Έναν πραγματικό άθλο έχουν επιτύχει το τελευταίο διάστημα οι τράπεζες – τόσο οι ευρωπαϊκές, όσο κυρίως οι ελληνικές – όσον αφορά στη μείωση των «κόκκινων» δανείων, περιορίζοντας αισθητά το υφιστάμενο στοκ που δεν τις επέτρεπε να επιστρέψουν σε συνθήκες κανονικότητας.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Εποπτικού Συμβουλίου του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (Single Supervisory Mechanism – SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Αντρέα Ενρία, ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων που κατείχαν οι ευρωπαϊκές τράπεζες μειώθηκε από περίπου ένα τρισεκατομμύριο ευρώ σε κάτω από 340 δισ. ευρώ στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου, αποτελώντας το χαμηλότερο επίπεδο από το 2015, οπότε και δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά τα επίμαχα στοιχεία.

Όσον αφορά στις ελληνικές τράπεζες, το «κόκκινο» απόθεμα «άγγιξε» πέρυσι τα 13,2 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 28,2% ή 5,2 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, με τη συνολική πτώση σε σχέση με το υψηλότερο επίπεδό τους (σ.σ. Μάρτιος του 2016) να προσεγγίζει το 87,7% ή 94 δισ. ευρώ. Τους πρώτους μήνες του 2023 δε, οι τέσσερις συστημικοί Όμιλοι διέθεταν μόλις 9,1 δισ. ευρώ «κόκκινα» δάνεια (τρία δισ. ευρώ η Alpha Bank, 2,4 δισ. ευρώ η Τράπεζα Πειραιώς, 2,1 δισ. ευρώ η Eurobank και 1,6 δισ. ευρώ η Εθνική Τράπεζα), στοχεύοντας σε περαιτέρω μείωσή τους πέριξ των έξι δισ. ευρώ έως το 2025.

Αναφερόμενος, μάλιστα, στην πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ), βάσει της οποίας οι ενέργειες του επόπτη συνέβαλαν στη μείωση των «κόκκινων» δανείων, αν και υπήρξαν… αστοχίες, όπως το γεγονός ότι δόθηκε υπερβολικά πολύς χρόνο στις τράπεζες με υψηλό δείκτη NPE, προκειμένου να επιλέξουν στρατηγική μείωσης των επισφαλειών, ο ισχυρός άνδρας του SSM σχολίασε σχετικά: «Στο επίκεντρο των συστάσεων του ΕΕΣ εδράζεται η πεποίθηση πως θα έπρεπε να είχαμε επιβάλει κεφαλαιακές απαιτήσεις πιο αυτοματοποιημένα, ως μέσο διασφάλισης των ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών. Κατά την άποψή μας, αυτό θα ήταν αντιπαραγωγικό, στερώντας από τις τράπεζες τον κεφαλαιακό χώρο που χρειάζονταν για την πώληση και την τιτλοποίηση των «κόκκινων» δανείων που τελικά πραγματοποίησαν. Όπως γνωρίζουμε, η πώληση των χαρτοφυλακίων δημιουργεί ζημία, καθώς οι τράπεζες πρέπει συνήθως να αποδεχτούν μια τιμή κάτω από τη λογιστική αξία. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο επιλέξαμε να κινηθούμε έτσι, λαμβάνοντας υπόψη τα σχέδια των τραπεζών να πουλήσουν ή να τιτλοποιήσουν χαρτοφυλάκια απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων, ώστε να μειώσουμε τα ΜΕΔ όσο το δυνατόν γρηγορότερα».

Νέα «κόκκινα»

Παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί, πάντως, η απειλή ενός νέου «κύματος» NPEs εξακολουθεί να είναι ορατή, με την οικονομική επιβράδυνση, τον υψηλό πληθωρισμό και τα επιτόκια να συνθέτουν ένα «εκρηκτικό κοκτέιλ» για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Ειδικότερα, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, η οποία «βυθίζεται» στην ύφεση, η Ελλάδα διατηρεί την αναπτυξιακή δυναμική της, έστω και σε μικρότερο βαθμό. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν, το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,4% εφέτος και 1,9% το 2024, με τον πληθωρισμό να διαμορφώνεται στο 4,2% το 2023 και στο 2,4% το επόμενο έτος. Όσον αφορά στα επιτόκια, αυτά αναμένεται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται, όπως, άλλωστε, άφησε να εννοηθεί και η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, κατά τη χθεσινή προγραμματισμένη ακρόαση της ενώπιον της επιτροπής οικονομικών και νομισματικών υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Στο πλαίσιο αυτό, η Κομισιόν συστήνει επαγρύπνηση για την αποφυγή μιας εκ νέου επιδείνωσης της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών, υπενθυμίζοντας στη 2η Έκθεση Μεταπρογραμματικής Εποπτείας για την Ελλάδα πως ο δείκτης NPE βρίσκεται στο 8,7% – έναντι 30,1% στο τέλος του 2020 – σημαντικά πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Υπενθυμίζεται πως στα τέλη του περασμένου Μαρτίου Eurobank και Εθνική Τράπεζα εμφάνισαν δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων στο 5,1%, η Τράπεζα Πειραιώς στο 6,6% και η Alpha Bank στο 7,6%, με στόχο μέχρι το 2025 αυτός να έχει πέσει στο 4% για το σύνολο του συστήματος.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), η οποία στην πρόσφατη Έκθεσή της για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα προτρέπει τις τράπεζες – και δη, τις λιγότερο σημαντικές, στις οποίες ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων κυμαίνεται περί το 45% – να συνεχίσουν τις προσπάθειες μείωσης των «κόκκινων» δανείων, δεδομένου ότι «οι τρέχουσες οικονομικές συνθήκες αναμένεται να ασκήσουν πιέσεις βραχυπρόθεσμα στη χρηματοοικονομική κατάσταση νοικοκυριών και επιχειρήσεων».

Τόσο η Κομισιόν, όσο και η ΤτΕ δε, αναφέρονται στο ενδεχόμενο παράτασης του «Ηρακλή», με τη μεν πρώτη, να επισημαίνει πως η ταχεία ολοκλήρωση των εκκρεμών τιτλοποιήσεων θα βοηθήσει σημαντικά στη διατήρηση του στοκ των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε φθίνουσα πορεία και τη δε, δεύτερη να σημειώνει πως το συνολικό απόθεμα ΜΕΔ που έχει ενταχθεί στο επίμαχο σχέδιο ανέρχεται σε 43,8 δισ. ευρώ, με το ύψος των χορηγηθεισών από το Ελληνικό Δημόσιο εγγυήσεων να ανέρχεται πλέον σε 17,4 δισ. ευρώ.

Διαβάστε ακόμη:

Χρ. Μεγάλου στο Bloomberg: Η Ελλάδα χρειάζεται σταθερή κυβέρνηση – Έως το 2025 η αποεπένδυση του ΤΧΣ

Goldman Sachs: Αυξάνει τις τιμές στόχους – Σε πολυετές σημείο καμπής οι ελληνικές τράπεζες

Σε ιδιώτες περνά η ωρίμανση των κατασκευαστικών έργων – Συνασπισμός τριών εργολάβων για τη νέα Αττική Οδό

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ