των Αλέξανδρου Κασιμάτη, Μάριου Ροζάκου

Με δύο διαφορετικά σχέδια υπό επεξεργασία οι Αρχές επιχειρούν να επιλύσουν ταχύτερα το πρόβλημα των τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs). Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στη μείωση των NPLs, η ένταση των προσπαθειών προς αυτή την κατεύθυνση απειλεί την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Επιπλέον, με τις σημερινές συνθήκες, το 2021 τα NPLs θα βρίσκονται περίπου στο 20% του συνόλου, ενώ ο SSM έχει ζητήσει να υποχωρήσουν «σημαντικά κάτω από το 20%».

Η κυβέρνηση έχει αποδεχθεί και επεξεργάζεται σχέδιο μείωσης των κόκκινων δανείων που πρότεινε το ΤΧΣ. Μάλιστα γι’ αυτό τον λόγο έχει προσλάβει τη Μοrgan Stanley, η οποία επεξεργάζεται και προσαρμόζει στην ευρωπαϊκή νομοθεσία την προτεινόμενη λύση. Το σχέδιο του ΤΧΣ είχε υποβληθεί στην κυβέρνηση από τον Μάιο και προβλέπει τη δημιουργία από κάθε συστημική τράπεζα μιας εταιρείας ειδικού σκοπού η οποία θα οργανωθεί με τη δομή Asset Protection Scheme (APS).

H νομική μορφή των συγκεκριμένων εταιρειών δεν έχει οριστικοποιηθεί. Επιδιώκεται να υπάρχει ευελιξία στη δομή τους ώστε οι τράπεζες να επιλέξουν το σχήμα που νομικά και λογιστικά ανταποκρίνεται περισσότερο στις ανάγκες τους. Στις APS θα αποκτήσουν συμμετοχές εταιρείες και funds που δραστηριοποιούνται στα κόκκινα δάνεια. Ο στόχος είναι στα τέσσερα σχήματα να μεταφερθούν περίπου 60 δισ. NPLs από το σύνολο των περίπου 87 δισ. που είναι σήμερα. Ο χρηματοπιστωτικός κίνδυνος κάθε APS θα καλύπτεται από εγγύηση του Δημοσίου.

Η ΤτΕ, από την πλευρά της, επεξεργάζεται εδώ και 6 μήνες σχέδιο που θα δημοσιοποιήσει σήμερα Πέμπτη με την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Το σχέδιο βασίζεται στον αναβαλλόμενο φόρο που έχει εγκριθεί από τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν και προβλέπει τα εξής: θα συσταθεί μια εταιρεία ειδικού σκοπού (SPV) στην οποία θα μεταβιβαστεί περίπου το 50% του αναβαλλόμενου φόρου των τραπεζών, δηλαδή γύρω στα 8 δισ. από τα 16 δισ. ευρώ. Το SPV θα αγοράσει περίπου 50% των κόκκινων δανείων (περίπου 43 δισ. ευρώ) σε λογιστική τιμή μείον τις προβλέψεις. Το SPV θα εκδώσει ομόλογα για να καλύψει διαφορετικές κλάσεις επενδυτών.

Οπως αναφέρουν πηγές της Τραπέζης της Ελλάδος, το σχέδιο δεν έχει μεγάλη επίπτωση στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Ο δείκτης Core Tier I θα πέσει κατά 2-2,5 μονάδες και θα διαμορφωθεί περί το 14,5%. Αυτό είναι αποδεκτό από τις εποπτικές αρχές, γιατί πλέον οι τράπεζες θα είναι μικρότερου ρίσκου: θα έχουν πολύ λιγότερα κόκκινα δάνεια και λιγότερο αναβαλλόμενο φόρο, που θεωρείται χαμηλής ποιότητας κεφάλαιο.

Και στην πρόταση της ΤτΕ θα χρειαστεί το Δημόσιο να εγγυηθεί μέρος των ομολόγων που θα εκδοθούν από το SPV. Ωστόσο, στην ΤτΕ προκρίνουν αυτή τη λύση ως την πιο ρεαλιστική γιατί εκτιμούν ότι δεν έχει πολλές ελπίδες να εγκριθεί από την DG Comp ένα σχέδιο δημιουργίας Bad Bank με εγγυήσεις του Δημοσίου. Σε κάθε περίπτωση, για να προχωρήσει το σχέδιο, θα πρέπει να εγκριθεί από τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν και την ελληνική κυβέρνηση και στη συνέχεια από τον SSM.

Ταυτόχρονα εκτιμούν ότι με την ταχεία αποφόρτιση των τραπεζών από τα NPLs και εφόσον το επιτρέψει και η συγκυρία οι τράπεζες θα μπορούν να αυξήσουν ξανά τα κεφάλαιά τους με υβριδικές εκδόσεις και να επιστρέψουν στις αγορές, ανεξάρτητα από το Ελληνικό Δημόσιο. Οι ίδιες πηγές της ΤτΕ υποστηρίζουν ότι αν εφαρμοστεί το σχέδιο τα κόκκινα δάνεια το 2021 θα περιοριστούν κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δηλαδή στο 4%-4,5% του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου.

Η ΤτΕ κατά την ανακοίνωση της Εκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας την ερχόμενη εβδομάδα θα καταγράφει τη συνολική εικόνα της συγκεκριμένης πρότασης, ενώ και η κάθε τράπεζα θα ενημερωθεί σχετικά με το πώς θα επιδράσει η εφαρμογή του σχεδίου στα κεφάλαια, στα NPLs κ.λπ. Αν τελικά προκριθεί το σχέδιο της ΤτΕ μπορεί να υλοποιηθεί σε 6-8 μήνες.

Η ΤτΕ έχει ενημερώσει για το σχέδιό της τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη, τον υπουργό Επικρατείας Αλέκο Φλαμπουράρη, τον υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ Δημήτρη Λιάκο και τον υπουργό Οικονομίας Ευκλείδη Τσακαλώτο. Η κυβέρνηση είναι αυτή που θα πρέπει να επιλέξει μεταξύ των δύο σχεδίων προκειμένου στη συνέχεια να το στείλει στις ευρωπαϊκές αρχές και να ασκηθούν πιέσεις ώστε να εγκριθεί.

Το ευαίσθητο σημείο και των δύο σχεδίων είναι ότι με τη μερική έστω κάλυψη από το Δημόσιο των κινδύνων για τα ομόλογα που θα εκδοθούν με την τιτλοποίηση των NPLs προκύπτει το ενδεχόμενο να θεωρηθεί κρατική βοήθεια και να αντιδράσουν οι ευρωπαϊκές αρχές. Με την κατάλληλη όμως νομική και λογιστική επεξεργασία ο κίνδυνος αυτός μπορεί να ξεπεραστεί. Να σημειωθεί ότι η ΤτΕ θεωρεί πλεονέκτημα του σχεδίου της ότι δεν απαιτεί έγκριση από την DG Comp, γιατί ο αναβαλλόμενος φόρος έχει εγκριθεί από την DG Comp. Ωστόσο, κανένα από τα δύο σχέδια δεν έχει τεθεί ολοκληρωμένα υπόψη των ευρωπαϊκών αρχών.

Κάθε τράπεζα θα πρέπει να προϋπολογίσει με βάση τα μεγέθη της τις επιπτώσεις από το σχέδιο που τελικά θα επιλεγεί. Επίσης, πρέπει όποια λύση προκριθεί να είναι πειστικά αποτελεσματική ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα. Για παράδειγμα, αν οι τράπεζες μεταβιβάσουν τα κόκκινα δάνεια που συνοδεύονται από τις πιο ισχυρές εγγυήσεις προκειμένου τα ομόλογα να είναι ελκυστικά για τους επενδυτές, ελλοχεύει ο κίνδυνος η αγορά να θεωρήσει πως το τμήμα του χαρτοφυλακίου NPLs που κράτησαν στα βιβλία δεν καλύπτεται επαρκώς. Το ευχάριστο πάντως είναι ότι αναζητείται μια λύση που θα λυτρώσει το τραπεζικό σύστημα ώστε να μπορέσει να χρηματοδοτήσει και πάλι την οικονομία.