Σε «αγκάθι» για τις τράπεζες και τις προσπάθειες αντιμετώπισης του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων μπορεί να εξελιχθεί το θέμα της αναβαλλόμενης φορολογίας, καθώς κάθε λύση που υιοθετείται θα πρέπει να σέβεται τους κανόνες ανταγωνισμού και να τύχει της έγκρισης της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Κομισιόν (DG Comp).

Η DG Comp κατά το παρελθόν είχε διαπιστώσει παραβιάσεις του ανταγωνισμού στα σχήματα αναβαλλόμενης φορολογίας που χρησιμοποιήθηκαν για να ενισχυθούν τα κεφάλαια των τραπεζών στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γαλλία και την Πορτογαλία και χρειάστηκαν δύο χρόνια διαβουλεύσεων για να «κλείσει» το θέμα, το 2016.

Με το δεδομένο αυτό, θεωρείται ότι οποιαδήποτε λύση για τα κόκκινα δάνεια περιλαμβάνει χειρισμούς με την αναβαλλόμενη φορολογία, όπως το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος για τα κόκκινα δάνεια, θα περάσει από «ψιλή κρισάρα» της διεύθυνσης ανταγωνισμού, η οποία όπως λένε πηγές με γνώση του θέματος, «δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της».

Οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι τα μηνύματα που έχουν μεταδοθεί προς την ελληνική πλευρά είναι ότι εάν τεθεί θέμα στην DG Comp τότε αναγκαστικά θα τεθεί και πάλι στο μικροσκόπιο από πλευράς κανόνων ανταγωνισμού το ζήτημα της αναβαλλόμενης φορολογίας συνολικά.

Το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος για τα κόκκινα δάνεια έρχεται πάλι στο προσκήνιο ενώ ακόμα είναι υπό διαμόρφωση οι τεχνικές λεπτομέρειες του σχεδίου «Ηρακλής» που προβλέπει την μεταφορά κόκκινων δανείων σε μια εταιρεία ειδικού σκοπού η οποία θα τα τιτλοποιήσει. Το σχέδιο «Ηρακλής» έχει εγκριθεί από την DG Comp, αλλά τόσο το ΔΝΤ όσο και η Τράπεζα της Ελλάδος έχουν διαμηνύσει ότι το σχήμα είναι μεν στη σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν είναι αρκετό και θα χρειαστούν κι άλλα μέτρα για να ελαφρυνθούν οι τράπεζες από το βάρος των κόκκινων δανείων.

Για την επίλυση του προβλήματος, η Τράπεζα της Ελλάδος είχε προτείνει ένα διαφορετικό σχήμα, το οποίο προβλέπει τη μεταφορά κόκκινων δανείων σε μια εταιρεία ειδικού σκοπού, η οποία θα «προικοδοτηθεί» με τα κεφάλαια της αναβαλλόμενης φορολογίας τα οποία σήμερα οι τράπεζες υπολογίζουν στα δικά τους κεφάλαια και, με βάση το σχέδιο, θα κληθούν να εισφέρουν ένα σημαντικό κομμάτι τους στη νέα εταιρεία. Στο πλαίσιο της αναβαλλόμενης φορολογίας, οι τράπεζες υπολογίζουν στα κεφάλαιά τους επιστροφή φόρου από μελλοντικά κέρδη, αποσβένοντας έτσι ζημίες από το PSI. Με απλά λόγια, οι τράπεζες δεν θα πληρώνουν φόρο για τα κέρδη τους μέχρι να αντισταθμίσουν τη χασούρα από το PSI, μέσα σε μια 20ετία.

Το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος έχει το πλεονέκτημα ότι αποτελεί και μια λύση για τα τραπεζικά κεφάλαια που έχουν υπολογιστεί με τη μέθοδο της αναβαλλόμενης φορολογίας, τα οποία βρίσκονται σε υψηλό ποσοστό.

Όμως για την αναβαλλόμενη φορολογία δεν υπήρξε επίσημη απόφαση έγκρισης της DG Comp το 2014, όταν αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση απεξαρτήθηκε από τη μελλοντική κερδοφορία των τραπεζών. Η DG Comp διαπίστωσε ότι υπήρχε παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού, καθώς το κράτος παρείχε την εγγύησή του για την αναβαλλόμενη φορολογία, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου η τελευταία δεν αντιστοιχούσε στις προβλέψεις για την προσδοκώμενη κερδοφορία ή ακόμα και σε περίπτωση που δεν θα υπήρχαν κέρδη. Οι τράπεζες υπολόγιζαν στα βιβλία τους κεφάλαια από αναβαλλόμενη φορολογία δυσανάλογα υψηλή σε σχέση με τον προβλεπόμενα έσοδα και το φόρο που είχαν πληρώσει στην πραγματικότητα στο Κράτος.

Οι διαπραγματεύσεις της DG Comp με την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γαλλία και την Πορτογαλία για τις παραβιάσεις του ανταγωνισμού κράτησαν δύο χρόνια και επήλθε συμφωνία το 2016, στο πλαίσιο της οποίας το σύστημα τροποποιήθηκε καταργώντας τον υπολογισμό αναβαλλόμενης φορολογίας που δεν αντιστοιχεί σε πραγματικές προβλέψεις προσδοκώμενων κερδών και αντίστοιχης φορολογίας, ενώ υιοθετήθηκε ένα σύστημα πληρωμής του Κράτους για την εγγύηση.

Στην Ελλάδα, το σύστημα τροποποιήθηκε το 2015, παύοντας έτσι τη δημιουργία νέας αναβαλλόμενης φορολογίας με κρατική εγγύηση, ενώ θεσπίστηκε και η πληρωμή του Κράτους, με εκχώρηση μετοχών στο Δημόσιο, σε περίπτωση που η τράπεζα δεν πραγματοποιήσει κέρδη.