Μήνυμα αφύπνισης προς όλους τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής για την ανάγκη η χώρα να παραμείνει σε μεταρρυθμιστικό μονοπάτι, ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος, έστειλε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννης Στουρνάρας, υπενθυμίζοντας πως παρά την όποια πρόοδο έχει επιτευχθεί οι προκλήσεις για την οικονομία, αλλά και συγκεκριμένα τον τραπεζικό τομέα, παραμένουν.

«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σε μία περίοδο διαδοχικών κρίσεων και αυξημένης αβεβαιότητας, θα ήταν η απώλεια της αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής που τόσο δύσκολα έχει ανακτηθεί και η επιστροφή σε κακές πρακτικές του παρελθόντος», τόνισε χαρακτηριστικά από το βήμα της 90ης ετήσιας τακτικής γενικής συνέλευσης των μετόχων, σημειώνοντας πως μία ενδεχόμενη παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα μπορεί να υπονομεύσει το κλίμα εμπιστοσύνης που έχει καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια.

«Εντούτοις, ο πιο σημαντικός κίνδυνος για την οικονομία είναι η επιστροφή σε αναποτελεσματικές πολιτικές του παρελθόντος και η διακοπή ή/και αντιστροφή μεταρρυθμιστικών προσπαθειών.

Οι μνήμες από την επώδυνη προσαρμογή που επιτεύχθηκε τα προηγούμενα χρόνια είναι ακόμη νωπές, ώστε να θυμίζουν το υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος που απαιτήθηκε για τη διόρθωση των χρόνιων ανισορροπιών της οικονομίας», πρόσθεσε, συστήνοντας σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις την επίτευξη μιας μίνιμουμ συναίνεσης στην υλοποίηση βασικών δεσμεύσεων της οικονομικής πολιτικής, ώστε να διαφυλαχθούν όσα έχει επιτύχει η ελληνική οικονομία την τελευταία 10ετία και οι θυσίες της προηγούμενης περιόδου, προς όφελος των επόμενων γενεών.

Τα «καμπανάκια»

Παρά το γεγονός ότι η ΤτΕ αναθεώρησε επί τα βελτίω την εκτίμησή της για την ανάπτυξη το 2023 – στο 2,2% από 1,5% προηγουμένως – εντούτοις, ο διοικητής στην έκθεσή του εστιάζει στις προκλήσεις, οι οποίες ελλοχεύουν.

Ειδικότερα:

Δημόσιο χρέος: Το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω εφέτος, σε 162,5% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, ωστόσο, μακροπρόθεσμα η αβεβαιότητα σχετικά με τη δυναμική του δημόσιου χρέους απαιτεί επαγρύπνηση και δημοσιονομική σύνεση.

«Η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς, γεγονός που εξαλείφει τα περιθώρια χαλάρωσης όσον αφορά το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων. Επομένως, η επόμενη 10ετία αποτελεί μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας για την ταχεία αποκλιμάκωση του ελληνικού δημόσιου χρέους», αναφέρει.

Πληθωρισμός: Με βάση τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, αυτός θα αποκλιμακωθεί το 2023 στο 4,4%. Για την ανάσχεσή του δε, οι ιθύνοντες χάραξης πολιτικής δέχονται πιέσεις να λάβουν μέτρα δημοσιονομικής στήριξης.

Αυτά, όμως, θα πρέπει να χρηματοδοτούνται από την αξιοποίηση του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου και να είναι:

α) προσωρινά,
β) στοχευμένα και
γ) προσαρμοσμένα στην ανάγκη αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης.

«Δεδομένου ότι ο πληθωρισμός έχει σημαντικές αναδιανεμητικές επιδράσεις στα διάφορα κλιμάκια εισοδήματος, πλήττοντας περισσότερο τα χαμηλά εισοδήματα που έχουν υψηλότερη ροπή προς κατανάλωση, τα μέτρα θα πρέπει να είναι στοχευμένα στις πλέον ευάλωτες εισοδηματικές ομάδες. Αντίστοιχα στοχευμένες πρέπει να είναι οι ενισχύσεις προς τις επιχειρήσεις, ανάλογα με την έκθεσή τους στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και στις διαταράξεις του ενεργειακού εφοδιασμού», τονίζεται στην έκθεση και προστίθεται:

«Εάν τα εν λόγω μέτρα δεν πληρούν τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις είναι πιθανόν να ενισχύσουν, αντί να αποδυναμώσουν, τις μεσοπρόθεσμες πληθωριστικές πιέσεις, εξέλιξη που θα καθιστούσε αναγκαία επιπρόσθετη αυστηροποίηση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής».

Τράπεζες:

1) «Κόκκινα» δάνεια: Εντατικότερη προσπάθεια περαιτέρω μείωσης των «κόκκινων» δανείων ζητά από τις τράπεζες η ΤτΕ, υπενθυμίζοντας πως ακόμη δεν έχει καταγραφεί η πλήρης επίδραση της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού στην ποιότητα του δανειακού τους χαρτοφυλακίου.

Πιο αναλυτικά, στα τέλη του 2022 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια «άγγιζαν» τα 13,2 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 5,2 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος του Δεκεμβρίου 2021 και κατά περίπου 95,5 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε και είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ.

«Δεδομένου ότι η μείωση επιτεύχθηκε κυρίως μέσω τιτλοποίησης και μεταβίβασης προς επενδυτικά ταμεία, το απόθεμα εξακολουθεί να υφίσταται όσον αφορά την πραγματική οικονομία και να θέτει μεγάλο αριθμό οφειλετών εκτός χρηματοδότησης από τον τραπεζικό τομέα», διευκρινίζει η κεντρική τράπεζα. Παράλληλα, σε ορισμένες μη συστημικές τράπεζες η μείωση των ΜΕΔ ήταν πολύ περιορισμένη και το απόθεμα παραμένει σε υψηλό επίπεδο.

«Η ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας και ενδεχόμενες συγχωνεύσεις μεταξύ τους θα τονώσουν τις δυνάμεις του ανταγωνισμού, παρέχοντας διαφοροποιημένες και περισσότερο ανταγωνιστικές υπηρεσίες σε ιδιώτες και επιχειρήσεις, ιδιαιτέρως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις», εξηγεί.

2) Πιστωτική επέκταση: Οι προοπτικές για την εξέλιξη της πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα το 2023 επηρεάζονται αρνητικά από την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, παρά τη στήριξη που παρέχεται από ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία.

Πιο συγκεκριμένα, ο ανοδικός κύκλος των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα επηρεάσει τα τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων, ιδίως προς τα νοικοκυριά, όπου ο βαθμός ενσωμάτωσης των επιτοκίων της αγοράς είναι μεγαλύτερος.

Η αύξηση του κόστους των πιστώσεων θα περιορίσει την ικανότητα αποπληρωμής εκ μέρους των δανειοληπτών του ιδιωτικού τομέα με δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, ιδιαίτερα των νοικοκυριών, το πραγματικό εισόδημα των οποίων έχει ήδη συμπιεστεί από τον πληθωρισμό. Παράλληλα, η επικείμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας το 2023 θα αυξήσει τον πιστωτικό κίνδυνο των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (ΜΧΕ) και των νοικοκυριών, λόγω της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης.

Επιπρόσθετα, η ανάγκη παρακολούθησης του κινδύνου δημιουργίας νέων επισφαλών δανείων το 2023, ως αποτέλεσμα της ενεργειακής κρίσης, επίσης, συντελεί σε συγκράτηση των χορηγήσεων εκ μέρους των τραπεζών.

Συνολικά, ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις ΜΧΕ αναμένεται να μειωθεί, αλλά θα παραμείνει σε εύρωστα επίπεδα, καθώς θα ενισχυθεί από τα χαμηλότοκα τραπεζικά δάνεια συγχρηματοδότησης που δημιουργούνται μέσω των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων (ΕΣΠΑ, NGEU).

3) Κερδοφορία: Η επίτευξη διατηρήσιμης κερδοφορίας από τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο είναι σημαντική, τόσο για τη διατήρηση της ευρωστίας του και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, όσο και για την παροχή από τις τράπεζες των αναγκαίων πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία.

Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, οι κυριότεροι παράγοντες που αναμένεται να ενισχύσουν τους δείκτες κερδοφορίας το προσεχές διάστημα είναι η άνοδος των επιτοκίων, μέσω της ενίσχυσης των καθαρών εσόδων από τόκους, η ενδεχόμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία με τη συγκράτηση του κόστους δανεισμού, η συνέχιση της πιστωτικής επέκτασης με αξιοποίηση των πόρων του Next Generation EU, η συγκράτηση των λειτουργικών εξόδων μέσω επενδύσεων στον ψηφιακό μετασχηματισμό και την καινοτομία, καθώς και η ενίσχυση των εσόδων από προμήθειες σε δραστηριότητες πέραν των πιστοδοτήσεων, όπως ασφαλιστικά προϊόντα, διαχείριση περιουσίας κ.λπ.

Από την άλλη πλευρά, τυχόν σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου λόγω αύξησης των επιτοκίων, παρατεταμένου υψηλού πληθωρισμού και επιβράδυνσης της οικονομίας, σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από τις αγορές σε μία περίοδο, όπου επίκειται αυξημένη εκδοτική δραστηριότητα εκ μέρους των τραπεζών για την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (Minimum requirement for own funds and eligible liabilities ‒ MREL), αναμένεται να επιδράσουν αρνητικά στους δείκτες κερδοφορίας.

4) Επιτοκιακός κίνδυνος: Η έκθεση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών στον επιτοκιακό κίνδυνο είναι περιορισμένη. Πιο συγκεκριμένα, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που διακρατούνται στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών και αποτιμώνται στην τρέχουσα αξία τους επηρεάζονται αρνητικά από την υποχώρηση των τιμών σε περιβάλλον ανόδου των βασικών επιτοκίων.

Ωστόσο, το μεγαλύτερο ποσοστό (περίπου 80%) του εν λόγω χαρτοφυλακίου αφορά σε τίτλους που διακρατούνται μέχρι τη λήξη τους (held to maturity) και άρα, δεν επηρεάζονται από τις μεταβολές των τιμών τους, ενώ, ταυτόχρονα, επισημαίνεται ότι οι τράπεζες εφαρμόζουν και πολιτικές αντιστάθμισης του επιτοκιακού κινδύνου. «Παρ’ όλα αυτά, ο επιτοκιακός κίνδυνος θα μπορούσε να καταστεί σημαντικός εάν οι τράπεζες υποχρεωθούν σε πώληση των συγκεκριμένων τίτλων για την άντληση ρευστότητας.

Γι’ αυτό το λόγο, είναι σημαντική η διατήρηση των συνθηκών ρευστότητας του τραπεζικού τομέα, με τη στήριξη των νομισματικών αρχών, ώστε να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα», προσθέτει η ΤτΕ.

Διαβάστε ακόμη:

Χρυσές λίρες: Πόσες πούλησαν οι Έλληνες τους πρώτους μήνες του 2023 – Το προφίλ πωλητών και αγοραστών (πίνακας)

Έτσι θα είναι το νέο «Μινιόν» – Καταστήματα, γραφεία, κατοικίες και εστίαση (πίνακας + pics)

Ισραήλ: Τρομοκρατική επίθεση στο Τελ Αβίβ – Ένας τουρίστας νεκρός (tweets)