αυτή την μορφή δήλωσε ότι εργαζόταν περισσότερο χρόνο σε σχέση με το ωράριό του.

– Το 18% των εργαζομένων δήλωσε ότι κατά το διάστημα που η σύμβασή του ήταν σε αναστολή ο εργοδότης του ζητούσε να εργαστεί.

– Περίπου 4 στους 10 εργαζόμενους (39%) δηλώνει ότι δεν νιώθει ασφάλεια διατήρησης της θέσης εργασίας του.

Σύμφωνα με την έρευνα ο δείκτης ασφάλειας της απασχόλησης από τον Μάρτιο του 2020 έχει επιδεινωθεί κατά 17 μονάδες, γεγονός που αναδεικνύει περαιτέρω την μεγάλη ανασφάλεια και αβεβαιότητα που επικρατεί στην αγορά εργασίας και τους εργαζόμενους.

Παράλληλα, ο δείκτης εξέλιξης των αμοιβών έχει επιδεινωθεί κατά 12 μονάδες από τον Μάρτιο 2020.

Σχεδόν 6 στους 10  (59% των εργαζομένων) δεν αναμένουν κάποια θετική εξέλιξη στο μισθό τους επιβεβαιώνοντας την έλλειψη αισιοδοξίας τους για την εξέλιξη των αμοιβών τους.

Είναι ξεκάθαρο πως η εργασία και οι εργαζόμενοι χρειάζονται επιπλέον υποστήριξη και πως οι σοβαρές στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας θα εντείνονται όσο επιλέγονται η ημιαπασχόληση, η εργασιακή ευελιξία και οι μειωμένες αμοιβές ως μέσα αύξησης της ανταγωνιστικότητας και καταπολέμησης της ανεργίας.

Χρειάζεται η πλήρης επαναφορά και ενεργοποίηση των Ελεύθερων Συλλογικών Διαπραγματεύσεων, του κοινωνικού διαλόγου και η διαμόρφωση ενός πλέγματος ουσιαστικής ενίσχυσης και προστασίας της εργασίας.
Τέλος, χρειάζεται η ανάπτυξη θεσμικού πλαισίου ρύθμισης της τηλεργασίας, μετά από εξειδικευμένο κοινωνικό διάλογο, με στόχο την αποτύπωση και ανάδειξη των θετικών και των «γκρίζων» περιοχών της πριν μετατραπεί από ευκαιρία σε ακόμη μια αρνητική παράμετρο για την εργασία.