Του Γιώργου Χ. Παπαγεωργίου

To εναλλακτικό σενάριο της κυβέρνησης προβλέπει επιδότηση των δόσεων των στεγαστικών δανείων για δανειολήπτες που θα πληρούν αυστηρά ορισμένα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια

Eνα νέο σύστημα προστασίας της πρώτης κατοικίας, το οποίο όμως θα αφήσει εκτός την πλειονότητα των κόκκινων δανειοληπτών με στεγαστικό δάνειο, μελετά η κυβέρνηση στην περίπτωση που ο νόμος Κατσέλη εκπνεύσει στο τέλους του έτους, όπως απαιτούν οι δανειστές.

Οι μεν εποπτικές αρχές των τραπεζών (SSM) είναι κάθετα αντίθετες στην παράταση της προστασίας της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμό, ενώ η Κομισιόν θεωρεί υπερβολικό το όριο στην αξία της προστατευόμενης κατοικίας που προβλέπει σήμερα ο νόμος Κατσέλη.

Η κυβέρνηση, βλέποντας τις δυσκολίες που έχει η παράταση του νόμου την οποία επεδίωκε, επεξεργάζεται ένα εναλλακτικό σχέδιο προστασίας της πρώτης κατοικίας μέσω της επιδότησης των δόσεων των στεγαστικών δανείων για δανειολήπτες που θα πληρούν ορισμένα αυστηρά κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια.
Στην περίπτωση που εφαρμοστεί ένα σύστημα επιδότησης των στεγαστικών δανείων για την προστασία της πρώτης κατοικίας, θεωρείται βέβαιο ότι το ποσοστό των δικαιούχων θα είναι πολύ μικρότερο από εκείνο που καλύπτεται σήμερα από τον νόμο Κατσέλη και η συντριπτική πλειονότητα των κόκκινων δανειοληπτών που βρίσκονται σε αδυναμία εξόφλησης των οφειλών τους δεν θα μπορεί να ζητήσει τη δικαστική προστασία που ισχύει σήμερα. Πέραν των αυστηρών εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων που θα τεθούν, οι επιδοτήσεις θα είναι περιορισμένες, αφού τα κονδύλια που θα διατεθούν θα είναι μικρά καθώς ο κρατικός προϋπολογισμός δεν έχει μεγάλες δυνατότητες.

Τα όρια που ισχύουν σήμερα είναι η εμπορική αξία της πρώτης κατοικίας να μην υπερβαίνει τα 180.000 ευρώ για ένα άτομο και έως 280.000 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια. Οι δανειστές και οι τράπεζες υποστηρίζουν πως το όριο αυτό επιτρέπει την ένταξη ακόμα και πολυτελών κατοικιών. Βέβαια, η επιχειρηματολογία αυτή δεν συνυπολογίζει ότι, εκτός από το κριτήριο της αξίας, υπάρχουν και εισοδηματικά όρια, τα οποία περιορίζουν πολύ τον αριθμό των δανειοληπτών που δικαιούνται προστασία της πρώτης κατοικίας.
Ακόμα, λοιπόν, και στην περίπτωση που γινόταν συζήτηση με τους δανειστές για παράταση του νόμου Κατσέλη, τα όρια προστασίας θα έπεφταν τόσο πολύ (έγινε λόγος για 75.000-80.000 ευρώ από την πλευρά των τραπεζών) που τελικά η προστασία θα κατέληγε ξεδοντιασμένη και να αφορά ελάχιστους δανειολήπτες.

Ενα άλλο ζήτημα είναι ότι ο νόμος Κατσέλη δεν καλύπτει μόνο τις οφειλές προς τις τράπεζες, αλλά και εκείνες προς το Δημόσιο, επομένως η άρση της προστασίας ανοίγει τον δρόμο και σε πλειστηριασμούς από την Εφορία (Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων), σύμφωνα με τα στοιχεία της οποίας υπάρχουν περί το 1,3 εκατομμύριο οφειλέτες εναντίον των οποίων μπορούν να γίνουν πλειστηριασμοί ακινήτων.

Ενδεικτικό των κυβερνητικών σχεδιασμών είναι ότι, εν όψει της πιθανής κατάργησης του νόμου Κατσέλη, την περασμένη εβδομάδα ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Γιάννης Δραγασάκης είπε ότι ο «νόμος Κατσέλη δημιουργήθηκε προκειμένου να αντιμετωπίσει προβλήματα κατά τη διάρκεια της κρίσης», καθώς και ότι «αυτό που θα πρέπει να σκεφτούμε είναι έναν νόμο που πάλι θα προσφέρει προστασία σε αυτούς που έχουν ανάγκη, αλλά θα συνδέεται και με τη στεγαστική πολιτική που θα πρέπει να έχει η Ελλάδα, αφουγκραζόμενο και τα νέα δεδομένα στη στεγαστική αγορά».

Κυβερνητικές πηγές έλεγαν ότι η λύση της προστασίας μέσω επιδοτήσεων προκρίνεται ως ύστατη λύση, αφού επιμένουν ότι, παρά τις αντιρρήσεις των δανειστών, το θέμα δεν έχει κριθεί ακόμη και οι αποφάσεις θα ληφθούν στο τέλος του χρόνου.

Θα πρέπει, έλεγαν οι ίδιες πηγές, να εκτιμηθούν μέχρι τότε οι συνέπειες από την αυστηροποίηση του νόμου Κατσέλη που έγινε το καλοκαίρι (άρση τραπεζικού απορρήτου κ.λπ.) για να διατυπώσουμε τις προτάσεις μας, τις οποίες δεν έχουμε ακόμη συζητήσει με τους δανειστές.
Παρόλο που επισήμως η συζήτηση για τα θέματα αυτά δεν έχει ξεκινήσει, αρμόδιοι παράγοντες έλεγαν ότι οι διαθέσεις των εκπροσώπων των δανειστών είναι σαφέστατες, αφού κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους στην Αθήνα, στα τέλη Οκτωβρίου, σε ανεπίσημες διερευνητικές κρούσεις της ελληνικής πλευράς απαντούσαν ότι δεν υπάρχει πια λόγος προστασίας της πρώτης κατοικίας, αφού η κρίση έχει τελειώσει και οι άνεργοι βρίσκουν πια δουλειά.