Η μεγάλη αποστολή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που είναι η ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας και μέσω αυτής, ολόκληρης της χώρας, μετά από μια δεκαετία πρωτοφανούς δοκιμασίας των Ελλήνων πολιτών, αλλά και μετά από δεκαετίες οικονομικής μεγέθυνσης με λανθασμένο αναπτυξιακό υπόδειγμα, βασισμένο στη ζήτηση με δανεικά κι όχι στην παραγωγή, είναι σχεδιασμένο να συντελεστεί σχεδόν μέσα από όλους τους τομείς κυβερνητικής δράσης.

Με άλλα λόγια, δεν είναι μόνο τα λεγόμενα “οικονομικά” υπουργεία που θα αναλάβουν το βάρος της οικονομικής ανόρθωσης. Η σύνθεση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, κυρίως όμως η επιλογή των προσώπων για κάθε θέση καθώς και η ανάθεση σε καθένα από αυτά συγκεκριμένης αποστολής, δείχνουν ότι υπάρχει ένα συνεκτικό σχέδιο ώστε το σύνολο της κυβερνητικής δραστηριότητας να συμβάλει στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

Ωστόσο, τα προφανή, παραμένουν προφανή: Κεντρικός άξονας, πάνω στον οποίο θα οικοδομηθεί η επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας είναι η δυνατότητα της χώρας να προσελκύσει ικανό αριθμό επενδύσεων, ώστε να δημιουργηθούν όσο το δυνατόν περισσότερες σταθερές, βιώσιμες και ποιοτικές θέσεις εργασίας, δηλαδή θέσεις που να αντιστοιχούν στις δεξιότητες εκείνων που θα τις καταλάβουν.

Το έργο ανατέθηκε στον αντιπρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, Άδωνι Γεωργιάδη, ο οποίος υπήρξε υπουργός με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα -κατά γενική ομολογία από πολιτικούς φίλους κι αντιπάλους- στην προηγούμενη θητεία του στο υπουργείο Υγείας. Η εργασιομανία και η αποτελεσματικότητα του κ. Γεωργιάδη, έρχονται να αθροιστούν με την ευμενή υποδοχή των διεθνών οικονομικών κύκλων στην εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Ο νέος υπουργός Επενδύσεων κι Ανάπτυξης, πρέπει να αξιοποιήσει αυτό το περιβάλλον, ώστε σε στενή συνεργασία με συναδέλφους του να επισπευσθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αποτελούν διαχρονικά εμπόδια για τους επενδυτές: Μείωση γραφειοκρατίας, μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης ώστε να είναι φιλικότερη προς τους επενδυτές, αλλά και έντονα σημάδια των αλλαγών προς τη διεθνή κοινότητα, ώστε το συντομότερο δυνατό η Ελλάδα να αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα (investment grade) από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, η οποία θα βάλει τη χώρα μας στον παγκόσμιο χάρτη τοποθέτησης κεφαλαίων. Αυτό δευτερογενώς θα σημάνει ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να μετάσχει σε έναν πιθανό δεύτερο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης, που ίσως αποφασίσει η νέα ηγεσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Σημειώνεται εδώ ότι διεθνείς οικονομικοί παράγοντες όπως η Barclays κι η Nomura εκτιμούν ότι η Ελλάδα τελικά θα συμπεριληφθεί στον επόμενο γύρο του QE.

Παράλληλα, ο κ. Γεωργιάδης πρέπει να συνεργαστεί στενά με το επιτελείο του υπουργείου Οικονομίας υπό τον Χρήστο Σταϊκούρα, ώστε να συνδεθεί το κυνήγι των επενδύσεων με τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος. Εδώ περισσότερο ενδιαφέρει το τμήμα που επιγράφεται “λιγότεροι φόροι” και λιγότερο το άλλο, της “διεύρυνσης της φορολογικής βάσης”, που θα το δούμε στην αναφορά μας στο υπουργείο Οικονομίας. Συνεργασία χρειάζεται και με το νέο υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκο Πιερρακάκη στο μέτρο που οι επενδυτές διευκολύνονται με τη μετάβαση της λειτουργίας του ελληνικού δημοσίου προς την ψηφιακή εποχή.

Στενή αναμένεται να είναι και η συνεργασία του κ. Γεωργιάδη, με τον υφυπουργό Οικονομικών, αρμόδιο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα κ. Γιώργο Ζαββό. Ο νέος υφυπουργός έχει μεγάλη εμπειρία στα ευρωπαϊκά ζητήματα, αλλά και στα θέματα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, ήδη από την περίοδο 1991- 1993 όταν ήταν πρόεδρος της Επιτροπής Εκσυγχρονισμού του Τραπεζικού Συστήματος και του Χρηματιστηρίου της χώρας, επί κυβερνήσεων Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Το μήνυμα είναι σαφές: Χωρίς ρωμαλέο τραπεζικό σύστημα, η προοπτική των επενδύσεων στην Ελλάδα απλώς δεν υπάρχει.

Ποια είναι η στάση των ξένων οίκων; Ήδη η S&P έχει δώσει θετικό outlook στο ελληνικό αξιόχρεο, με αποτέλεσμα να αναμένουμε τον Οκτώβριο την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας.

Από την πλευρά της η JP Morgan εκτιμά ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη μπορεί να επιτύχει αναπτυξιακούς ρυθμούς άνω του 3%. Η Berenberg θεωρεί ότι είναι εφικτή η μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα αρκετά πιο κάτω από το 3,5% που ισχύει σήμερα και έως το 2022.

Το “επενδυτικό καράβι” της Ελλάδος βγαίνει από το λιμάνι, έτοιμο να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που ασφαλώς θα προκύψουν, αλλά και με βάσιμη αισιοδοξία ότι θα ολοκληρώσει την αποστολή του και θα αποτελέσει τον βασικό μοχλό απογείωσης ολόκληρης της ελληνικής οικονομίας.