Στην 25η θέση στο σύνολο των 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) που δημοσίευσε σήμερα η Κομισιόν για το 2021 βρίσκεται φέτος η Ελλάδα, πάνω από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, με τη Δανία να βρίσκεται πρώτη.

H βαθμολογία της Ελλάδας όσον αφορά την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας παραμένει και στην ευρωπαϊκή κατάταξη του 2021 χαμηλή, με τη διευκρίνιση πάντως από πλευράς του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ότι «οι δείκτες DESI της Κομισιόν που ανακοινώθηκαν σήμερα αφορούν την περίοδο του πρώτου ή και του δεύτερου τριμήνου του 2020», επομένως δεν έχει καταγραφεί η πρόοδος που έχει επιτευχθεί ειδικά μέσα στην πανδημία κι εντός του τρέχοντος έτους. Από πλευράς της Κομισιόν επισημαίνεται ότι «οι επιπτώσεις της νόσου COVID-19 στη χρήση και στην παροχή ψηφιακών υπηρεσιών και τα αποτελέσματα των πολιτικών που εφαρμόστηκαν έκτοτε δεν αποτυπώνονται στα δεδομένα και θα είναι πιο φανερές στην έκδοση του 2022».

Ο δείκτης ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας (DESI) είναι η ετήσια έκθεση που δημοσιεύεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και παρακολουθεί την πρόοδο των κρατών μελών της ΕΕ στον ψηφιακό τομέα και σε τέσσερις κύριους τομείς πολιτικής, ανθρώπινο κεφάλαιο (δεξιότητες των χρηστών του διαδικτύου και προηγμένες ψηφιακές δεξιότητες), συνδεσιμότητα (διείσδυση σταθερών ευρυζωνικών επικοινωνιών, κάλυψη σταθερών ευρυζωνικών επικοινωνιών, κινητές ευρυζωνικές επικοινωνίες και τιμές ευρυζωνικών συνδέσεων), ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας (ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων και ηλεκτρονικό εμπόριο), ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες (ηλεκτρονική διακυβέρνηση).

Τη σημαντικότερη πρόοδο, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, σημειώνουν η Ιρλανδία και η Δανία, ακολουθούμενες από τις Κάτω Χώρες, την Ισπανία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία. Επίσης, οι επιδόσεις των χωρών αυτών υπερβαίνουν κατά πολύ τον μέσο όρο της ΕΕ, με βάση τις βαθμολογίες DESI 2021 που έλαβαν. Συνολικά, η Δανία, η Φινλανδία, η Σουηδία και οι Κάτω Χώρες έχουν τις πιο προηγμένες ψηφιακές οικονομίες στην ΕΕ, και ακολουθούν η Ιρλανδία, η Μάλτα και η Εσθονία. Η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα παρουσιάζουν τις χαμηλότερες βαθμολογίες DESI. Η χώρα μας αν κι έχει βελτιωμένες επιδόσεις σε όλες σχεδόν τις παραμέτρους του δείκτη DESI, εξακολουθεί να βαθμολογείται χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, με 37,3 συνολικά, με τον μέσο όρο της Ε.Ε. να είναι στο 50,7 και την «πρωταθλήτρια» Δανία στο 70.

Οι επιδόσεις της Ελλάδας

Η Ελλάδα συνεχίζει να βελτιώνει τις επιδόσεις της σε όλες σχεδόν τις παραμέτρους του δείκτη DESI, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις η βαθμολογία της εξακολουθεί να είναι κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Όπως αναφέρει η Κομισιόν «συνολικά, η χώρα σημείωσε μικρή πρόοδο όσον αφορά τις ψηφιακές δεξιότητες. Το ποσοστό των απασχολούμενων γυναικών ειδικών ΤΠΕ επί του συνόλου των ειδικών ΤΠΕ που απασχολούνται στην Ελλάδα αυξάνεται ραγδαία. Η Ελλάδα βελτίωσε τις επιδόσεις της όσον αφορά τη συνδεσιμότητα και άρχισε να αναπτύσσει δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας, αν και εξακολουθεί να βρίσκεται πολύ πιο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ στην κάλυψη δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας και στη διείσδυση σταθερών ευρυζωνικών επικοινωνιών με ταχύτητες τουλάχιστον 100Mbps.

Ωστόσο, η ανάπτυξη δικτύων ανθεκτικών στις μελλοντικές εξελίξεις είναι πιθανό να επιταχυνθεί με τις αναμενόμενες επενδύσεις στις οπτικές ίνες (όπως το έργο «Υποδομές Υπερυψηλής Ευρυζωνικότητας: Ultra-Fast Broadband») και την ανάπτυξη του δικτύου 5G. Η Ελλάδα συγκεντρώνει 99 % στον δείκτη ετοιμότητας 5G, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι έχει εκχωρηθεί το σύνολο σχεδόν των καινοτόμων ζωνών του εναρμονισμένου σε επίπεδο ΕΕ φάσματος 5G. Όσον αφορά την ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ως προς την ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, οι επιδόσεις της Ελλάδας το 2020 υπερβαίνουν τον μέσο όρο της ΕΕ όσον αφορά τον αριθμό των χρηστών υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, ενώ υπερβαίνουν κατά πολύ τον μέσο όρο της ΕΕ ως προς την ετοιμότητα ανοικτών δεδομένων, καθώς η χώρα έχει ήδη εφαρμόσει σχετική νομοθεσία και πολιτικές».

Όσον αφορά τα επιμέρους πορίσματα του DESI 2021 στους 4 τομείς:

Ανθρώπινο κεφάλαιο

Όσον αφορά την παράμετρο του ανθρώπινου κεφαλαίου, η Ελλάδα κατατάσσεται 21η μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ, παραμένοντας κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Το ποσοστό των ατόμων που έχουν τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες είναι χαμηλό (51 %). Το ποσοστό των απασχολούμενων ειδικών ΤΠΕ (2,1 % το 2019) παραμένει χαμηλό το 2020 (2 %) σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ (4,3 %). Ωστόσο, μεταξύ των ειδικών ΤΠΕ της χώρας, το ποσοστό των γυναικών ειδικών ΤΠΕ παρουσιάζει ραγδαία αύξηση (από 20 % το 2019 σε 27 % το 2020) και είναι πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (19 %), καθιστώντας την Ελλάδα πρωτοπόρο σε αυτόν τον τομέα. Μόνο το 12 % των επιχειρήσεων παρείχαν κατάρτιση ΤΠΕ στο προσωπικό τους το 2020, σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 20 % στην ΕΕ.

Συνολικά, στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που προτείνονται στην ψηφιακή πυξίδα 2030 της ΕΕ, ο στόχος για τις ψηφιακές δεξιότητες αποσκοπεί στο να έχει τουλάχιστον το 80 % των πολιτών της ΕΕ βασικές ψηφιακές δεξιότητες έως το 2030. Ενώ το 84 % των ατόμων χρησιμοποιούσαν τακτικά το διαδίκτυο το 2019, μόνο το 56 % διέθετε βασικές ψηφιακές δεξιότητες κατά το ίδιο έτος. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού της ΕΕ δεν διαθέτει ψηφιακές δεξιότητες, υπάρχουν όμως διαφορές από χώρα σε χώρα: οι Κάτω Χώρες και η Φινλανδία έχουν το προβάδισμα στον τομέα αυτόν, ενώ η Βουλγαρία και η Ρουμανία υστερούν. Επιπλέον, το ποσοστό 56 % του πληθυσμού που διαθέτει ψηφιακές δεξιότητες παρουσιάζει πολύ μικρή αύξηση (δύο ποσοστιαίες μονάδες) από το 2015, αντιπροσωπεύοντας ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης μόλις 0,9 %. Αυτός ο ρυθμός ανάπτυξης πρέπει να τριπλασιαστεί προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του 80 % για το 2030.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση για την Ψηφιακή Πυξίδα 2030, ο αριθμός των ειδικών ΤΠΕ στην ΕΕ θα πρέπει να ανέλθει σε τουλάχιστον 20 εκατομμύρια έως το 2030, σε σύγκριση με τα 8,4 εκατομμύρια το 2020 (που αντιστοιχούν στο 4,3 % του εργατικού δυναμικού). Παρά τη σταθερή ανάπτυξη από το 2013, απαιτείται επιτάχυνση για να επιτευχθεί ο στόχος. Επικεφαλής στην κατηγορία αυτή είναι η Φινλανδία, με 7,6 %, και η Σουηδία, με 7,5 % του εργατικού δυναμικού αντίστοιχα, οι οποίες διαθέτουν το υψηλότερο ποσοστό ειδικών ΤΠΕ.

Συνδεσιμότητα

Όσον αφορά τη συνδεσιμότητα, με συνολική βαθμολογία 37,7 (σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 50,2 στην ΕΕ), η Ελλάδα κατατάσσεται στην 27η θέση στην ΕΕ. Η Ελλάδα συνεχίζει να σημειώνει ταχύτατη πρόοδο πολύ γρήγορα όσον αφορά τη κάλυψη ευρυζωνικών επικοινωνιών υψηλής ταχύτητας (NGA). Η κάλυψη αυτή αυξήθηκε το 2020 κατά 6 εκατοστιαίες μονάδες φτάνοντας στο 87 %, ποσοστό που συμπίπτει με τον μέσο όρο της ΕΕ. Η αύξηση αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί στη βαθμιαία ανάπτυξη των δικτύων μέσω του σχεδίου διανυσμάτωσης (vectoring).

Η Ψηφιακή Πυξίδα 2030 θέτει επίσης τον στόχο τα δίκτυα gigabit να είναι διαθέσιμα σε όλους έως το 2030. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2020, μόνο το 59 % των νοικοκυριών μπορούν να επωφεληθούν από σταθερό δίκτυο πολύ υψηλής χωρητικότητας (VHCN) με δυνατότητα παροχής συνδεσιμότητας gigabit. Τα VHCN στις αγροτικές περιοχές βελτιώθηκαν επίσης — από 22 % το 2019 σε 28 % το 2020 — αλλά εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλο χάσμα ανάμεσα στα στοιχεία των αγροτικών περιοχών και στα εθνικά στοιχεία. Η Μάλτα, το Λουξεμβούργο, η Δανία και η Ισπανία είναι οι επικεφαλής σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά τη συνολική κάλυψη VHCN (όλες με κάλυψη άνω του 90 % των κατοικιών). Αντιθέτως, στην Ελλάδα, λιγότερο από 1 στα 5 νοικοκυριά έχουν πρόσβαση σε VHCN.

Έως το 2030, στόχος της ΕΕ είναι όλες οι κατοικημένες περιοχές να έχουν κάλυψη 5G. Από τα μέσα του 2020, άρχισαν να αναπτύσσονται εμπορικά δίκτυα 5G σε 13 κράτη μέλη και η κάλυψη έφτασε το 14 % σε επίπεδο ΕΕ. Οι Κάτω Χώρες και η Δανία είναι οι πλέον προηγμένες χώρες στον τομέα αυτόν, με κάλυψη 80 %. Προϋπόθεση για την εμπορική διάθεση του 5G είναι η εκχώρηση ραδιοφάσματος 5G σε κάθε χώρα και, έως τις 31 Αυγούστου 2021, 25 κράτη μέλη το είχαν ήδη εκχωρήσει σε τουλάχιστον μία από τις τρεις πρωτοπόρες ζώνες 5G.

Ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας

Όσον αφορά την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 22η θέση στην ΕΕ. Οι ψηφιακές τεχνολογίες υιοθετούνται αργά από τις ελληνικές επιχειρήσεις, καθώς μόνο το 19 % χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 23 % στην ΕΕ.

Στόχος της Ψηφιακής Πυξίδας της ΕΕ είναι, έως το 2030, τουλάχιστον το 90 % των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) στην ΕΕ να χρησιμοποιεί ψηφιακές τεχνολογίες. Το 2020, μόνο το 60 % των ΜΜΕ υιοθέτησαν ψηφιακές τεχνολογίες. Η Δανία και η Φινλανδία βρίσκονται ήδη πολύ κοντά στον στόχο της ΕΕ με 88 %, ενώ η Βουλγαρία και η Ρουμανία υστερούν (33 %).

Ο δεύτερος στόχος για την επόμενη δεκαετία: τουλάχιστον το 75 % των εταιρειών θα πρέπει να χρησιμοποιούν προηγμένες ψηφιακές τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ), το υπολογιστικό νέφος και τα μαζικά δεδομένα, έως το 2030. Ο DESI 2021 καταδεικνύει ότι, ενώ οι επιχειρήσεις ψηφιοποιούνται ολοένα και περισσότερο, η χρήση προηγμένων ψηφιακών τεχνολογιών παραμένει χαμηλή· για παράδειγμα, μόνο μία στις τέσσερις εταιρείες χρησιμοποιεί ΤΝ ή υπολογιστικό νέφος και το 14 % χρησιμοποιεί μαζικά δεδομένα. Στον εν λόγω τομέα, η Φινλανδία και η Σουηδία πρωτοστατούν στη χρήση του υπολογιστικού νέφους, η Μάλτα και οι Κάτω Χώρες στα μαζικά δεδομένα, και η Τσεχία και η Αυστρία στην ΤΝ.

Ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες

Η Ελλάδα βρίσκεται στην 26η θέση στην ΕΕ ως προς τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες. Σύμφωνα με τον δείκτη ωριμότητας των ανοικτών δεδομένων, η Ελλάδα, με 85 % το 2020, παρουσιάζει καλές επιδόσεις, ξεπερνώντας τον μέσο όρο του 78 % στην ΕΕ. Όσον αφορά τους ενεργούς χρήστες υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, η Ελλάδα με 67 % είναι πάνω από τον μέσο όρο του 64 % στην ΕΕ. Ωστόσο, με 36/100 προσυμπληρωμένα έντυπα, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (63/100). Η διαθεσιμότητα ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών τόσο για τους πολίτες όσο και για τις επιχειρήσεις παραμένει χαμηλή (54) σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 75 για τους πολίτες και του 84 για τις επιχειρήσεις στην ΕΕ το 2020.
Ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης και η πρόσβαση σε υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβέρνησης για όλους βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα της κυβέρνησης.

Η Ψηφιακή πυξίδα θέτει τον στόχο όλες οι βασικές δημόσιες υπηρεσίες για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις να είναι πλήρως διαδικτυακές έως το 2030. Αυτές οι βασικές υπηρεσίες καλύπτουν ευρύ φάσμα όπως, μεταξύ άλλων, οι σπουδές, η αγορά αυτοκινήτου και η σύσταση επιχείρησης.

Ο DESI παρακολουθεί τη διαδικτυακή παροχή δημόσιων υπηρεσιών βαθμολογώντας κάθε κράτος μέλος ανάλογα με το κατά πόσον είναι δυνατό να ολοκληρωθεί το κάθε στάδιο των βασικών υπηρεσιών εντελώς διαδικτυακά. Η Εσθονία, η Δανία, η Φινλανδία και η Μάλτα έχουν την υψηλότερη βαθμολογία στον DESI όσον αφορά τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες, ενώ η Ρουμανία και η Ελλάδα έχουν τη χαμηλότερη.

Το 2020, το 64 % των χρηστών του διαδικτύου επικοινώνησαν με τη δημόσια διοίκηση διαδικτυακά, έναντι 58 % το 2015. Η διαδικτυακή διαθεσιμότητα δημόσιων υπηρεσιών αυξάνεται σταθερά την τελευταία δεκαετία, ενώ επιταχύνθηκε σημαντικά ως αποτέλεσμα της πανδημίας COVID-19, κατά την οποία επικράτησε η ψηφιακή αλληλεπίδραση. Ορισμένα κράτη μέλη βρίσκονται ήδη κοντά στον στόχο αυτόν, αλλά η πρόοδος είναι άνιση τόσο μεταξύ όσο και εντός των κρατών μελών, καθώς οι υπηρεσίες για τους πολίτες είναι λιγότερο πιθανό να είναι διαθέσιμες διαδικτυακά σε σύγκριση με τις υπηρεσίες για τις επιχειρήσεις.

Διαβάστε ακόμα:

Στουρνάρας: «Στα 130 δισ. ευρώ τα δάνεια στους servicers – Το ιδιωτικό χρέος παραμένει»

Η τελευταία «κλειστή στροφή» για τον Πάνο Δάβαρη (pic)

Νέα μέτρα: Επανέρχεται ο περιορισμός για τα άτομα στα σούπερ μάρκετ