Διεθνώς, ανεξαρτήτως του πώς οριοθετείται, η μεσαία τάξη θεωρείται ως το πιο δυναμικό στρώμα της
κοινωνίας και, εν πολλοίς, η οικονομική της ευμάρεια καθορίζει όχι μόνο την οικονομική κατάσταση και τις
προοπτικές μιας χώρας, αλλά και τις πολιτικές εξελίξεις.

Σήμερα, επισημαίνει ο ΣΕΒ στο καθιερωμένο δελτίο του, η μεσαία τάξη φαίνεται να βρίσκεται σε καθοδική πορεία, καθώς οι ευκαιρίες για κοινωνική και επαγγελματική άνοδο περιορίζονται, ενώ η κοινωνική κινητικότητα εν γένει έχει χάσει τη δυναμική άλλων εποχών.

Πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τις γρήγορες οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές που φέρνει η τεχνολογική πρόοδος (έλλειψη δεξιοτήτων), η εξωστρέφεια της παραγωγής και των επενδύσεων (παγκοσμιοποίηση), η ταχεία συσσώρευση πλούτου στα υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα (οικονομική ανισότητα), η υλική στέρηση και ο κοινωνικός αποκλεισμός (άστεγοι, άνθρωποι κάτω από το όριο της φτώχειας, εξάρτηση από ναρκωτικά και οπιοειδή σκευάσματα), οι μεταναστευτικές ροές, κ.ο.κ.

Εν γένει, δεν φαίνεται να υπάρχουν πλέον σταθερές ενδείξεις ότι οι νέες γενιές θα έχουν καλύτερες ευκαιρίες από τις προηγούμενες. Όλα αυτά προκαλούν μια αίσθηση αβεβαιότητας για το μέλλον και τείνουν να επιφέρουν αποσαθρωτικά φαινόμενα, επηρεάζοντας δυσμενώς τη γενικότερη κοινωνική συνοχή.

Στην Ελλάδα, την τελευταία δεκαετία, το επίπεδο διαβίωσης υπέστη μια κατακόρυφη πτώση, με όλες τις εισοδηματικές τάξεις να υφίστανται, κατά το μάλλον ή το ήττον, απώλειες εισοδήματος και πλούτου. Στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, που επλήγησαν περισσότερο από τη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση στο τέλος της περασμένης δεκαετίας, οι αμοιβές των μισθωτών ανά ώρα εργασίας σε σταθερές τιμές υστέρησαν σημαντικά
σε σχέση με τη μεταβολή του ΑΕΠ ανά ώρα, την περίοδο ανάκαμψης από την κρίση.

Στην Ελλάδα, η υστέρηση αυτή ήταν σημαντικά μικρότερη από τις άλλες χώρες, που σημαίνει ότι όχι μόνο οι μισθοί  αλλά και τα κέρδη υποχώρησαν σημαντικά. Λαμβάνοντας υπόψη, όμως, και την τεράστια αύξηση της ανεργίας
σχετικά με τις άλλες χώρες, οι εργαζόμενοι υπέστησαν μεγάλες απώλειες στο επίπεδο διαβίωσης. Από την
άλλη μεριά, η ανάκαμψη ήταν ισχυρότερη στις άλλες  χώρες και ήρθε ενωρίτερα απ’ ότι στην Ελλάδα.

Υπήρξαν, επίσης, λόγω της κρίσης και ύφεσης, μετατοπίσεις νοικοκυριών σε χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις και μάλλον απουσία μετακίνησης νοικοκυριών προς υψηλότερα επίπεδα διαβίωσης.

Ο ΟΟΣΑ οριοθετεί «εισοδηματικές» τάξεις με βάση το διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα, που ορίζεται το εισοδηματικό όριο πάνω και κάτω από το οποίο βρίσκεται το 50% του πληθυσμού. Η μεσαία εισοδηματική τάξη, έτσι, ορίζεται ως τα εισοδήματα από το 75% έως το 200% του διαμέσου, η ανώτερη εισοδηματική τάξη τα εισοδήματα πάνω από το 200% του διάμεσου και η κατώτερη εισοδηματική τάξη τα εισοδήματα κάτω του 75% του διαμέσου. Στην
κατώτερη εισοδηματική τάξη, όσοι βρίσκονται μεταξύ 50% και 75% του διάμεσου θεωρούνται χαμηλά εισοδήματα χωρίς να είναι φτωχοί, ενώ όσοι είναι κάτω από το 50% του διαμέσου θεωρούνται φτωχοί (κάτω από το όριο φτώχειας). Στην ανώτερη εισοδηματική τάξη, διακρίνονται ομάδες κατά βούληση, όπως το ανώτερο 1%, 5%, 10%, 20% κ.ο.κ.

Στην Ελλάδα, το ισοδύναμο διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα το 2018 ήταν κατ’ άτομο €7.863. Συνεπώς, η μεσαία εισοδηματική τάξη ορίζεται κατ’ άτομο μεταξύ €5.897 και €15.726. Τα στοιχεία του 2018 (τελευταία διαθέσιμα) προέρχονται από έρευνα σε δείγμα 24.305 νοικοκυριών και σε 56.660 μέλη των νοικοκυριών αυτών, εκ των οποίων 48.903 ηλικίας 16 ετών και άνω. Το μέσο μέγεθος του νοικοκυριού υπολογίσθηκε σε 2,33 μέλη. Ως ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα κατ’ άτομο ορίζεται το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα του νοικοκυριού διαιρούμενο με το ισοδύναμο μέγεθος του νοικοκυριού.

Το τελευταίο υπολογίζεται με μια κλίμακα όπου ο συντελεστής στάθμισης ορίζεται σε 1 για τον πρώτο ενήλικα, 0,5 για τον δεύτερο ενήλικα και μέλη 14 ετών και άνω, και 0,3 για παιδιά 13 ετών και κάτω. Με αυτά τα δεδομένα, το ισοδύναμο μέγεθος ενός νοικοκυριού με δύο ενήλικες και δύο παιδιά άνω των 14 ετών είναι 2,5 (δηλ. 1+0,5+0,5+0,5). Έτσι, ενώ το ισοδύναμο διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα είναι €7863 κατ’ άτομο, το ισοδύναμο διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα για μια οικογένεια με 2 ενηλίκους και 2 παιδιά άνω των 14 ετών είναι €19657,5 (δηλ. €7863Χ2,5). Ένα νοικοκυριό, λοιπόν, με 2 ενήλικες και 2 παιδιά άνω των 14 ετών ανήκει στη μεσαία εισοδηματική τάξη εφόσον έχει διαθέσιμο εισόδημα από €14743 (75%Χ19657,5) έως €39315 (200%Χ19657,5). Νοικοκυριά με 2
ενήλικες και 2 παιδιά άνω των 14 ετών που έχουν διαθέσιμο εισόδημα άνω του 200% του διάμεσου, δηλ. άνω των €39315, θεωρούνται ότι ανήκουν στην υψηλή εισοδηματική τάξη, ενώ τα νοικοκυριά της ίδιας σύνθεσης που έχουν διαθέσιμο εισόδημα κάτω του 75% του διάμεσου, δηλ. κάτω των €14743 θεωρούνται ότι ανήκουν στη χαμηλή εισοδηματική τάξη.

Επειδή δε, το όριο της φτώχειας ορίζεται κατά τον ΟΟΣΑ στο 50% του διαμέσου, νοικοκυριά με 2 ενήλικες και 2 παιδιά άνω των 14 ετών ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, εάν το διαθέσιμο εισόδημά τους δεν υπερβαίνει τα €7371,5.

Το διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών υπέστη μια μεγάλη καθίζηση κατά τη διάρκεια της κρίσης και μέχρι το 2014, όταν διαμορφώθηκε σε €19 χιλ., από €25 χιλ. περίπου το 2003 και €29 χιλ. περίπου το 2009, ενώ έκτοτε είχε αρχίσει να αυξάνεται και πάλι, σε αντιστοιχία με τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης ιδίως από το 2017 και μετά.

Σημειώνεται ότι η ταχεία αύξηση του διάμεσου διαθέσιμου εισοδήματος τη δεκαετία του 2000 που
συνέβη κάτω από την επήρεια της ανάπτυξης με δανεικά, είναι αδύνατον να επαναληφθεί στο μέλλον, παρά μόνο εάν υπάρξει έκρηξη επενδύσεων, παραγωγικότητας και εισοδημάτων, καθώς η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική γίνεται περισσότερο φιλοαναπτυξιακή.

Με βάση τα μερίδια στον πληθυσμό των διαφόρων εισοδηματικών τάξεων, προκύπτει ότι η μεσαία εισοδηματική τάξη αποτελεί το 54% του πληθυσμού, έχοντας διευρύνει σημαντικά τα ποσοστά της από 49% πριν την κρίση, έναντι 61% περίπου κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ. Ένας στους τρεις Έλληνες ανήκει στη χαμηλή εισοδηματική τάξη, με τους μισούς περίπου στην τάξη αυτή να ζουν στη φτώχεια. Τα ποσοστά αυτά είναι περίπου τα ίδια όπως στο μέσο όρο του
ΟΟΣΑ, εκτός της περίπτωσης όσων ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, όπου το ποσοστό στην Ελλάδα είναι υψηλότερο. Τέλος, 1 στους 8 περίπου Έλληνες ανήκουν στην υψηλή εισοδηματική τάξη, με το ποσοστό αυτό να είναι ελαφρώς υψηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.

Χρησιμοποιώντας τα στοιχεία των μικροδεδομένων των Ερευνών Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης
της ΕΛΣΤΑΤ, προκύπτει ότι για το 2018 το μέσο διαθέσιμο εισόδημα των 24305 νοικοκυριών διαμορφώθηκε σε €14385 ενώ το διάμεσο εισόδημα σε €11700. Υπολογίζοντας το μέσο εισόδημα των διαφόρων εισοδηματικών τάξεων, προκύπτει ότι το 54% των νοικοκυριών ανήκει στη μεσαία εισοδηματική τάξη (που έχουν εισόδημα μεταξύ 75% και 200% του διαμέσου) με μέσο διαθέσιμο εισόδημα €14413, το 13,5% των νοικοκυριών ανήκει στην υψηλή εισοδηματική τάξη με μέσο διαθέσιμο εισόδημα €34961, και, τέλος, το 32,5% των νοικοκυριών ανήκει στη χαμηλή εισοδηματική τάξη, με τις 17,7 π.μ. πάνω από το όριο της φτώχειας με μέσο διαθέσιμο εισόδημα €7329 και τις 14,8 π.μ. κάτω από το όριο της φτώχειας με μέσο διαθέσιμο εισόδημα €3958. Σημειώνεται ότι, με στοιχεία μικροδεδομένων των αντίστοιχων ερευνών  της ΕΛΣΤΑΤ από το 2003 και μετά, και σε σταθερές τιμές 2018, προκύπτει ότι το μέσο εισόδημα όλων των εισοδηματικών τάξεων υπέστη μεγάλη πτώση μεταξύ 2009 και 2014, με το μέσο εισόδημα όλων των νοικοκυριών να μειώνεται κατά -32%. Όπως φαίνεται στο Δ04, οι πτώσεις αυτές του μέσου εισοδήματος ήταν μεγαλύτερες όσο εισοδηματικά υψηλότερα βρισκόντουσαν τα νοικοκυριά. Έτσι, μεταξύ 2009 και 2014, το μέσο εισόδημα των νοικοκυριών της υψηλής  και της μεσαίας εισοδηματικής τάξης μειώθηκε κατά -32%, όσο δηλ. και στο σύνολο, ενώ της χαμηλής εισοδηματικής τάξης κατά -28%, για όσους ήταν πάνω από το όριο της φτώχειας, και, κατά -22% για όσους ήταν κάτω από το όριο της φτώχειας. Έκτοτε, όμως, και μέχρι το 2018, σε όλες τις εισοδηματικές τάξεις, με την εξαίρεση της χαμηλής εισοδηματικής τάξης που βρίσκεται πάνω από το όριο φτώχειας, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε μόνο οριακά, αν και, στο εισοδηματικά ανώτερο 1% των νοικοκυριών η αύξηση ήταν σημαντική, στο βαθμό που τα μεγέθη είναι στατιστικά εύρωστα λόγω μεγέθους δείγματος.

Πρέπει να σημειωθεί, εν προκειμένω, ότι στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά δύσκολο, λόγω της υψηλής φοροδιαφυγής,
να οριοθετηθούν οι διάφορες εισοδηματικές τάξεις με βάση τα δηλωθέντα εισοδήματα στην εφορία. Στην παρούσα ανάλυση, τα στοιχεία βασίζονται σε έρευνες συνθηκών διαβίωσης. Σύμφωνα με τη μεθοδολογία, καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια να προσεγγισθούν τα μικτά εισοδήματα των νοικοκυριών, χρησιμοποιώντας μοντέλα μετατροπής του καθαρού εισοδήματος σε ακαθάριστο εισόδημα, ενώ συλλέγονται και πληροφορίες για τους φόρους που κατεβλήθησαν με την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων ώστε να γίνουν οι απαραίτητες συγκρίσεις.
Τα ανωτέρω στοιχεία, σε κάθε περίπτωση, είναι ενδεικτικά ότι αφενός το κόστος της προσαρμογής λόγω των δύο πρώτων Μνημονίων επηρέασε σχετικά λιγότερο τα χαμηλότερα εισοδήματα και αφετέρου ότι η εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου διατήρησε το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε οριακά ανοδική πορεία. Αυτό συνέβη διότι σταμάτησε να επενεργεί η τεράστια μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος λόγω μείωσης μισθών/ συντάξεων, αύξησης φόρων/ εισφορών/ ΕΝΦΙΑ κλπ. κατά την περίοδο των δύο πρώτων Μνημονίων, αντισταθμίζοντας μάλιστα την δρομολογηθείσα υπερφορολόγηση στη διάρκεια του τρίτου Μνημονίου.