Δυναμικά μπαίνει η κυβέρνηση στον στίβο των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους για μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο και λιγότερη λιτότητα.

Η ελληνική πλευρά έχει στα χέρια της τεκμηρίωση και επιχειρήματα που αποδεικνύουν ότι μόνο από τη δραστική περαιτέρω μείωση του κόστους δανεισμού του Δημοσίου από την αρχή του έτους υπάρχει ήδη πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος ύψους τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ (1% του ΑΕΠ) συνολικά για το 2021 και το 2022, σε σύγκριση με την τελευταία ανάλυση βιωσιμότητας χρέους των θεσμών.

Επομένως, το πρωτογενές πλεόνασμα θα μπορούσε να μειωθεί από το 3,5% στο 3% του ΑΕΠ την επόμενη και τη μεθεπόμενη χρονιά μόνο χάρη σε αυτή την εξέλιξη, χωρίς να συνυπολογίζονται άλλες παράμετροι (π.χ. η υψηλότερη ανάπτυξη σε σχέση με τις προβλέψεις των Ευρωπαίων), οι οποίες επιτρέπουν να μειωθούν οι στόχοι στο 2,5% ή ακόμα και στο 2,2% του ΑΕΠ δίχως να τεθεί σε κίνδυνο η αποπληρωμή του χρέους, σύμφωνα με τις αναλύσεις του οίκου αξιολόγησης Fitch και της Τραπέζης της Ελλάδος αντιστοίχως.

Το ισχυρό και απτό επιχείρημα που προστέθηκε στη φαρέτρα της ελληνικής πλευράς είναι το όφελος που προέκυψε τις τελευταίες τρεις εβδομάδες από δύο εξελίξεις: (α) την έκδοση του 15ετούς ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου με απόδοση 1,911%, και (β) την ανταλλαγή ομολόγων ύψους 3,3 δισ. ευρώ τα οποία κατείχε η Εθνική Τράπεζα και έληγαν τα έτη 2023-2026 με νέα 30ετή ομόλογα. Αυτές οι δύο επιτυχημένες κινήσεις έχουν ήδη διασφαλίσει συνολικό όφελος ύψους τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ ή 1% του ΑΕΠ από τη μείωση των δαπανών για τόκους, σε σύγκριση με την τελευταία ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (DSA) των ευρωπαϊκών θεσμών.

Το οπλοστάσιο της κυβέρνησης χτίζεται σταδιακά και θα καταλήξει σε μια ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους που θα καταρτίσουν ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) και το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ). Τη δική του, επικαιροποιημένη, ανάλυση θα κάνει και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM).

Οι δύο πλευρές αντάλλαξαν ήδη κάποιες πρώτες απόψεις και στοιχεία, στο πλαίσιο της πρόσφατης επίσκεψης των τεχνοκρατών των θεσμών στην Αθήνα για την 5η μεταμνημονιακή αξιολόγηση.

Οπως φάνηκε από τη συζήτηση αυτή, οι Ευρωπαίοι δέχονται μεν ότι υπάρχει θετική επίδραση στο χρέος από τον περιορισμό του κόστους δανεισμού της χώρας, αλλά τη μετριάζουν εμμένοντας στις απαισιόδοξες προβλέψεις τους για αναιμική μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη περί το 1%, λόγω γήρανσης του πληθυσμού και χαμηλής παραγωγικότητας.

Στελέχη του υπουργείου Οικονομικών εκτιμούν ότι οι παραδοχές αυτές μπορούν να αναθεωρηθούν επί τα βελτίω. Ωστόσο, η μάχη για τη μείωση των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος προδιαγράφεται σκληρή για πολιτικούς λόγους.

Η έμμεση μείωση στόχων μέσω ANFAs, SMPs

Σύμφωνα με πληροφορίες, η Γερμανία και μερικές ακόμα χώρες δεν φαίνονται πρόθυμες -μέχρι στιγμής, τουλάχιστον- να συναινέσουν σε μια λύση που θα έπρεπε να περάσει από την έγκριση των κοινοβουλίων τους. Γι’ αυτό έχει ξαναπέσει στο τραπέζι το ενδεχόμενο έμμεσης μείωσης των στόχων μέσα από τις επιστροφές κερδών των ελληνικών ομολόγων (ANFAs, SMPs).

Εάν εγκριθεί η αξιοποίησή τους σε επενδύσεις και αρχίσουν να συνυπολογίζονται στον μεταμνημονιακό ορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος, θα προκύψει έμμεση μείωση του στόχου κατά 1,2 δισ. ευρώ ή 0,6% του ΑΕΠ ετησίως, δηλαδή από το 3,5% περίπου στο 2,9% του ΑΕΠ.

Το μπρα ντε φερ για τα πρωτογενή πλεονάσματα αναμένεται να ξεκινήσει επισήμως τον Απρίλιο – Μάιο, μετά την οριστικοποίηση των δημοσιονομικών στοιχείων του 2019 από τη Eurostat και εν όψει της κατάθεσης του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2021-2024 στη Βουλή.

Η κυβέρνηση άνοιξε την περασμένη Πέμπτη τα χαρτιά της στον επίτροπο Οικονομικών Πάολο Τζεντιλόνι κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα και τις συναντήσεις του με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα. Ο κ. Τζεντιλόνι εμφανίστηκε υποστηρικτικός, δηλώνοντας ότι η θετική πορεία της οικονομίας και η τήρηση των δεσμεύσεων της χώρας δημιουργούν τη νομιμοποιητική βάση για να ανοίξει η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Επιπλέον, έθεσε το Eurogroup της 11ης Ιουνίου ως ορόσημο για μια πιθανή απόφαση σχετικά με την αξιοποίηση των επιστροφών κερδών από τα ελληνικά ομόλογα (ANFAs, SMPs) σε επενδύσεις.

Στήριξη από ΕΚΤ, ΤτΕ, Fitch

Στο πλευρό της Ελλάδας για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων βρίσκεται και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως έχει διαβεβαιώσει τον κ. Μητσοτάκη η επικεφαλής της Κριστίν Λαγκάρντ. Ομως, η ΕΚΤ δεν έχει αρμοδιότητα για δημοσιονομικά ζητήματα.

Σημαντική χείρα βοηθείας θεωρείται η ανάλυση της Τραπέζης της Ελλάδος στην τελευταία Ενδιάμεση Εκθεση Νομισματικής Πολιτικής, η οποία δείχνει ότι εάν χαμηλώσει ο πήχης των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 2,2% από το 2021, όχι μόνο δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αλλά αντιθέτως θα βελτιωθεί σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Επιπλέον, θα ενισχυθεί η ανάπτυξη, όπως υπογράμμισε πριν από λίγες ημέρες στη Βουλή ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας. Τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα θα δημιουργήσουν πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο, επιτρέποντας έτσι τη μείωση των φορολογικών βαρών, η οποία θα τονώσει μακροπρόθεσμα τον δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας.

Πολύτιμη στήριξη στην προσπάθεια μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων παρείχε και ο οίκος Fitch στην πρόσφατη έκθεσή του με την οποία αναβάθμισε την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας μας στη βαθμίδα «ΒΒ».

Οπως επισήμανε την περασμένη Κυριακή στο «business stories» ο επικεφαλής κρατικών αξιολογήσεων Δυτικής Ευρώπης του Fitch, Μικέλε Ναπολιτάνο, «σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, υπάρχει δημοσιονομικό περιθώριο ώστε να μειωθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 1%», δηλαδή από το 3,5% στο 2,5% του ΑΕΠ.