του Κώστα Τσαούση

Ο πολύπειρος Θεόδωρος Πανταλάκης, διευθύνων σύμβουλος της Attica Bank, απαντά στις ερωτήσεις του newmoney.gr για τα «κόκκινα» δάνεια και τους τρόπους της διαχείρισής τους, για τη συνεργασία στο πλαίσιο αυτής της διαχείρισης με διεθνή επενδυτή, καθώς και για την ενίσχυση της κεφαλαιακής θέσης της τράπεζας που βρίσκεται εκτός του κύκλου των 4 συστημικών τραπεζών.

Ως γνωστόν, η διοίκηση της Attica έχει ανακοινώσει από τον περασμένο Δεκέμβριο την ίδρυση μιας εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (AMC) και σε αυτήν θα προσκληθεί μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας να συμμετάσχει ένας διεθνής επενδυτής καταλαμβάνοντας μέχρι το 80 % των μετοχών της.

Ποιος ήταν ο βασικός λόγος για την επιλογή της ίδρυσης μιας νέας εξειδικευμένης εταιρείας για την διαχείριση των «κόκκινων» δανείων;

Ο λόγος ίδρυσης της νέας εξειδικευμένης εταιρείας, πέραν του ότι αποτελεί ένα νομικό ζήτημα διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων, που θεσπίστηκε με βάση το νόμο 3156/2003, παρέχει τη δυνατότητα να διευρύνουμε τη διαχείρισή τους, με νέα και σύγχρονα εργαλεία, όπως αυτά έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί σε άλλες τράπεζες της Ευρώπης, αλλά και διεθνώς.

Ήδη, στον τομέα αυτό, η πρώτη άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος έχει δοθεί. Από την Attica Bank, έχει υποβληθεί η σχετική αίτηση, για λήψη παρόμοιας άδειας, προκειμένου να μας βοηθήσει στην προσέγγιση της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων, με τη συνεργασία διεθνούς επενδυτή.

Η επιλογή αυτή τι θα αποφέρει στη τράπεζα; Τι θα αποφέρει στους μετόχους;

Με αυτόν τον τρόπο αυξάνονται οι επιλογές της τράπεζας και προσελκύονται νέα κεφάλαια, που την υποβοηθούν να ρευστοποιήσει παρόμοια δάνεια και να ενισχύσει την επάρκεια της κεφαλαιακής της βάσης, με το υπολειπόμενο ποσό, βάση του δυσμενούς σεναρίου της τελευταίας αύξησης.

Τέτοια εργαλεία που εισάγει η διοίκηση της τράπεζας για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων πώς μπορούν να βοηθήσουν ευρύτερα την αγορά;

Η επιλογή μας αυτή, αποτελεί έναν διαδεδομένο τρόπο σε άλλες αγορές, ενώ η είσοδος ενός νέου επενδυτή, που θα έχει και την απαιτούμενη εμπειρία, θα βοηθήσει την τράπεζα να επιτύχει τους στόχους της. Αλλά θα έχει ευεργετικές συνέπειες και για την ελληνική οικονομία γενικότερα, παρέχοντας ταυτοχρόνως ένα παράδειγμα συνεργασίας και προοπτικής στον συγκεκριμένο τομέα.