Μπορεί οι διεθνείς αναλυτές και γενικά οι εκτιμήσεις να θεωρούν σίγουρη την επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας για την ελληνική οικονομία, όμως κανείς δεν την έχει «κλειδώσει». Ούτε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ούτε ο υπουργός της Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης βιάζονται να προδικάσουν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αξιολόγησης που έχει να περάσει από αρκετά και σημαντικά ορόσημα που ίσως κρύβουν εκπλήξεις. Πρόκειται για κρίσιμα τεστ που αφορούν στην ανάπτυξη, επηρεάζουν την πορεία προς την επενδυτική βαθμίδα και καθορίζουν τη δημοσιονομική πολιτική σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, αλλά και την εισροή ευρωπαϊκών κονδυλίων στα κρατικά ταμεία.

Ο πρώτος σταθμός για την ελληνική οικονομία είναι η σημερινή ημέρα (6η Σεπτεμβρίου) με τις ανακοινώσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για το ΑΕΠ του β’ τριμήνου και τυχόν αναθεωρήσεις για τα προηγούμενα τρίμηνα. Ο ρυθμός θα είναι υψηλότερος σε σχέση με την πρόβλεψη του Προϋπολογισμού για 1,8% και την επικαιροποιημένη του Προγράμματος Σταθερότητας για 2,3%.

Εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει το 3% με κινητήριες δυνάμεις την αύξηση του τζίρου των επιχειρήσεων και τα έσοδα από τον τουρισμό.

Η ανακοίνωση των στοιχείων του ΑΕΠ έχει ειδική σημασία καθώς, σε συνδυασμό με την πορεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού, θα συμβάλει στην ολοκλήρωση του προσχεδίου αυτού του 2024, το οποίο θα πρέπει να κατατεθεί τη Δευτέρα 2 Οκτωβρίου στη Βουλή, ενώ θα αποσταλεί και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Το προσχέδιο θα ενσωματώνει μέτρα καθαρού δημοσιονομικού κόστους 1,1 δισ. ευρώ, με το κέντρο βάρους να πέφτει στο νέο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, στην αύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ για οικογένειες με παιδιά, στην αύξηση κατά 8% του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, στην αύξηση του επιδόματος μητρότητας στους ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες, στη μονιμοποίηση της απαλλαγής των πρώην δικαιούχων ΕΚΑΣ από τη συμμετοχή στη φαρμακευτική δαπάνη, στο Youth Pass για τους νέους που ενηλικιώνονται και τη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 10% για σπίτια που ασφαλίζονται για φυσικές καταστροφές.

Στις 8 Σεπτεμβρίου είναι προγραμματισμένη η πρώτη αξιολόγηση για τον μήνα από τον καναδικό οίκο DBRS. Σε πρόσφατο σημείωμά του για την Ελλάδα τόνιζε ότι το ζητούμενο για την κρίσιμη αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα είναι η προώθηση μεταρρυθμίσεων αλλά και η βελτίωση της κατάστασης στις τράπεζες. Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τράπεζες, ο οίκος αναγνώριζε ότι βελτίωσαν την κεφαλαιακή τους βάση, αλλά και την κερδοφορία τους το πρώτο τρίμηνο του 2023.

Στις 15 Σεπτεμβρίου αναμένεται να αξιολογήσει την ελληνική οικονομία ο οίκος Moody’s, ο οποίος ωστόσο τη διατηρεί στη βαθμίδα Βα3, τρεις κλίμακες κάτω από την επενδυτική, εδώ και περίπου 2,5 χρόνια. Βέβαια μια τριπλή αναβάθμιση σε μία μόνο αξιολόγηση είναι σχεδόν απίθανο να συμβεί.

Ακολούθως, στις 2 Οκτωβρίου αρχίζει η τρίτη μεταπρογραμματική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων. Ωστόσο, εν όψει της διαμόρφωσης των κανόνων του νέου Συμφώνου Σταθερότητας που θα ενεργοποιηθούν από το 2024 το βάρος της διαπραγμάτευσης πέφτει στο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων και στον ρυθμό μείωσης του χρέους που θα κρίνουν τα δημοσιονομικά περιθώρια για κοινωνικές παροχές σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

Το πού ακριβώς θα καθίσει η μπίλια όσον αφορά τον δημοσιονομικό λογαριασμό θα αποφασιστεί το φθινόπωρο, όταν θα εξειδικευτούν οι στόχοι και το χρονοδιάγραμμα, ενώ θα υπάρξουν δεσμεύσεις και στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων που θα υλοποιηθούν την επόμενη τετραετία και συνδέονται ευθέως με το Ταμείο Ανάκαμψης. Σημειώνεται ότι το Πρόγραμμα Σταθερότητας προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ το 2023, με τον πήχη να ανεβαίνει στο 2,1% του ΑΕΠ το 2024, στο 2,3% του ΑΕΠ το 2025 και στο 2,5% το 2026.

Πάντως, τα βλέμματα των αγορών είναι στραμμένα στον οίκο Standard & Poor’s, του οποίου η έκθεση για την Ελλάδα είναι προγραμματισμένη για τις 20 Οκτωβρίου. Ο συγκεκριμένος οίκος αξιολόγησης κατατάσσει το ελληνικό αξιόχρεο μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική (ΒΒ+), με αξιολόγηση θετική από τον περασμένο Απρίλιο. Η τελευταία αξιολόγηση για φέτος είναι αυτή της 1ης Δεκεμβρίου από τον οίκο Fitch.

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας (όσο κι αν στην κοινωνία φαίνεται κάτι μακρινό) θα αποφέρει σημαντικά κέρδη. Συγκεκριμένα και με βάση εκτιμήσεις, το ετήσιο δημοσιονομικό όφελος μπορεί να φτάσει και το 1 δισ. ευρώ, καθώς το Δημόσιο θα μπορέσει να «ανασάνει» μειώνοντας τα έντοκα και ενδεχομένως την ανάγκη τήρησης ενός τόσο μεγάλου «μαξιλαριού» ρευστότητας. Η Ελλάδα θα μπορεί επίσης να διασφαλίσει χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού για το Ελληνικό Δημόσιο, αν και όπως ήδη φαίνεται από την πορεία του ελληνικού ομολόγου έχει δημιουργηθεί μια ισορροπία, π.χ. με αντίστοιχα της Ιταλίας ή άλλων κρατών-μελών του ευρωπαϊκού Νότου.

Το πιο σημαντικό, όπως τονίζεται, είναι ότι πλέον «ώριμοι» επενδυτές και χαρτοφυλάκια «βλέπουν» και πάλι την ελληνική αγορά δίνοντάς της ευχέρεια για εκδόσεις ομολόγων.

Βέβαια, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας δεν σημαίνει χαλάρωση του λουριού της δημοσιονομικής πειθαρχίας, καθώς ήδη το μήνυμα για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες παραπέμπει σε «σφιχτές» πολιτικές για πλεονάσματα, που ούτως ή άλλως είναι απαραίτητα για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους.

Διαβάστε ακόμη  

Τραγωδία στο Blue Horizon: «Τον πέταξαν από τον καταπέλτη και τον σκότωσαν» λένε αυτόπτες μάρτυρες

Αττική Οδός: Αποκαλυπτήρια σήμερα και αύριο για τον μεγάλο διαγωνισμό

Oι πυρκαγιές και τα fake news ότι τα δίκτυα ηλεκτρισμού προκαλούν φωτιές

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ