Στις ρυθμίσεις και όχι στην πώληση των κόκκινων δανείων επικεντρώνεται το μοντέλο που προωθεί η ΤτΕ – Μόνο τα 5 δισ. από τα 108 δισ. θα πουλήθούν σε ξένα funds – Στόχος να καταστούν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα σε ενήμερα

Η μείωση των κόκκινων δανείων των τραπεζών, σε ποσοστό 40% ή 41 δισ. ευρώ θα πρέπει να είναι ο μεγάλος στόχος μέχρι το 2019, επισήμανε ο διοικητής της ΤτΕ, στη Βουλή.
Παράλληλα, όπως είπε, προβλέπεται η πώληση σε ξένα funds δανείων ύψους 5,4 δισ. μόνο από τα συνολικά 108,6 δισ. ευρώ των μη εξυπηρετούμενων δανείων, όπως διαμορφώθηκαν κατά το πρώτο τρίμηνο φέτος.

Όπως επισήμανε ο κ. Στουρνάρας, ο στόχος της ορθολογικότερης διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) θα μπορούσε να επιτευχθεί με βιώσιμες λύσεις σε βάθος χρόνου, όπως τη συντονισμένη αντιμετώπιση των δανειοληπτών που έχουν ανοίγματα σε περισσότερες από μια τράπεζες και αναδιάρθρωση υπερχρεωμένων, αλλά βιώσιμων επιχειρήσεων ώστε να επιστρέψουν σε κερδοφορία.

Ως ΜΕΑ ορίζονται τα δάνεια που είναι σε καθυστέρηση πάνω από 30 ημέρες, τα οποία αντιπροσωπεύουν το 45% των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών.

Σε μικρό ποσοστό (της τάξης του 5%) προβλέπεται πώληση δανείων, ενώ η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων δεν προβλέπεται μεγαλύτερη του 7% στο σύνολο των ΜΕΑ. Δηλαδή ο κ. Στουρνάρας εκτιμά ότι από τα 108 δισ. ευρώ «κόκκινα» δάνεια μόνο 5,4 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να πουληθούν. Ωστόσο, το ποσό ανεβαίνει στα 13 δισ. ευρώ, καθώς προβλέπεται η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων για μη εξυπηρετούμενες πιστοδοτήσεις ύψους 7,6 δισ., μέσω πλειστηριασμών.

Πιο αναλυτικά, όπως σημείωσε ο κ. Στουρνάρας, οι οδηγίες που έχει στείλει η ΤτΕ στις τράπεζες για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, είναι:
– Να προχωρούν σε μακροπρόθεσμα βιώσιμες λύσεις ή σε λύσεις οριστικής διευθέτησης, δηλαδή να επιτρέπουν την πλήρη προεξόφληση του δανείου
– Να αντιμετωπίζουν συντονισμένα και σε συνεργασία τους κοινούς δανειολήπτες (που έχουν δηλ. καθυστερούμενες οφειλές σε περισσότερες από μια τράπεζες)
– Να προχωρούν σε αναδιάρθρωση υπερχρεωμένων αλλά βιώσιμων επιχειρήσεων με νέο επιχειρηματικό σχεδιασμό ή/και νέα διοίκηση
– Να προχωρούν σε ενεργητική αξιοποίηση του υπάρχοντος επιπέδου προβλέψεων και εξασφαλίσεων για οριστική ελάφρυνση του ισολογισμού των τραπεζών από προβληματικά στοιχεία
– να αναπτυχθούν νέες μέθοδοι για την αντικειμενική και διαφανή επιλογή λύσεων ρύθμισης οφειλών

Σύμφωνα με την διοικητή, η Ελλάδα έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό Μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στην Ευρώπη (μετά την Κύπρο) που στα τέλη του α΄ τριμήνου του 2016 έφθασε το 45% όλων των ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών και σε απόλυτα μεγέθη τα 108,6 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι στον τομέα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ανέρχεται σε 67%, στον τομέα των στεγαστικών δανείων στο 42% και στον τομέα των καταναλωτικών στο 55%

Τα πιο πάνω μεγέθη δεν έχουν ακόμα σταθεροποιηθεί και συνεχίζουν να αυξάνονται ακολουθώντας αντίστροφη πορεία σε σχέση με τη μεταβολή του ΑΕΠ της χώρας. Στο πρώτο τρίμηνο του 2016 τα ΜΕΑ αυξήθηκαν κατά 600 εκατ. ευρώ αλλά εμφανίζεται μια τάση επιβράδυνσης, αφού η αύξηση στο 12-μηνο του 2015 ξεπέρασε τα 4 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα περιλαμβάνονται και ανοίγματα που είναι μεν ενήμερα ή εμφανίζουν κατά την ημερομηνία αναφοράς καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι ο οφειλέτης ενδέχεται τελικά να μη μπορέσει να εκπληρώσει πλήρως τις δανειακές υποχρεώσεις του χωρίς τη ρευστοποίηση των σχετιζόμενων εξασφαλίσεων.

Σημειώνεται ότι στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα περιλαμβάνονται και ανοίγματα που είναι μεν ενήμερα ή εμφανίζουν κατά την ημερομηνία αναφοράς καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι ο οφειλέτης ενδέχεται τελικά να μη μπορέσει να εκπληρώσει πλήρως τις δανειακές υποχρεώσεις του χωρίς τη ρευστοποίηση των σχετιζόμενων εξασφαλίσεων.

Παρά το μέγεθος του προβλήματος η κεφαλαιακή βάση του τραπεζικού συστήματος παραμένει ισχυρή, αφού οι αναληφθείσες προβλέψεις φθάνουν στο 50%, αν δε προσθέσουμε και την αξία των εξασφαλίσεων, τότε η συνολική κάλυψη έναντι κινδύνων φθάνει στο 101% και είναι από τα υψηλότερα στην Ε.Ε.
Αντιλαμβανόμενη την κρισιμότητα του προβλήματος η ΤτΕ ήδη από το 2013 ανέλαβε σειρά πρωτοβουλιών είτε με τη μορφή μελέτης είτε με την έκδοση Πράξεων και Κανονιστικών Ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση των ΜΕΑ.