Την υψηλότερη τιμή εδώ και πάνω από επτά χρόνια «χτύπησε» το πετρέλαιο λόγω των φόβων για μια πιθανή εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία και της συνεπακόλουθης επιβολής κυρώσεων από την πλευρά των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων που θα προκαλούσαν «έμφραγμα» στις εξαγωγές «μαύρου χρυσού» από τον κορυφαίο παραγωγό στον κόσμο, πόσο μάλλον σε μια ήδη πιεσμένη αγορά.

Η ξέφρενη κούρσα του πετρελαίου σε συνδυασμό με τον αυξανόμενο πληθωρισμό αποτελούν την τέλεια συνταγή καταστροφής για την παγκόσμια οικονομία, καθώς θα προκαλέσουν ένα διπλό χτύπημα με την περαιτέρω επιβράδυνση των προοπτικών ανάπτυξης και τη νέα άνοδο του πληθωρισμού.

Τα παραπάνω αποτελούν έναν ανησυχητικό συνδυασμό για την αμερικανική Fed και τις άλλες κεντρικές τράπεζες, καθώς προσπαθούν να περιορίσουν τις μεγαλύτερες εδώ και δεκαετίες πιέσεις στις τιμές, χωρίς να εκτροχιαστούν οι προσπάθειες ανάκαμψης από την πανδημία. Η ομάδα του G20 θα συναντηθεί διαδικτυακά αυτή την εβδομάδα για πρώτη φορά φέτος, με πρώτη τους προτεραιότητα τον πληθωρισμό.

Κι ενώ οι εξαγωγείς ενέργειας πρόκειται να επωφεληθούν από την άνοδο του πετρελαίου και η επιρροή του «μαύρου χρυσού» στις οικονομίες δεν είναι αυτή που ήταν κάποτε, μεγάλο μέρος του πλανήτη θα υποστεί πλήγμα, καθώς οι εταιρείες και οι καταναλωτές θα βλέπουν τους λογαριασμούς τους να φουσκώνουν και την αγοραστική τους δύναμη να συμπιέζεται από τα ακριβότερα τρόφιμα, τις μεταφορές και τη θέρμανση.

Σε ό,τι αφορά τις σημερινές τιμές, τα προθεσμιακά συμβόλαια του αργού διεθνούς προέλευσης, τύπου μπρεντ έφθασαν στην υψηλότερη τιμή από τον Οκτώβριο του 2014, ενώ τα σχόλια από την πλευρά των ΗΠΑ για άμεση εισβολή από τη Ρωσία στην Ουκρανία προκάλεσαν αναταράξεις στις διεθνείς χρηματαγορές. Η Ρωσία μπορεί να εισβάλει στην Ουκρανία οποιαδήποτε στιγμή και μπορεί να δημιουργήσει ένα αιφνιδιαστικό πρόσχημα για επίθεση, όπως δήλωσαν οι ΗΠΑ χθες Κυριακή.

«Αν έχουμε κίνηση στρατευμάτων, το μπρεντ θα κάνει ράλι πάνω από το επίπεδο των 100 δολαρίων», ανέφερε ο αναλυτής της OANDA, Ενουαρντ Μόγια, σε σημείωμά του, όπως μεταδίδει το CNBC. «Οι τιμές του πετρελαίου παραμένουν εξαιρετικά ευμετάβλητες και ευαίσθητες στις εξελίξεις αναφορικά με την κατάσταση στην Ουκρανία».

Στο μεταξύ, σύμφωνα με το Bloomberg Economics, μια άνοδος του αργού στα 100 δολάρια κατά τα τέλη Φεβρουαρίου από τα 70 δολάρια που ήταν στα τέλη του 2021, μπορεί να προκαλέσει άνοδο του πληθωρισμού κατά σχεδόν μισή ποσοστιαία μονάδα σε ΗΠΑ και Ευρώπη κατά το β’ εξάμηνο του έτους.

Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, η JPMorgan Chase & Co προειδοποιεί ότι μια άνοδος στα 150 δολάρια το βαρέλι θα σταματούσε σχεδόν την παγκόσμια επέκταση και θα έστελνε το σπιράλ του πληθωρισμού πάνω από το 7% – δηλαδή πάνω από τρεις φορές τον στόχο που έχουν θέσει οι περισσότεροι φορείς χάραξης νομισματικής πολιτικής.

Οι οικονομολόγοι από εδώ και στο εξής «παίζουν» με σενάρια πολέμου.

Η Goldman Sachs εκτιμά ότι μια αύξηση 50% θα προκαλέσει άνοδο του επίσημου πληθωρισμού κατά 60 μονάδες βάσης κατά μέσο όρο και ότι αυτές που θα πληγούν περισσότερο θα είναι οι αναδυόμενες οικονομίες.

«Το σοκ του πετρελαίου έρχεται να διογκώσει αυτό που αποτελεί πλέον ένα ευρύτερο πρόβλημα πληθωρισμού», ανέφερε, από την πλευρά του, ο επί μακρόν αξιωματούχος της Fed, Πήτερ Χούπερ και σημερινός επικεφαλής οικονομικής έρευνας της Deutsche Bank. «Υπάρχει μια μεγάλη πιθανότητα σημαντικής επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης ως αποτέλεσμα όλων αυτών, ανέφερε ο ίδιος.

Εσχάτως, το ΔΝΤ αναβάθμισε την πρόβλεψή του για τον παγκόσμιο δείκτη τιμών καταναλωτή στο 3,9% για τις ανεπτυγμένες οικονομίες φέτος, από 2,3% και κατά 5,9% στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες.

Με τον πληθωρισμό να βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε υψηλά πολλών δεκαετιών και μια άνευ προηγουμένου αβεβαιότητα γύρω από τις προοπτικές του πληθωρισμού, το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας είναι άλλη μια αύξηση στις τιμές της ενέργειας», ανέφεραν οι οικονομολόγοι της HSBC, Τζάνετ Χένρι και Τζέιμς Πόμεροϊ σε έκθεσή τους. «Αλλά αυτό ακριβώς συμβαίνει», σχολίασαν χαρακτηριστικά.

Από τη βουτιά κάτω από το μηδέν στο άνευ προηγουμένου ράλι…

Η τιμή του πετρελαίου είναι κατά 50% υψηλότερη σε σχέση με έναν χρόνο πριν, ως μέρος ενός γενικότερου ράλι στις τιμές εμπορευμάτων που έδωσαν ώθηση και στο φυσικό αέριο.

Μεταξύ των παραγόντων που προκάλεσαν αυτή την άνοδο στις τιμές ήταν: η άνοδος της παγκόσμιας ζήτησης μετά την άρση των lockdown, οι γεωπολιτικές εντάσεις που πυροδοτήθηκαν από τη Ρωσία που θεωρείται πετρελαϊκός γίγαντας και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι προοπτικές για μια νέα πυρηνική συμφωνία με το Ιράν κατά καιρούς ηρεμούν την αγορά.

Ας μην ξεχνάμε ότι σχεδόν δύο χρόνια που οι τιμές του πετρελαίου είχαν κάνει βουτιά για λίγο κάτω από το μηδέν.

Τα ορυκτά καύσιμα, όπως είναι το πετρέλαιο, ο άνθρακας και το φυσικό αέριο, παρέχουν πάνω από το 80% της παγκόσμιας ενέργειας. Και το κόστος ενός τυπικού καλαθιού με όλα αυτά κοστίζει τώρα πάνω από 50% ακριβότερα σε σχέση με έναν χρόνο πριν, σύμφωνα με την εταιρεία συμβούλων Gavekal Research.

Ένταση και διαφωνίες και στο εσωτερικό του ΟΠΕΚ

Οι εντάσεις κλιμακώνονται την ώρα που ο Οργανισμός των Εξαγωγών Χωρών (ΟΠΕΚ) και οι σύμμαχοί του, γνωστός ως ΟΠΕΚ+, προσπαθούν να αυξήσουν την παραγωγή παρά τις δεσμεύσεις τους σε μηνιαία βάση ότι η παραγωγή θα αυξηθεί κατά 400.000 την ημέρα έως τον Μάρτιο.

Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας ανέφερε ότι το χάσμα μεταξύ της παραγωγής του ΟΠΕΚ+ και του στόχου του διευρύνθηκε στα 900.000 βαρέλια την ημέρα τον Ιανουάριο, ενώ η JP Morgan ανέφερε ότι το χάσμα μόνο για τον ΟΠΕΚ ήταν στα 1,2 εκατ. βαρέλια.

«Παρατηρούμε σημάδια έντασης στην ομάδα του ΟΠΕΚ: επτά μέλη του δεν κατάφεραν να καλύψουν τις αυξήσεις αυτόν τον μήνα, με το μεγαλύτερο έλλειμμα να παρατηρείται από το Ιράκ», ανέφεραν σε σημείωμά τους αναλυτές της JP Morgan.

Η τράπεζα αναφέρει επίσης ότι οι τιμές του πετρελαίου μπορεί να εκτοξευθούν και πάνω από τα 125 δολ/βαρέλι.

Παράλληλα, οι επενδυτές παρακολουθούν τις συνομιλίες μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν, αναφορικά με την αναβίωση της πυρηνικής συμφωνίας του 2015.

Παρ’ όλ’ αυτά, ανώτατος αξιωματούχος ασφαλείας του Ιράν ανέφερε σήμερα Δευτέρα ότι γίνεται «όλο και πιο δύσκολη» η πρόοδος στις συνομιλίες.

Στις ΗΠΑ, οι αυξημένες τιμές του πετρελαίου ενθαρρύνουν τις εταιρείες ενέργειας να αυξήσουν την παραγωγή, καθώς την περασμένη εβδομάδα έβαλαν σε λειτουργία τις περισσότερες εξέδρες άντλησης πετρελαίου εδώ και τέσσερα χρόνια.

Σε κάθε περίπτωση, η παγκόσμια οικονομία δεν είναι τόσο προσκολλημένη στο πετρέλαιο όσο ήταν  τις προηγούμενες δεκαετίες, κυρίως στη δεκαετία του ‘70 και οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας αποτελούν ένα μαξιλαράκι ασφαλείας. Αλλα τέτοια «μαξιλαράκια» που δημιουργήθηκαν την εποχή της πανδημίας είναι η διόγκωση των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών και οι υψηλότεροι μισθοί λόγω της στενότητας στην αγορά εργασίας.

Στις ΗΠΑ η ανάδυση της βιομηχανίας σχιστολιθικού πετρελαίου σημαίνει ότι η οικονομία της είναι λιγότερο ευάλωτη στα σοκ από την αγορά των καυσίμων: αν και οι καταναλωτές πληρώνουν περισσότερα για βενζίνη, οι εγχώριοι παραγωγοί κερδίζουν περισσότερα.

Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Moody’s Analytics, Μαρκ Ζάντι, εκτιμά ότι κάθε αύξηση 10 δολαρίων ανά βαρέλι «κόβει» 0,1% από την οικονομική ανάπτυξη της επόμενης χρονιάς, έναντι απώλειας 0,3 – 0,4% που είχε συμβεί πριν την «επανάσταση του σχιστολιθικού αερίου» με την τεχνολογία του fracking (σσ. η τεχνολογία αυτή έδωσε πρόσβαση σε τεράστια αποθέματα σχιστολιθικού αερίου τα οποία βρίσκοντααν σε όλη την έκταση της χώρας).

Άλλοι παραγωγοί πετρελαίου θα έχουν επίσης λόγους να πανηγυρίζουν.

Ο προϋπολογισμός της Ρωσίας, για παράδειγμα, θα μπορούσε να αποκομίσει περισσότερα από 65 δισεκατομμύρια δολάρια σε επιπλέον έσοδα φέτος, βοηθώντας το Κρεμλίνο να προστατευθεί από πιθανές κυρώσεις για την Ουκρανία. Άλλοι παραγωγοί αναδυόμενων αγορών θα ωφεληθούν επίσης, όπως και οι οικονομίες του Καναδά και της Μέσης Ανατολής.

Αλλά για τους περισσότερους καταναλωτές και τους κεντρικούς τραπεζίτες, πολλά θα εξαρτηθούν από το πόσο γρήγορα και πόσο ψηλά θα πάει το κόστος της ενέργειας, ιδιαίτερα εάν οι οικονομίες χάσουν τη δυναμική τους παγκοσμίως.

«Μια συνεχιζόμενη ταχεία άνοδος μπορεί να εγείρει κινδύνους που θα μοιάζουν με ύφεση για ορισμένες χώρες, ειδικά εάν η δημοσιονομική πολιτική γίνει πιο αυστηρή», αναφέρει η Πριγιάνκα Κισόρ της Oxford Economics, η οποία εκτιμά ότι για κάθε 10 δολάρια ανά βαρέλι αύξηση μειώνεται κατά 0,2% η παγκόσμια ανάπτυξη.

«Ελπίζω ότι αυτό δεν θα είναι η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι», επισημαίνει.

Διαβάστε ακόμα:

ΕΛΣΤΑΤ: Άνοδος 23,6% του δείκτη τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία τον Δεκέμβριο

Σταϊκούρας στο Reuters: Μέχρι τέλος Μαρτίου η αποπληρωμή των τελευταίων δανείων του ΔΝΤ

Γ. Στουρνάρας: Η ανάγκη επιστροφής στα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα