Τα οφέλη που θα προκύψουν, τόσο στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, όσο και στο κόστος δανεισμού και εν γένει, την οικονομία, από μία αναβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία, την οποία ο ίδιος ο διοικητής, κ. Γιάννης Στουρνάρας, τοποθέτησε χρονικά για τις αμέσως επόμενες εβδομάδες, «σκιαγραφεί» η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).

«Το άμεσο όφελος θα είναι σημαντικό όσον αφορά στη μείωση της μεταβλητότητας των αποδόσεων, αλλά μάλλον θα είναι περιορισμένο όσον αφορά στο επίπεδο του κόστους δανεισμού, καθώς η βελτίωση του κόστους δανεισμού φαίνεται να έχει ήδη προεξοφληθεί σε μεγάλο βαθμό από την αγορά», σημειώνεται χαρακτηριστικά στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που δόθηκε σήμερα, Παρασκευή, στη δημοσιότητα και προστίθεται: «Παρ’ όλα αυτά, καθώς η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να οδηγήσει στη βελτίωση της ρευστότητας για τα ελληνικά ομόλογα, λόγω της διεύρυνσης της δεξαμενής των επενδυτών, ενδέχεται να σημειωθεί περαιτέρω μείωση των αποδόσεων μετά την επίτευξη της αναβάθμισης».

Επίσης, σύμφωνα με την ΤτΕ, δεδομένου ότι η συνιστώσα του πιστωτικού κινδύνου στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων παραμένει αρκετά μεγάλη, ενδεχόμενες περαιτέρω βελτιώσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων του Ελληνικού Δημοσίου αναμένεται να περιορίσουν μόνιμα το κόστος δανεισμού του, με σημαντικά οφέλη για την ελληνική οικονομία. Τέλος, πολύ σημαντικές θεωρούνται οι ευρύτερες επιδράσεις στην ελληνική οικονομία, καθώς η αναβάθμιση θα σηματοδοτήσει τη μείωση του κινδύνου χώρας (country risk), με αποτέλεσμα τη μείωση της αντίστοιχης παραμέτρου κινδύνων (country risk premium) στις ομολογιακές αποδόσεις και το κόστος δανεισμού των τραπεζών και επιχειρήσεων.

Πιο αναλυτικά, όπως εξηγεί η κεντρική τράπεζα, στην τρέχουσα συγκυρία οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων διαμορφώνονται από δύο αντίρροπες εξελίξεις: τις αυξήσεις των βασικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και τις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου.

«Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων έχουν αυξηθεί σημαντικά από το τέλος του 2021, όταν η ΕΚΤ σηματοδότησε την επικείμενη μεταβολή της ασκούμενης μέχρι τότε πολύ διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής και τη σταδιακή αυστηροποίηση στη συνέχεια, με σκοπό την τιθάσευση του πληθωρισμού. Αντίστοιχη άνοδος παρατηρείται και στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ.

Παράλληλα, λόγω των συνεχών αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου, τεκμαίρεται ότι η άνοδος των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων είναι τελικά πιο συγκρατημένη, σε σύγκριση με μία υποθετική άνοδο χωρίς την πραγματοποίηση των αναβαθμίσεων», αναφέρει.

Τα γερμανικά ομόλογα και οι ομοιότητες Ελλάδας – Ιταλίας

Σύμφωνα με την ΤτΕ, ήδη από την έναρξη των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ οι αποδόσεις των ομολόγων χωρίς κίνδυνο, όπως των 10ετών ομοσπονδιακών ομολόγων της Γερμανίας (Bunds) ή τα επιτόκια που προκύπτουν σε ορίζοντα 10ετίας από τις συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων (OIS), άρχισαν να αυξάνονται σημαντικά. Συνολικά, την περίοδο από τον Ιούλιο του 2022, οπότε η ΕΚΤ προχώρησε στην πρώτη αύξηση των βασικών επιτοκίων της, έως πρόσφατα, η παρατηρούμενη άνοδος των αποδόσεων του γερμανικού 10ετούς ομολόγου εξηγείται σχεδόν στο σύνολό της από τις προσδοκίες για αυξημένα επιτόκια, μεσοσταθμικά σε ορίζοντα δεκαετίας. Στην περίπτωση των αποδόσεων που προκύπτουν από τις συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων, η συμβολή των προσδοκιών για αυξημένα επιτόκια εξηγεί σχεδόν το 80% της αύξησης των αποδόσεων για την ίδια περίοδο.

Καθώς, όμως, η νομισματική πολιτική είναι κοινή για τις οικονομίες της ευρωζώνης, οι προσδοκίες για τα βασικά επιτόκια είναι ίδιες στα ομόλογα χωρίς κίνδυνο και σε ομόλογα με χαμηλότερη πιστοληπτική αξιολόγηση, όπως αυτά της Ελλάδος και της Ιταλίας. «Η παράμετρος που σχετίζεται με τον πιστωτικό κίνδυνο είναι σημαντική συνιστώσα των αποδόσεων, τόσο των ελληνικών, όσο και των ιταλικών ομολόγων», υπογραμμίζει η ΤτΕ.

Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι επί του παρόντος ο πιστωτικός κίνδυνος που σχετίζεται με τη χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου προσθέτει στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων περίπου 100 μ.β., ενώ κατά τη διάρκεια του 2019, κατά μέσο όρο, εκτιμάται ότι ο πιστωτικός κίνδυνος προσέθετε επιπλέον 270 μ.β. στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Ενδιάμεσα, το Ελληνικό Δημόσιο έχει αναβαθμιστεί αρκετές φορές από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης που είναι αποδεκτοί από το Ευρωσύστημα, με αποτέλεσμα η καλύτερη αποδιδόμενη διαβάθμιση να είναι σήμερα ΒΒ+, δηλαδή μόλις μία βαθμίδα χαμηλότερα από την επενδυτική κατηγορία.

Έτσι, παρά τη σημαντική αύξηση των αναμενόμενων επιτοκίων σε ορίζοντα δεκαετίας κατά 200 μ.β., οι αποδόσεις των ελληνικών 10ετών κρατικών ομολόγων βρίσκονται σήμερα σε επίπεδα 170 μ.β. χαμηλότερα από εκείνα στα οποία (υποθετικά) θα ήταν αν δεν είχαν πραγματοποιηθεί οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου. «Ταυτόχρονα με αυτή τη θετική εξέλιξη, η σύγκριση των συνιστωσών του πιστωτικού κινδύνου στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων έναντι των ιταλικών προσφέρει μία εκτίμηση της αναμενόμενης μειωτικής επίδρασης που θα επέλθει με την αναβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία. Συγκεκριμένα, η διαφορά των συνιστωσών πιστωτικού κινδύνου μεταξύ των ελληνικών και των ιταλικών κρατικών ομολόγων έχει μειωθεί σε αρνητικά επίπεδα, από περίπου 150 μ.β. στις αρχές του 2019. Μια πιθανή ερμηνεία αυτής της εξέλιξης είναι ότι η αγορά ομολόγων έχει ήδη προεξοφλήσει σε μεγάλο βαθμό την αναβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία», καταλήγει η ΤτΕ.

Διαβάστε ακόμη

Στουρνάρας: Oκτώ προκλήσεις για τη νέα κυβέρνηση

ΔΥΠΑ – 26 βρεφονηπιακοί σταθμοί: Πότε «κλείνει» η πλατφόρμα για τις αιτήσεις

ΕΛΣΤΑΤ: Στο 10,8% υποχώρησε η ανεργία τον Μάιο – «Πρωταθλήτριες» οι γυναίκες (γραφήματα)

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ