Ως ένα πρώτο θετικό βήμα, όπου ωστόσο θα πρέπει να γίνουν βελτιώσεις, χαρακτηρίζει το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος τις νέες ρυθμίσεις για την βραχυπρόθεσμη μίσθωση ακινήτων στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού».

Το ΞΕΕ κατέθεσε στον υπουργό Οικονομικών κ. Ευκλείδη Τσακαλώτο παρατηρήσεις με βάση τις δικές του μελέτες αλλά και τη διεθνή εμπειρία αναφορικά με τις νέες ρυθμίσεις, χαρακτηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ιδιαίτερα χαμηλό το πρόστιμο των 5.000 ευρώ και ζητώντας το δεκαπλάσιο τουλάχιστον ποσό, στα 50.000 ευρώ.

Aντίθετα, η Συνομοσπονδία Επιχειρηματιών Τουριστικών Καταλυμάτων Ελλάδος χαρακτηρίζει ”άνθρακα” και ”καρικατούρα” τις νέες διατάξεις, εκφράζει την έντονη δυσαρέσκειά της και αιτείται την απόσυρση συνολικά του άρθρου 113, ενώ υποστηρίζει ότι οι νέες διατάξεις ανοίγουν «Κερκόπορτα» στη φοροδιαφυγή.

Τι λέει το ΞΕΕ
Αναλυτικότερα ως προς τις παρατηρήσεις- προτάσεις του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος έχουν ως εξής:

Κατ΄ αρχήν ο όρος που χρησιμοποιείται ως «οικονομία του διαμοιρασμού» είναι ανακριβής, καθόσον τα μέρη συναλλάσσονται οικονομικά με σκοπό το κέρδος και όχι για την ανταλλαγή αγαθών.

Οι ψηφιακές πλατφόρμες είναι κατ’ ουσία διαδικτυακά τουριστικά γραφεία και όχι απλοί «διευκολυντές», όπως περιγράφεται στη διάταξη και θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως OTAS με βάση την εθνική νομοθεσία. Λαμβανομένου υπόψη ότι οι ψηφιακές πλατφόρμες συμβάλλονται με τους ιδιοκτήτες των σπιτιών, θέτουν τους όρους παροχής των υπηρεσιών και εισπράττουν τα μισθώματα, τελικά ο χαρακτηρισμός τους ως «διευκολυντών» από τον νόμο, ουσιαστικά τους απαλλάσσει από κάθε ευθύνη έναντι των καταναλωτών. Επίσης θα έπρεπε να περιληφθεί στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης η ρητή αναφορά σε κάθε είδους διαμεσολάβηση, η οποία συνιστά εμπορική πράξη για τον διαμεσολαβητή.

Πρόταση του Ξ.Ε.Ε. είναι η διαμόρφωση ενός ξεκάθαρου νομοθετικού πλαισίου, που να διαχωρίζει με σαφήνεια την περιστασιακή εκμίσθωση κατοικίας από φυσικό πρόσωπο ιδιοκτήτη-εκμισθωτή για περιορισμένο χρονικό διάστημα ετησίως, 60 ημέρες κατ΄ ανώτατο όριο για όλη τη χώρα, χωρίς να ανοίγει πεδία καταστρατήγησης με εξαιρέσεις, όπως η υπεκμίσθωση, τα δύο χρονικά όρια και ειδικά το εισοδηματικό κριτήριο των 12.000 ευρώ, που ανατρέπει όλη τη λογική του νομοθετήματος. Ειδικότερα η τελευταία αυτή εισοδηματικής βάσης εξαίρεση διαιωνίζει –αντί να καταπολεμά- τον αθέμιτο ανταγωνισμό προς τα χιλιάδες πολύ μικρά νόμιμα καταλύματα με έσοδα κάτω των 12.000, που υφίστανται σήμερα υπέρμετρη φορολόγηση.

Ο μεγάλος αριθμός των πάσης φύσεως «διευκολυντών», που λειτουργούν ήδη στην αγορά, σε συνδυασμό με το ραγδαία αυξανόμενο εύρος της ασύδοτης αυτής δραστηριότητας, καθιστούν αδύνατο να ελεγχθεί όλο το εύρος των συναλλαγών, δημιουργώντας ανησυχία για την τελική απόδοση των ρυθμίσεων.

Το διοικητικό πρόστιμο των 5.000 ευρώ κρίνεται εξαιρετικά χαμηλό και δεν συμβαδίζει με την εθνική νομοθεσία και τη διεθνή πρακτική. Όσον αφορά στο εσωτερικό δίκαιο, το ΞΕΕ αναφέρει το Ν. 4179/2013, όπου για την ίδια περιστασιακή δραστηριότητα της εκμίσθωσης τουριστικών επιπλωμένων επαύλεων προβλέπεται πρόστιμο 50.000 ευρώ για την παραβίαση του νόμου. Με βάση την νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 113 –όπως αυτή την στιγμή εισάγεται- οι ιδιοκτήτες των επτά χιλιάδων και πλέον τουριστικών επαύλεων σε όλη την χώρα, ωθούνται στο να τις μετατρέψουν σε καταλύματα του εν λόγω άρθρου. Επιπλέον, το πρόστιμο των 5.000 ευρώ σε βίλλες, που ενοικιάζονται από 1.000 έως και 3.500 ευρώ ημερησίως, δεν συνιστά ιδιαίτερα αποτρεπτικό παράγοντα. Σημειωτέον δε ότι και σε χώρες του εξωτερικού, που είναι γνωστές για τη νομιμοφροσύνη των πολιτών τους (π.χ. Γερμανία), τα πρόστιμα είναι πολύ υψηλά και φθάνουν στο ύψος των 100.000 ευρώ όπως στην περίπτωση του Βερολίνου, ακριβώς για να προστατεύσουν αφενός τους επαγγελματίες και αφετέρου τους κατοίκους στην ανεύρεση προσιτής οικονομικά στέγης. “Προτείνουμε επομένως για λόγους ισονομίας το πρόστιμο να ανέρχεται τουλάχιστον σε 50.000 ευρώ”, αναφέρουν οι ξενοδόχοι.

Η διάταξη δεν προβλέπει κυρώσεις στις πλατφόρμες, (αλλά και στους άλλους διαμεσολαβητές) στην περίπτωση ανάρτησης ακινήτων, που δεν είναι εγγεγραμμένα στο μητρώο βραχυχρόνιας μίσθωσης ή που παραβιάζουν τις προϋποθέσεις που ορίζει. Αντίθετα, η διεθνής πρακτική βρίθει από κυρώσεις σημαντικού ύψους, που έχουν επιβάλει σε παγκόσμιο επίπεδο δήμοι και πολιτείες κατά της Airbnb, Homeaway κ.α. για τη μη συμμόρφωσή τους στο νόμο (π.χ. Βαρκελώνη 600.000 ευρώ, Σαν Φρανσίσκο 1000 δολάρια ημερησίως για κάθε μη δηλωμένη καταχώρηση). Εξάλλου, ακόμη και η ίδια η Airbnb, που είναι η μεγαλύτερη εταιρεία στο χώρο, έχει δηλώσει τη δέσμευσή της για παροχή στοιχείων και έχει κάνει πράξη σε άλλες περιπτώσεις την απόδοση φόρου επί των συναλλαγών μέσω του δικτύου της.

Τέλος, οι ξενοδόχοι προτείνουν την επιβολή ΦΠΑ, αλλά και ειδικού φόρου διαμονής επί της διανυκτέρευσης στις βραχυχρόνιες μισθώσεις κατοικιών που ρυθμίζει το ανωτέρω άρθρο, αντίστοιχο με αυτόν που έχει θεσπιστεί για τα νόμιμα τουριστικά καταλύματα. Πλείστα ανάλογα παραδείγματα επιβολής φόρου υπάρχουν σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, μη εξαιρουμένης και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που προτείνει φορολόγηση αυτής της δραστηριότητας, ακόμη και την επιβολή ΦΠΑ. ( π.χ. Amsterdam φόρος 5%). Η πρακτική δε αυτή αναγνωρίζεται και από τις ίδιες της πλατφόρμες, όπως αποδεικνύει και το παρακάτω κείμενο από το site της Airbnb, που περιλαμβάνει συμβουλές προς τους συνεργάτες της: «Επιπλέον, η Airbnb είναι υποχρεωμένη να εισπράττει ΦΠΑ ή άλλο φόρο ισοδύναμο του ΦΠΑ (δηλ. τον Ιαπωνικό Φόρο Κατανάλωσης) επί της προμήθειας υπηρεσιών της στις χώρες που φορολογούν τις Ηλεκτρονικά Παρεχόμενες Υπηρεσίες».

Το Ξ.Ε.Ε. χαρακτηρίζει ως ένα θετικό πρώτο βήμα την εισαγωγή διάταξης που ρυθμίζει την βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτων, διότι,όπως επισημαίνει, μετά και την κατάργηση από 1/11/2015 της νομοθετικής ρύθμισης που απαγόρευε τη μίσθωση κατοικίας για χρονική περίοδο κάτω των 30 ημερών, λειτουργεί μια αρρύθμιστη και άναρχη αγορά ιδιωτικών κατοικιών προς μίσθωση σε τουρίστες η οποία ανταγωνίζεται αθέμιτα τις αδειοδοτημένες επιχειρήσεις, με βαρύτατες επιπτώσεις στον ελληνικό τουρισμό, στην εθνική οικονομία , στην κοινωνία και στο περιβάλλον, με απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας και εκατοντάδων εκατομμυρίων δημοσίων εσόδων ετησίως, την ίδια στιγμή που “καλλιεργείται μια κουλτούρας παρασιτισμού και φοροδιαφυγής με σημαντικές αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις στους κατοίκους και στην ποιότητα του τουριστικού μας προϊόντος”.

Τί λέει η ΣΕΤΚΕ

Από την πλευρά της, η ΣΕΤΚΕ αναφέρει ότι δυστυχώς, η νομοθετική πρωτοβουλία οδηγεί σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα αρκετών χιλιάδων μικρών και πολύ μικρών, νόμιμων επιχειρήσεων ενοικιαζομένων δωματίων.

“Οι επικεφαλής του υπουργείου Οικονομικών χωρίς να λάβουν υπόψη τις προτάσεις και τις παρατηρήσεις της Συνομοσπονδίας Επιχειρηματιών Τουριστικών Καταλυμάτων Ελλάδος, ενός κλάδου που πλήττεται άμεσα από τη λειτουργία των εν λόγω καταλυμάτων, προχώρησαν στη σύσταση ενός νομοσχεδίου – «καρικατούρα». Ενός νομοσχεδίου το οποίο δεν προβλέπει το αυτονόητο: Τη θεσμοθέτηση απλοποιημένης άδειας λειτουργίας για τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις και φορολόγηση αντίστοιχη με εκείνη που ισχύει για τις επιχειρήσεις ενοικιαζομένων δωματίων.

Αντίθετα, με βάση το νομοσχέδιο, ιδιωτικές κατοικίες θα μπορούν πλέον να «μεταμφιέζονται» σε τουριστικές επιχειρήσεις, με μόνη προϋπόθεση οι ιδιοκτήτες τους ή οι υπεκμισθωτές τους να εγγράφονται στο ειδικό μητρώο, να τηρούν το χρονικό όριο των 60 ή 90 ημερών, ανάλογα με τον πληθυσμό της κάθε περιοχής και να μην υπερβαίνουν σε τζίρο το ποσό των 12.000 ευρώ ετησίως.

“Με τον παρόντα νόμο το μόνο σίγουρο είναι πως, αφενός θα εκλείψουν οι προς διάθεση ενοικιαζόμενες κατοικίες με τη σημερινή τους μορφή ως μόνιμες κατοικίες, αφετέρου και πιο σημαντικό, από την ανεξέλεγκτη διαμονή τουριστών σε πολυκατοικίες με μόνιμους ιδιοκτήτες, μέσα στον ιστό της πόλης, θα προκύψουν μια σειρά από προβλήματα, όπως αυτό της ηχορύπανσης, αναστατώνοντας τη ζωή και την καθημερινότητα των μόνιμων κατοίκων”.

Η ΣΕΤΚΕ προτείνει την ένταξη των καταλυμάτων αυτού του είδους στις άδειες λειτουργίας των ενοικιαζομένων δωματίων ή στο άρθρο 46 του Ν 4179/13 για την αδειοδότηση μη κύριων αυτοεξυπηρετούμενων καταλυμάτων, προσθέτοντας ότι σε κάποιες άλλες χώρες, πιθανόν, αυτής της μορφής τα καταλύματα να εξυπηρετούν συγκεκριμένες ανάγκες της ευρύτερης αγοράς της φιλοξενίας, “στην Ελλάδα, όμως, τις ανάγκες αυτές καλύπτουν με τον καλύτερο τρόπο τα ενοικιαζόμενα δωμάτια”.