Αντιμέτωποι με ένα εκρηκτικό «κοκτέιλ» που συνθέτουν αφενός, το αυξημένο κόστος ενέργειας που εκτιμάται σε περίπου 14 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση και αφετέρου, η συνεχιζόμενη άνοδος των επιτοκίων, βρίσκονται νοικοκυριά και επιχειρήσεις, με τις τράπεζες, αλλά και τις εποπτικές αρχές, να βρίσκονται σε εγρήγορση, προκειμένου να αναχαιτίσουν ένα νέο κύμα «κόκκινων» δανείων.

Σύσσωμοι οι εκπρόσωποι του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος που έδωσαν το «παρών» στην εκδήλωση του Economist, με τίτλο «Sustainable finance in uncertain times», παραδέχθηκαν πως το παραπάνω μείγμα απειλεί τους πελάτες τους είτε πρόκειται για φυσικά είτε για νομικά πρόσωπα, καθιστώντας ορατό τον κίνδυνο να υπάρξουν αθετήσεις πληρωμών. Η εμπειρία, ωστόσο, που έχουν αποκτήσει μετά τις διαδοχικές κρίσεις που έπληξαν την χώρα, σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία τους επιτρέπει να αντιμετωπίσουν την όποια αρρυθμία.

«Ο συνδυασμός αύξησης των επιτοκίων και της πολύ μεγάλης αύξησης των τιμών ενέργειας δημιουργούν κινδύνους στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων και για το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών που με τη σειρά τους, δημιουργούν κινδύνους στους ισολογισμούς των τραπεζών», τόνισε χαρακτηριστικά ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννης Στουρνάρας, για να προσθέσει:

«Οι τράπεζες ωφελούνται από την αύξηση των επιτοκίων, αντιμετωπίζουν, όμως, κινδύνους από την ενδεχόμενη χειροτέρευση της ποιότητας του ενεργητικού τους και από τη διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα. Αυτός ο συνδυασμός έχει αυξήσει την ετοιμότητα των εποπτικών αρχών».

Την άποψη πως η πανδημία, αλλά κυρίως η ενεργειακή κρίση, ο υψηλός πληθωρισμός και η αύξηση των επιτοκίων, δημιουργούν εν δυνάμει κινδύνους για νέα γενιά «κόκκινων» δανείων εξέφρασε από την πλευρά του και ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ), κ. Βασίλης Ράπανος, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι η μέχρι τώρα εξέλιξη δεν προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία. Κι αυτό γιατί αφενός, οι δανειολήπτες έχουν ανακτήσει σε σημαντικό βαθμό τη νοοτροπία και αντίληψη εξυπηρέτησης των οφειλών τους και αφετέρου, οι ίδιες οι τράπεζες διαθέτουν πλέον την τεχνογνωσία να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις στους πελάτες τους.

Επιπλέον, έχει αρχίσει να αυξάνει σημαντικά ο αριθμός των αιτήσεων για εξωδικαστικές ρυθμίσεις (σ.σ. ο σχετικός μεσοπρόθεσμος στόχος είναι το ένα δισ. ευρώ), σήμα ενθαρρυντικό για την ρύθμιση πολλών υπερήμερων οφειλών.

«Το ενεργειακό κόστος ήταν ένα μεγάλο σοκ για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Η εκτιμώμενη ετήσια αύξηση υπολογίζεται σε 14 δισ. ευρώ. Πρόκειται για το 7% του ΑΕΠ, το 10% του διαθέσιμου εισοδήματος στον ιδιωτικό τομέα ή το 9% του τζίρου των επιχειρήσεων. Είναι ένα πολύ μεγάλο νούμερο, η πολιτεία έχει βοηθήσει πολύ στη διαχείριση αυτού του προβλήματος, αλλά θα χρειαστούν επιπλέον δράσεις», σχολίασε με τη σειρά του, ο γενικός διευθυντής Εταιρικής και Επενδυτικής Τραπεζικής της Εθνικής Τράπεζας, κ. Βασίλης Καραμούζης.

Συγκρίνοντας δε, με το θέμα της ανόδου των επιτοκίων, ο ίδιος σημείωσε πως ακόμη και σε περίπτωση μίας αύξησης κοντά στις 250 μονάδες βάσης αυτό αντιστοιχεί στο 0,8% του ΑΕΠ. «Οπότε σαν πρόβλημα, σε σχέση με την ενέργεια, είναι αρκετά μικρότερο», πρόσθεσε.

«Το σύνολο των πελατών των τραπεζών είτε αυτοί είναι φυσικά είτε νομικά πρόσωπα θα βρεθεί αντιμέτωπο με μία σειρά αυξήσεων στα κόστη που αντιμετωπίζει. Τα αμέσως επόμενα χρόνια, λοιπόν, αναμένουμε πίεση στα εταιρικά κέρδη και ενδεχομένως, μία μεταβολή στους πιστωτικούς κινδύνους σε ό, τι αφορά τις τράπεζες», υπογράμμισε ο επικεφαλής Wholesale Banking της Optima Bank, κ. Πάρις Οικονόμου.

Οι θετικοί παράγοντες

Στους παράγοντες εκείνους που λειτουργούν αποτρεπτικά στη δημιουργία νέων «κόκκινων» δανείων αναφέρθηκαν οι εκπρόσωποι του τραπεζικού συστήματος. «Σε ένα ρευστό περιβάλλον η Ελλάδα και οι εγχώριες τράπεζες ξεκινούν από μία θετική αφετηρία.

Η μεν, χώρα με πραγματική ανάπτυξη, η οποία αναμένεται να ξεπεράσει το 5% φέτος και να κινηθεί γύρω στο 2% το 2023 και οι δε, τράπεζες θα κλείσουν τη χρονιά με δείκτη ‘κόκκινων’ δανείων γύρω στο 7% κατά μέσο όρο, τα οποία θα έχουν προβλέψεις άνω του 50%, ενώ έχουν ισχυρά κεφάλαια άνω του 16% και ρευστότητα, με, εξίσου, ισχυρή κερδοφορία.

Συνήθως στην Ελλάδα θεωρείται κακό να έχεις ισχυρή κερδοφορία, είναι, όμως, υγεία και θα πρέπει να την επιδιώκουμε και όχι να πάρουμε κομμάτι της», ανέφερε χαρακτηριστικά ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος και επικεφαλής Corporate & Investment Banking της Eurobank, κ. Κώστας Βασιλείου, προσθέτοντας πως κύριο μέλημα των τραπεζών είναι η στήριξη των πελατών τους.

«Πρέπει και θα γίνουμε πιο επιλεκτικοί, χρηματοδοτώντας τους πιο αξιόχρεους πελάτες και τα πιο βιώσιμα επενδυτικά πλάνα. Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε και εκείνους που θα αντιμετωπίσουν προβλήματα – θα υπάρξουν τέτοιοι σε όλα τα segments της τραπεζικής – αλλά θεωρώ ότι θα βρούμε ρεαλιστικές λύσεις, στο πλαίσιο που μας επιτρέπουν οι επόπτες», κατέληξε.

Την εκτίμηση πως το 2023 δεν αναμένεται να υπάρξει αντιστροφή της τάσης μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων – με τον σχετικό δείκτη να έχει πέσει από το 47% το 2017 σε μονοψήφια ποσοστά σήμερα – έκανε ο ανώτερος γενικός διευθυντής, επικεφαλής Corporate & Investment Banking της Τράπεζας Πειραιώς, κ. Θοδωρής Τζούρος. «Ακόμη και σε πρώιμους δείκτες των NPLs, όπως οι μικρές καθυστερήσεις σε στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, στα πρώτα δηλαδή, δάνεια που επηρεάζονται σε μία κρίση, δεν καταγράφονται ανησυχητικά στοιχεία», εξήγησε, εστιάζοντας σε πέντε λόγους:

1. Το ιδιωτικό χρέος που βρίσκεται στους ισολογισμούς των τραπεζών έχει μειωθεί από 250 δισ. ευρώ το 2008 σε 105 δισ. ευρώ σήμερα, αποτελώντας το 60% του ΑΕΠ έναντι 103% παλαιότερα. Τα στεγαστικά δάνεια αντιπροσωπεύουν το 17% του ΑΕΠ από 37% το 2008 και τα καταναλωτικά το 4% από 16% το 2008.

Αυτό έχει συμβεί, καταρχάς γιατί οι τράπεζες μεταβίβασαν το προβληματικό κομμάτι του χαρτοφυλακίου τους σε οχήματα τιτλοποίησης μέσω του προγράμματος Ηρακλή, μεταφέροντας ουσιαστικά εκτός ισολογισμού ένα μεγάλο κομμάτι δανεισμού, ενώ τα ελληνικά νοικοκυριά και σε μικρότερο βαθμό οι επιχειρήσεις ήταν απρόθυμες να προβούν στην άντληση νέου δανεισμού τα τελευταία έτη λόγω της υψηλής αβεβαιότητας. Συνεπώς σήμερα τα δάνεια που έχουν χορηγήσει οι τράπεζες αντιπροσωπεύουν μικρότερο κομμάτι της οικονομίας και μάλιστα αντιπροσωπεύουν το πιο υγιές και ανθεκτικό μέρος της. Τα ευάλωτα δάνεια που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν προβλήματα από την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό είναι εκτός ισολογισμών των τραπεζών.

2. Οι ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν κατορθώσει να επιβιώσουν μετά από μια 10ετή κρίση χρέους και μετά την κρίση της πανδημίας είναι εξαιρετικά ανθεκτικές, προσαρμοστικές και με υγιείς ισολογισμούς. Ακόμα και σε μικρομεσαίες εταιρίες παρατηρούνται επίπεδα καθαρού δανεισμού που δεν ξεπερνούν τις τρεις με τέσσερις φορές το EBITDA – που σημαίνει ότι τα δάνεια αυτά θα μπορούν να εξυπηρετηθούν, ακόμη και σε μια συρρίκνωση των περιθωρίων κερδοφορίας που αναπόφευκτα θα υπάρξει τους επόμενους μήνες λόγω του αυξημένου ενεργειακού κόστους.

3. Η ελληνική οικονομία αναμένεται να έχει, παρά τις αντιξοότητες, καλύτερη επίδοση από την υπόλοιπη ευρωζώνη, με εκτιμώμενη άνοδο του ΑΕΠ άνω του 6% εφέτος και 2-3% το 2023. Βασικοί μοχλοί ανάπτυξης αποτελούν η ισχυρή ώθηση από τον τουρισμό, η μικρότερη εξάρτηση σε ενέργεια προερχόμενη από Ρωσία, αλλά και τα σημαντικά κονδύλια – της τάξης των 86 δισ. ευρώ – που αναμένονται από ευρωπαϊκά προγράμματα. Ταυτόχρονα, καταγράφεται εκρηκτική άνοδος των άμεσων ξένων επενδύσεων σε Ελλάδα, με 4,8 δισ. ευρώ το 2021 από 2,8 δισ. ευρώ το 2020  (+70% σε ετήσια βάση) ενώ στο πεντάμηνο του 2022 είμαστε ήδη στα 3,5 δισ. ευρώ.

4. Η ελληνική κυβέρνηση, με τη συνδρομή των αυξημένων φορολογικών εισόδων έχει προβεί σε σημαντική επιδότηση του ρεύματος σε νοικοκυριά αλλά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα το 90% της αύξησης του ρεύματος για το Σεπτέμβριο – Οκτώβριο να μην έχει περάσει στα νοικοκυριά, με το αντίστοιχο ποσοστό για τις επιχειρήσεις να «αγγίζει» το 50%. Ανάλογη υποστήριξη θα δοθεί και στους λογαριασμούς φυσικού αερίου τους επόμενους μήνες και το σημαντικό είναι ότι ένα μεγάλο μέρος του κόστους χρηματοδοτείται από το ταμείο ενεργειακής μετάβασης και όχι από τον κρατικό προϋπολογισμό.

5. Οι ελληνικές τράπεζες είναι πολύ καλύτερα προετοιμασμένες για να αντιμετωπίσουν άμεσα ένα δυνητικό κύμα ΝPLs και συνεργάζονται με servicers που διαθέτουν μεγάλη τεχνογνωσία, ώστε σήμερα ακόμα και δάνεια με μερικές μέρες καθυστέρησης να μεταφέρονται άμεσα στους διαχειριστές για επικοινωνία.

Διαβάστε ακόμη

Έρχεται στην Ελλάδα και η Google – Νέα μεγάλη επένδυση (γράφημα)

Tο Δημόσιο διεκδικεί περιουσίες από… το 1885!

Το αλά γκρέκα δίδυμο Μελόνι, ο μεγαλομέτοχος και το FBI και το όνειρο της Peoplecert