Μπορεί η κατάρρευση της Silicon Valley Bank να θεωρείται ως επαναληπτικό μοτίβο της κρίσης του 2008, αλλά α6υτό που σίγουρα αναδεικνύεται είναι η ανεπάρκεια της οικονομικής πολιτικής και των χρηματοπιστωτικών ρυθμίσεων, εκφράζει ρε άρθρο του στο Project Syndicate o οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς

To γεγονός ότι η δεύτερη μεγαλύτερη κατάρρευση τράπεζας στην αμερικανική ιστορία ήρθε λίγες μόλις ημέρες μετά τις διαβεβαιώσεις που έδινε ο πρόεδρος της Fed, Τζερόουμ Πάουελ, για την σταθερότητα των αμερικανικών τραπεζών, αν και ο χρόνος δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη: δεδομένων των μεγάλων και ταχύτατων αυξήσεων επιτοκίων, ήταν αναμενόμενο πως οι δραματικές κινήσεις στις τιμές των χρηματοοικονομικών assets θα προκαλούσαν τραύμα κάπου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Εντούτοις, παρά την ιστορική εμπειρία που δείχνει πως θα πρέπει να ανησυχούμε, ο Πάουελ για μια ακόμα φορά μας διαβεβαιώνει να μην ανησυχούμε, σχολιάζει ο Στίγκλιτς. Υπενθυμίζει πως ο Πάουελ ήταν μέρος της ρυθμιστικής ομάδας του Τραμπ που εργάστηκε για να αποδυναμωθούν οι τραπεζικοί κανονισμοί Dodd-Frank που εφαρμόστηκαν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, προκειμένου να απελευθερωθούν οι «μικρότερες» τράπεζες από τα πρότυπα που εφαρμόζονται στις μεγαλύτερες και πιο συστημικά σημαντικές τράπεζες. Συγκριτικά με την Citibank η SVB είναι μικρή, όμως δεν είναι μικρή για τις ζωές των εκατομμυρίων ανθρώπων που εξαρτώνται από αυτή, σημειώνει ο νομπελίστας οικονομολόγος.

Ο Στίγκλιτς υπενθυμίζει επίσης πως ο Πάουελ είπε πως θα υπάρξει πόνος από την συνεχιζόμενη αύξηση επιτοκίων της Fed –αλλά όχι για τον ίδιο και τους πολλούς φίλους του στο ιδιωτικό κεφάλαιο, που φέρεται να σχεδίαζαν να αγοράσουν μαζικά ανασφάλιστες καταθέσεις της SVB στα 50-60 σεντς το δολάριο, προτού η κυβέρνηση ξεκαθαρίσει πως οι καταθέτες αυτοί θα είναι προστατευμένοι. Τις μεγαλύτερες πιέσεις θα δέχονταν τα μέλη περιθωριοποιημένων και ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, όπου θα αυξάνονταν η ανεργία, με τον Πάουελ να χαρακτηρίζει ψευδώς ως απαραίτητη αυτή την αύξηση προκειμένου να μειωθεί ο πληθωρισμός, χωρίς όμως να ζητά βοήθεια ή να αναφέρεται στο μακροπρόθεσμο κόστος.

Σύμφωνα με τον Στίνγλιτς, ενώ οι νέες τεχνολογίες δεν έχουν αλλάξει τα θεμελιώδη της τραπεζικής, ωστόσο έχουν αυξήσει τον κίνδυνο μαζικής φυγής καταθέσεων, αφού είναι πολύ πιο εύκολη η απόσυρση κεφαλαίων, ενώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μεγεθύνουν τις φήμες που μπορεί να προκαλέσουν ένα κύμα ταυτόχρονων αποσύρσεων. Η κατάρρευση της SVB φέρεται να μην οφείλεται στο είδος των κακών πρακτικών δανεισμού που οδήγησαν στην κρίση του 2008, αλλά στο γεγονός πως αγόρασε μακροπρόθεσμα ομόλογα και εκτέθηκε σε κινδύνους όταν άλλαξαν δραματικά οι καμπύλες των αποδόσεων.

Οι νέες τεχνολογίες καθιστούν επίσης παράλογο το παλιό όριο των 250.000 δολαρίων για την ομοσπονδιακή ασφάλιση καταθέσεων και είναι παράλογο να επιβραβεύονται εταιρείες που εμπλέκονται σε εξισορροπητική κερδοσκοπία σκορπώντας κεφάλαια σε έναν μεγάλο τραπεζών, σε βάρος όσων εμπιστεύθηκαν τις ρυθμιστικές αρχές να κάνουν τη δουλειά τους, τονίζει ο Στίγκλιτς.

Όπως και στην κρίση του 2008, οι μέτοχοι και ομολογιούχοι που ωφελήθηκαν από τη ριψοκίνδυνη συμπεριφορά μιας εταιρείας θα πρέπει να υποστούν τις συνέπειες, όμως στην περίπτωση της SVB οι καταθέτες –εταιρείες και νοικοκυριά που θεώρησαν πως οι ρυθμιστικές αρχές κάνουν τη δουλειά τους- θα πρέπει να αποζημιωθούν, είτε βρίσκονται υψηλότερα, είτε χαμηλότερα από το «ασφαλισμένο» ποσό των 250.000 δολαρίων.

Το κράτος τελικά παρενέβη και διασφάλισε πως θα αποζημιωθούν όλοι οι καταθέτες, αποτρέποντας το ενδεχόμενο μαζικής φυγής καταθέσεων που θα είχε διαταράξει την οικονομία, ενώ ταυτόχρονα έγινε σαφές πως κάτι πάει στραβά με το σύστημα.

Η SVB δεν αντιπροσωπεύει απλώς την κατάρρευση μιας μεμονωμένης τράπεζας, αλλά τις βαθιές αποτυχίες στη συμπεριφορά τόσο της ρυθμιστικής όσο και της νομισματικής πολιτικής, τονίζει ο Στίγκλιτς, καταλήγοντας πως χρειάζονται αυστηρότερες ρυθμίσεις για να διασφαλιστεί πως όλες οι τράπεζες είναι ασφαλείς και πως όλοι οι τραπεζικοί καταθέτες θα είναι ασφαλισμένοι, ενώ το κόστος θα πρέπει να το επωμιστούν αυτοί που επωφελούνται περισσότερο, δηλαδή οι πλούσιοι, οι μεγάλες εταιρείες και αυτοί που βασίζονται περισσότερο στο τραπεζικό σύστημα, με βάση τις καταθέσεις, τις συναλλαγές και άλλες σχετικές μετρικές.

Διαβάστε ακόμη

Αυλαία για το market pass – 3 εκατ. αιτήσεις: Σήμερα πληρωμές για 500.000 νοικοκυριά

ΑΑΔΕ: Νέα «όπλα» για παρακολούθηση και «κάρφωμα» φοροφυγάδων

ΕΥΑΘ: Ενδιαφέρον για τη σύναψη PPA’s από ΤΕΡΝΑ και ΔΕΠΑ Εμπορίας για πώληση ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2031