Παρελθόν φαίνεται πως αποτελεί για τις ελληνικές τράπεζες το ζήτημα των «κόκκινων» δανείων, με τους επικεφαλής των συστημικών – και μη – Ομίλων να εμφανίζονται αισιόδοξοι πως οι εισροές, τόσο για το κλείσιμο της τρέχουσας χρονιάς, όσο και για το 2024, δεν θα είναι σημαντικές, έχοντας ήδη καταστρώσει τα σχέδιά τους για περαιτέρω μείωση του υφιστάμενου στοκ.

Όπως προκύπτει από την ενδιάμεση έκθεση για τη νομισματική πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων διαμορφώθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στο 7,9% από 8,7% στα τέλη του 2022, με το υπόλοιπο για τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους να «αγγίζει» τα 11,7 δισ. ευρώ από 13,2 δισ. ευρώ.

Ειδικά για τις συστημικές τράπεζες το απόθεμα υπολογίζεται σε περίπου οκτώ δισ. ευρώ και συγκεκριμένα 1,1 δισ. ευρώ για την Εθνική Τράπεζα, 2,1 δισ. ευρώ για τη Eurobank, δύο δισ. ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς και 2,7 δισ. ευρώ για την Alpha Bank. Όσον αφορά στη διάρθρωση των «κόκκινων» δανείων, αυτή έχει ως εξής: 66% επιχειρηματικά, 25% στεγαστικά και 9% καταναλωτικά δάνεια. Επίσης, περίπου ισόποση είναι η κατανομή μεταξύ δανειακών συμβάσεων που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, δανείων αβέβαιης είσπραξης («unlikely to pay») και δανείων σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών, τα οποία δεν έχουν ακόμη καταγγελθεί.

Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες σχεδιάζουν περαιτέρω… τακτοποίηση των ισολογισμών τους μέσω οργανικών και μη λύσεων, όπως ρυθμίσεις, διαγραφές, αλλά και ρευστοποιήσεις, ενώ ψηλά στην ατζέντα τους παραμένουν, τόσο οι πωλήσεις χαρτοφυλακίων, όσο και οι τιτλοποιήσεις. Σε μία προσπάθεια δε, να μετριάσουν τον όποιο αντίκτυπο από τη διατήρηση – επί μακρώ – των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα οι τράπεζες φέρεται να έχουν συμφωνήσει στη διατήρηση του πλαφόν στα στεγαστικά δάνεια, τα οποία, άλλωστε, είναι και τα πλέον επιρρεπή στις αναταράξεις.

Όσον αφορά στις μικρότερες τράπεζες, το «επαναλανσάρισμα» του «Ηρακλή» – έστω κι αν είναι αυστηρότερος και πιο ακριβός – είναι βέβαιο πως θα τις βοηθήσει να απαλλαγούν από σημαντικό όγκο «κόκκινων» δανείων.

Κόντρα στην αισιοδοξία των τραπεζιτών, πάντως, τα… καμπανάκια, τόσο από πλευράς της ΤτΕ, όσο και από τον Ευρωπαίο επόπτη, δεν σταματούν. «Κατά τη διάρκεια του εννεαμήνου του 2023 παρατηρήθηκε καθαρή εισροή νέων ΜΕΔ σε όλα τα χαρτοφυλάκια δανείων. H στενή παρακολούθηση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου δανείων είναι αναγκαία, καθώς το περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων και το ενδεχόμενο επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας δύνανται να ασκήσουν αυξητικές πιέσεις στο δείκτη ΜΕΔ», σημειώνεται στην έκθεση της ΤτΕ.

Εγρήγορση από πλευράς των τραπεζών ζητά και ο SSM, χαρακτηρίζοντας, μάλιστα, τα «κόκκινα» δάνεια ως μία πραγματικότητα, αφού «πάντοτε θα υπάρχουν δανειολήπτες, οι οποίοι θα αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τις οφειλές τους». Ειδικότερα, σε πρόσφατο άρθρο της το μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Elizabeth McCaul, τονίζει χαρακτηριστικά: «Η ιστορία μας έχει διδάξει ότι όταν τα ‘κόκκινα’ δάνεια συσσωρεύονται και παραμένουν άλυτα επιβαρύνουν την κερδοφορία των τραπεζών και απορροφούν πολύτιμους πόρους.

Αυτό περιορίζει τελικά την ικανότητά τους να εκπληρώσουν τον σημαντικό ρόλο τους να παρέχουν σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις πρόσβαση σε πιστώσεις, καθώς τις εμποδίζει να χορηγούν νέα δάνεια. Στο τρέχον αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον πρέπει να παραμείνουμε συγκεντρωμένοι στη συνέχιση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και στην πρόληψη της συσσώρευσής τους εξαρχής».

Διαβάστε ακόμη

POS: Τι αλλάζει από 1/1/2024 – Ποιοι κλάδοι θα βρεθούν υποχρεωτικά στο νέο καθεστώς

UBS: Η Fed απειλεί την ελκυστικότητα του δολαρίου – Πόσο θα ευνοηθεί το ευρώ

ΑΑΔΕ: Ο νέος κατάλογος με τους «φορολογικούς παραδείσους»

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ