Σε νέο ναρκοπέδιο βαδίζει και πάλι η ελληνική οικονομία. Μετά από μνημόνια, πανδημίες και lockdown, ο ευρωπαϊκός Νότος φλέγεται, τα επιτόκια στα ελληνικά και ευρωπαϊκά ομόλογα έχουν εκτιναχθεί στα ύψη, ενώ στο εξωτερικό ψελλίζουν φόβους για «νέα Lehman Brothers» και η ανησυχία επιστρέφει…

Αυτή τη φορά, όμως, κυρίως για ιταλικές τράπεζες ή και ιταλικά, ισπανικά και πορτογαλικά ομόλογα. Στην Αθήνα ελπίζουν ότι η χώρα θα βρεθεί τελικά πάλι στην πλευρά των νικητών. Με στρατηγικές κινήσεις, κρατά αποθέματα δυνάμεων για να μη χρειαστεί να βγει για δανεικά μέσα στη θύελλα, ως το καλοκαίρι. Και για συνέχεια όμως, μειώνει δραστικά έως 50% τις ανάγκες για νέες εκδόσεις ομολόγων μέχρι τέλους της χρονιάς, σε «μάξιμουμ» 4-4,5 δισ. ευρώ αντί 6,5 δισ. που προέβλεπε το δανειακό πρόγραμμα της χώρας πριν από τη χρήση.

Εξωγενείς κίνδυνοι

Εν μέσω πολέμου, διεθνούς ενεργειακής κρίσης και μίνι κραχ στα χρηματιστήρια, η νέα απειλή για την Ελλάδα είναι: πληθωριστικός «πυρετός» που εξαπλώνεται σε όλο τον πλανήτη, ράλι των ομολόγων και αύξηση επιτοκίων δανεισμού -για Ιούλιο και από Σεπτέμβριο, όπως την έχει προαναγγείλει η ΕΚΤ. Και όλα αυτά χωρίς η χώρα μας να έχει ανακτήσει ακόμα επενδυτική βαθμίδα! Οπως ο προκάτοχός της, ο Μάριο Ντράγκι, πριν από μια δεκαετία, η Κριστίν Λαγκάρντ ετοιμάζει «μπαζούκας» πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ για να αντιμετωπίσει τους κινδύνους για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Καθησυχάζει τις αγορές και από 1η Ιουλίου έχει πλέον αναλάβει δράση, στηρίζοντας τα ελληνικά ομόλογα ακόμα και χωρίς να έχουν εξασφαλίσει επενδυτική βαθμίδα.

Πόσο αντέχουμε

Και η κυβέρνηση έχει κάνει τα πλάνα της όμως, χωρίς να περιμένει αν και πότε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα δράσει. Έχει χαράξει σχέδια και στρατηγικές για να σταθεί όρθια με τις δυνάμεις που διαθέτει. Και φαίνεται πως δεν είναι και λίγες τελικά:

Υψηλά ταμειακά διαθέσιμα: «ζεστό χρήμα» στα κρατικά ταμεία 39,2 δισ. ευρώ, παραπάνω δηλαδή απ’ όσα είχε η κυβέρνηση όταν ανέλαβε το 2019 ή και πριν ξεσπάσει η πανδημία το 2020. Οχι όμως από λιτότητα και υπερπλεόνασμα λιτότητας, αλλά από φόρους μέσω της ανάπτυξης και έσοδα από δάνεια με πολύ χαμηλά επιτόκια. Με τόση ρευστότητα που καλύπτει κάθε ανάγκη πληρωμών -και καθώς η κυβέρνηση έχει εξοφλήσει πρόωρα και το ΔΝΤ και σχεδόν όλους τους τόκους της φετινής χρονιάς- οι νέες εκδόσεις ομολόγων μπορούν να περιμένουν για ευθετότερο χρόνο, αφού τελειώσουν οι σπασμωδικές αντιδράσεις των αγορών…

Μείωση προγράμματος εκδόσεων ομολόγων: η Αθήνα θα καλύψει αλλιώς το δανειακό της πρόγραμμα. Από τα 12 δισ. για φέτος, ο στόχος μειώνεται στα 10 δισ. γιατί αναμένονται 1 δισ. ευρώ από την Ε.Ε. για το πρόγραμμα στήριξης της απασχόλησης στην πανδημία (πρόγραμμα SURE) και τα πρώτα 1-2 δισ. (από τα 4-5 δισ. συνολικά) του Ταμείου Ανάκαμψης. Η Αθήνα έχει ήδη δανειστεί 5,5 δισ. από τις αρχές της χρονιάς σε επιτόκια χαμηλότερα από τρέχοντα. Θα απέμεναν 6,5 δισ. για δανεικά ως τα τέλη του έτους, αλλά με τα χρήματα που έρχονται (άμεσα επιπλέον 750 εκατ. ευρώ λόγω έγκρισης της 14ης αξιολόγησης από το Eurogroup και άλλα 750 εκατ. ευρώ ως τον Δεκέμβριο) τελικά δεν θα χρειαστούν πάνω από 4-4,5 δισ. ευρώ το πολύ – που και αυτά δεν βιάζεται να τα ζητήσει από τις αγορές πριν από τον Σεπτέμβριο…

Περισσότερα έντοκα γραμμάτια αντί ομολόγων: σήμερα κυκλοφορούν και ανακυκλώνονται 11,8 δισ. δανεικά ως έντοκα γραμμάτια μικρής διάρκειας, που θα έπρεπε κατά ένα μέρος φέτος να μειωθούν και στη θέση τους να εκδοθούν νέα ομόλογα. Με επιτόκια εντόκων κοντά στο 1% όμως -αντί μέχρι και 4,7% που «πέταξαν» τα ομόλογα στα μέσα Ιουνίου- δεν προβλέπεται τέτοια μείωση.

Θηλιά οι αγορές

Πρακτικά το ελληνικό χρέος -λόγω των μνημονίων αλλά και στρατηγικών swaps που έχει κάνει η Αθήνα- είναι σχεδόν κατά 100% κλειδωμένο σε σταθερά επιτόκια – και το 93% στα χέρια χωρών που δανείζονται πανάκριβα πλέον και οι ίδιες. Ετσι δεν επιβαρύνεται με τόκους το υφιστάμενο χρέος όσο και αν ανεβαίνουν τα επιτόκια.

Πρόβλημα για την Ελλάδα ανακύπτει αν χρειαστεί να βγει να δανειστεί από τις αγορές με πολύ υψηλά επιτόκια, από 6% και άνω. Οσο δανείζεται κάτω από το όριο αυτό, αποπληρώνοντας και αντικαθιστώντας τα παλαιά δάνεια με νέα χαμηλότερου επιτοκίου, οι ανάγκες πληρωμών για τόκους και η ανάλυση του χρέους βελτιώνονται. Αντιθέτως, σε άλλες χώρες, με επιτόκια από 2% και πάνω, επιδεινώνονται. Και με 3 – 3,5%, όπως σήμερα, μπαίνουν σε κίνδυνο.

«Αγνωστος Χ» και αστάθμητη παράμετρος για την Ευρώπη αλλά και τη χώρα μας είναι τι θα χρειαστούν οι τράπεζες, σε τι κατάσταση θα τις βρουν οι αυξήσεις επιτοκίων δανεισμού και το ότι μπορεί να εκτεθούν στη διεθνή θύελλα των αγορών. Μέχρι τότε, πάντως, σύμφωνα με τη 14η έκθεση αξιολόγησης των θεσμών που επικυρώθηκε από το Eurogroup του Ιουνίου, «η επιτυχής υλοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των δεσμεύσεων πολιτικής και η αποτελεσματική εφαρμογή μεταρρυθμίσεων βελτίωσαν την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και ενίσχυσαν τη χρηματοπιστωτική της σταθερότητα». Στη βάση αυτή η χώρα βγαίνει από την αυστηρή εποπτεία των θεσμών, αλλά μένει υπό τη σκληρή εποπτεία των αγορών, ειδικά μάλιστα αν αργήσει η ΕΚΤ «να πάρει το όπλο της» και μέχρι να κατακτήσει ξανά την επενδυτική βαθμίδα η Ελλάδα. Αν και σε συνθήκες πολέμου οι οίκοι αξιολόγησης αποφεύγουν τις αναβαθμίσεις, μέχρι τώρα μόνο η Ελλάδα έχει ανέβει σκαλοπάτια.

Ευρύτερα, πάντως, τόσο οι επικείμενες αυξήσεις επιτοκίων όσο και το κύμα ακρίβειας, που απειλεί καθημερινά νοικοκυριά και επιχειρήσεις, οδηγούν σε κίνδυνο ασφυξίας και φαινόμενα στασιμοπληθωρισμού στην πραγματική οικονομία. Εξέλιξη που αναγκάζει την κυβέρνηση να χαράζει στρατηγική και να κρατάει αποθέματα και για νέες παρεμβάσεις, πέραν όσων φαίνονται ήδη στον ορίζοντα.

Διαβάστε ακόμη:

Koντά στα επίπεδα του 2019 η επιβατική κίνηση στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» 

Ιταλία: Μείωση του ελλείμματος στο 9% του ΑΕΠ κατά το α’ τρίμηνο του 2022 

Σε χαμηλό 20 ετών το ευρώ έναντι του δολαρίου