Νέα δεδομένα στην πολιτική και στην οικονομία έθεσε η πρόσφατη ανακοίνωση του oίκου Standard & Poor’s για την προοπτική αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας, επιβεβαιώνοντας μεν ότι είναι θέμα χρόνου η αναβάθμιση, μετατίθεται ωστόσο για μετά τις εκλογές.

Η έκθεση του οίκου αξιολόγησης έκανε άμεσα ορατό τον κίνδυνο που κρύβεται σε ενδεχόμενη παράταση της πολιτικής ρευστότητας ή και ακυβερνησίας. Επιβεβαιώθηκαν έτσι οι ανησυχίες που έκριναν αναγκαία την επίσπευση των εκλογών: ότι δηλαδή όσο θα διαρκεί η αβεβαιότητα οι ξένοι οίκοι θα κρατάνε την Ελλάδα διαρκώς ένα σκαλί κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Θέλουν πρώτα να βεβαιωθούν ότι στους επόμενους μήνες (έως και το 2026) θα υπάρχει σταθερή διακυβέρνηση, μεταρρυθμιστική πολιτική, διατήρηση δημοσιονομικής πειθαρχίας, υψηλός ρυθμός μεταρρυθμίσεων και συνέχιση οικονομικών επιδόσεων που έχουν εκπλήξει τους αναλυτές.

Πίσω από τις λέξεις κρύβεται… κίνδυνος

Στο υπουργείο Οικονομικών διάβαζαν από εβδομάδες ήδη -μετά την προαναγγελία των εκλογών ιδίως- τις συγκρουόμενες προβλέψεις διεθνών οίκων για το αν θα αναβαθμίσει ή όχι ο S&P πριν τις κάλπες την Ελλάδα. Η ίδια η ανακοίνωσή του όμως έκανε τελικά ξεκάθαρο ποια τάση κυριαρχεί στους ξένους οίκους: αναβαθμίζουν μεν τις προοπτικές της χώρας, αλλά την κρατάνε ένα «κλικ» κάτω από την επενδυτική βαθμίδα λόγω εκλογών.

Σταχυολογώντας λέξεις και φράσεις από την ίδια την έκθεση -και παρά τις άκρως εγκωμιαστικές αναφορές στις οικονομικές επιδόσεις της χώρας-, η ανάγνωση του μηνύματος των ξένων οίκων αξιολόγησης έδειξε ότι:

■ «Η δημοσιονομική επίδοση της Ελλάδας εξακολουθεί να ξεπερνά τις προβλέψεις μας». Αυτό συνιστά ομολογία ότι η τρέχουσα αξιολόγηση της χώρας είναι κατώτερη των πραγματικών επιδόσεών της, αλλά και βάσει των προσδοκιών για τη συνέχεια.

■ Προβλέπεται αναβάθμιση της Ελλάδας «μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες, εφόσον η δημοσιονομική πειθαρχία διατηρηθεί» και συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις στην περίοδο 2023-2026 που καλύπτουν οι προβλέψεις του οίκου. Στέλνουν μήνυμα δηλαδή ότι θέτουν υπό παρακολούθηση την Ελλάδα όχι μόνο στους πρώτους μήνες σχηματισμού κυβέρνησης, αλλά επιμένουν για σταθερότητα και συνέχιση πολιτικών και επιδόσεων σε ολόκληρη την επόμενη τετραετία.

■ «Αν και αναγνωρίζουμε την αβεβαιότητα σχετικά με το αποτέλεσμα των εκλογών, υποθέτουμε στις προβλέψεις μας ότι η επόμενη κυβέρνηση θα συνεχίσει να επιδιώκει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική εξυγίανση […] Ελλειψη ώθησης για μεταρρυθμίσεις θα μπορούσε να βλάψει τις τρέχουσες θετικές οικονομικές προοπτικές της χώρας». Ευθεία προειδοποίηση δηλαδή -για όποιον δεν κατάλαβε- ότι τυχόν πισωγύρισμα θα φέρει υποβάθμιση αντί αναβάθμιση. Συνδέουν άμεσα έτσι τις αποφάσεις τους για επενδυτική βαθμίδα με τα όποια πολιτικά ρίσκα προκύψουν από τις εκλογές.

«Πρωτιά» στα ελληνικά ομόλογα

Την επόμενη μέρα μετά τις ανακοινώσεις από S&P και Eurostat για πρωτογενές πλεόνασμα και δραστική μείωση του δημόσιου χρέους, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων βελτιώθηκαν θεαματικά στις αγορές χρήματος. Αμεσα ξεπέρασαν εκείνα της Ιταλίας -που είναι η τελευταία στην κατάταξη χώρα της Ε.Ε., αλλά διατηρεί την επενδυτική βαθμίδα-, για όλες τις διάρκειες μάλιστα και όχι μόνο στα 10ετή ομόλογα.

Αλλά ακόμα πιο εντυπωσιακό ίσως είναι -έστω και αν δεν αποτελεί πρόσφορο τρόπο σύγκρισης εξαιτίας και της έξαρσης των επιτοκίων παγκοσμίως- ότι ειδικά στις πολύ μικρής διάρκειας εκδόσεις χρέους (π.χ. 1 έτος), οι ελληνικοί τίτλοι βρέθηκαν να έχουν χαμηλότερη απόδοση (3,237%) έναντι πολλών άλλων χωρών της Ευρωζώνης (Βέλγιο 3,307%, Γαλλία 3,345%, Ισπανία 3,338%, Ιταλία 3,475%, Κύπρος 3,65%), αλλά και σχεδόν ίδια απόδοση με της Γερμανίας (3,236%).

Ποιος είναι ο «εθνικός λόγος»

Ολα δείχνουν έτσι ότι οι αγορές προεξόφλησαν ήδη και «τιμολογούν» την επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα. Ωστόσο, η χώρα δεν την έχει ακόμα ανακτήσει. Παρά και τα 12 άλματα αναβαθμίσεων στην άκρως ταραγμένη πενταετία 2019-2023, οι παγκόσμιες κρίσεις που μεσολάβησαν την περίοδο 2020-2022 (πανδημία, lockdown, πόλεμος στην Ουκρανία, ενεργειακή και επισιτιστική κρίση, έκρηξη ακρίβειας, επιτόκια) «φρέναραν» τους οίκους αξιολόγησης.

Η έλλειψη επενδυτικής βαθμίδας όμως -έστω και οριακά- ενέχει κινδύνους και συνιστά «εθνικό λόγο» όπως τον επικαλείται ο πρωθυπουργός, εφόσον η εκκρεμότητα παρατείνεται για λόγους που δεν εξαρτώνται από χειρισμούς της κυβέρνησης, αλλά από εξωγενή αίτια (διεθνείς κρίσεις) ή αστάθμητους παράγοντες (π.χ. απουσία πολιτικής σταθερότητας στη χώρα).

Μια τέτοια εξέλιξη εγείρει ζήτημα οικονομικής επιβίωσης της χώρας. Διότι μετά και το τέλος της αυστηρής εποπτείας (σ.σ.: τυπικά έληξε μεν το 2022, αλλά ουσιαστικά πριν από έναν μήνα μόλις, όταν ο ESM κατέβαλε τα τελευταία 730 εκατ. ευρώ από τις εποχές των μνημονίων) η Ελλάδα δεν τελεί πια υπό την ομπρέλα προγραμμάτων διάσωσης, ούτε ζει «διασωληνωμένη» με δόσεις δανείων. Ωστόσο αυτή τη στιγμή είναι η μόνη χώρα της Ευρώπης που δεν απολαμβάνει την ασφάλεια της επενδυτικής βαθμίδας ώστε να δανείζεται με ανεκτούς όρους ακόμα και σε περιόδους αστάθειας.

Εποπτεία από τις αγορές

Χωρίς επενδυτική βαθμίδα, το 80% των επενδυτικών οίκων παγκοσμίως (ειδικά οι πιο ποιοτικοί) απαγορεύεται από το καταστατικό τους να επενδύουν σε ομόλογα χαμηλής διαβάθμισης όπως της Ελλάδος επειδή θεωρούνται ακατάλληλα επενδυτικά προϊόντα. Αυτό περιορίζει δραστικά το επενδυτικό κοινό της χώρας και την κρατά αποκομμένη από πόρους και επενδύσεις. Ολα θα είχαν αλλάξει την περασμένη εβδομάδα αν οι οίκοι αξιολόγησης δεν επικαλούνταν λόγους σταθερότητας, όπως αυτούς που πρόβαλε η S&P, για να κρατήσουν την Ελλάδα έξω από την επενδυτική βαθμίδα. Κανονικά η χώρα θα είχε επιστρέψει ήδη ξανά στα «matrix» και στα μεγαλύτερα «σπίτια» επενδυτών του κόσμου.

Οι αποφάσεις αναβάλλονται για λίγο, σε χρόνο που θα καθορίσουν οι πολιτικές εξελίξεις. Μέχρι τότε, το «δίχτυ ασφαλείας» που διαθέτει η χώρα για να μπορεί να δανείζεται είναι:

■ Η αξιοπιστία που έχτισε μέσα από πρωτοφανείς κλυδωνισμούς και στόχους.

■ Οτι ξαφνιάζει συνεχώς με «θετικές εκπλήξεις» κάθε φορά που ξεπερνά τις δυσκολίες (π.χ. υψηλή ανάπτυξη αλλά και «πρόωρη ανάσταση» στα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2022, αντί το 2023 όπου όλοι οι οίκοι προσέβλεπαν και ανέμεναν).

■ Οτι η κυβέρνηση διατηρεί ακέραιο το «μαξιλαράκι ασφαλείας» των 15,7 δισ. ευρώ και δεν έβαλε χέρι το 2020 λόγω πανδημίας στα «κάβα λεφτά», όπως τα αποκαλούσε η αντιπολίτευση, ενώ τα ταμειακά διαθέσιμα παραμένουν «κλειδωμένα» στα 37 δισ. ευρώ ή και υψηλότερα, εμπνέοντας εμπιστοσύνη στους επενδυτές.

Ετσι, τα πάντα τελούν πλέον υπό παρακολούθηση από τους οίκους. Μετά και τη λήξη της ενισχυμένης εποπτείας από τους θεσμούς, τη σκυτάλη των ελέγχων έχουν λάβει οι αγορές και διεθνείς αναλυτές. Ειδικά δε όταν στο μίξερ των εκλογών μπαίνουν με ένταση δημοσίως συζητήσεις για ένα αβέβαιο μετεκλογικό σκηνικό, «τερατογενέσεις», «σχέδια Δήμητρα», κλείσιμο τραπεζών – και πάντως όχι για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.

Διαβάστε ακόμη

Ρεύμα: Επεκτείνονται οι κρυφές χρεώσεις και στα τέλη διανομής του νυχτερινού τιμολογίου

Γιώργος Οικονόμου: Ο εφοπλιστής που δουλεύει με τους Ρώσους, οι βίλες στο Saint Barth, η συλλογή τέχνης και το «Barracuda» (pics)

Ποια μέτρα για τα ακίνητα εξετάζουν τα πολιτικά κόμματα

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ