Τα κόκκινα δάνεια παραμένουν ως ανοιχτή πληγή, παρότι διαφημίστηκε ως «λύση» το γεγονός ότι μεταφέρθηκαν από τις τράπεζες σε άλλες εταιρείες που ειδικεύονται στη διαχείριση προβληματικών δανείων και πτωχεύσεων, τα λεγόμενα vulture funds – «όρνεα» ή «κοράκια», όπως θα λέγαμε στη γλώσσα της αγοράς.

Στην πραγματικότητα τα δάνεια παραμένουν κόκκινα και το πρόβλημα είναι ακόμη άλυτο. Υπό κανονικές συνθήκες η διαχείριση των πτωχεύσεων είναι μια χρήσιμη λειτουργία της αγοράς. Τα προβληματικά δάνεια εκκαθαρίζονται και το ενεργητικό που συνδέεται με αυτά (ακίνητα και άλλα περιουσιακά στοιχεία) ανακυκλώνεται και ξαναμπαίνει σε παραγωγική χρήση. Κάτι σαν τα όρνεα που καθαρίζουν τα πτώματα στη φύση για να μη μολύνουν το περιβάλλον.

Ομως στην περίπτωση της Ελλάδας -αλλά και άλλων χωρών, όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία- οι συνθήκες δεν ήταν κανονικές. Τα περισσότερα κόκκινα δάνεια δεν δημιουργήθηκαν λόγω αποτυχημένων επιχειρηματικών επιλογών ή δόλιας σκοπιμότητας των νοικοκυριών. Τα δάνεια κοκκίνισαν στη συντριπτική πλειονότητά τους λόγω της μεγάλης οικονομικής κρίσης και των μνημονίων που έφερε η ελληνική πτώχευση.

Τα κόκκινα δάνεια πλήγωσαν βαριά τις τράπεζες, οι οποίες χρειάστηκε να διασωθούν τέσσερις φορές με κρατικό χρήμα για να μην καταρρεύσουν και διαλυθεί η οικονομία.
Παρά τις διαδοχικές διασώσεις, όμως, που κόστισαν άνω των 40 δισ. ευρώ, τα οποία προστέθηκαν στο δημόσιο χρέος, τα κόκκινα δάνεια παρέμειναν ως αγκάθι στους ισολογισμούς των τραπεζών υπονομεύοντας τη λειτουργία τους η οποία είναι απαραίτητη για να κινηθεί η οικονομία.

Χρειάστηκε και νέα «διάσωση», η οποία αυτή τη φορά έγινε με κρατική εγγύηση, μέσω ενός σύνθετου χρηματοοικονομικού προγράμματος με την ονομασία «Ηρακλής».

Οι τράπεζες έπρεπε να μετατρέψουν τα κόκκινα δάνεια σε ομόλογα για να τα πουλήσουν σε ιδιώτες επενδυτές – στα funds που διαχειρίζονται τις πτωχεύσεις. Αλλά επειδή ουδείς εχέφρων επενδυτής θα αγόραζε προβληματικά δάνεια, χρειάστηκε κρατική εγγύηση. Αυτό σημαίνει ότι αν οι αγοραστές των κόκκινων δανείων δεν καταφέρουν να πάρουν πίσω τα χρήματα που έδωσαν για τα ομόλογα του «Ηρακλή» (μέσα από ρυθμίσεις για την αποπληρωμή των δανείων ή μέσα από πλειστηριασμούς), τότε το ελληνικό Δημόσιο θα κληθεί να τους αποζημιώσει.

Το πρόβλημα περιπλέκεται καθώς πλέον η Eurostat ζητεί να καταγραφούν και οι εγγυήσεις του «Ηρακλή», συνολικά περί τα 19 δισ. ευρώ, στο δημόσιο χρέος ιδιαίτερα μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου για απαγόρευση διεξαγωγής πλειστηριασμών από την πλευρά των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων (servicers) που διαχειρίζονται τα δάνεια για λογαριασμό των funds. Δεν είναι ακόμη σαφές τι θα γίνει, ούτε ποιες θα είναι οι επιπτώσεις για την οικονομία και τον τραπεζικό κλάδο.

Γίνεται όμως ξεκάθαρο ότι το «εργαλείο» για να αποπληρωθούν τα κόκκινα δάνεια είναι οι πλειστηριασμοί και όχι οι ρυθμίσεις τις οποίες υποτίθεται ότι θα έκαναν οι διαχειριστές απαιτήσεων με μεγαλύτερη ευχέρεια απ’ ό,τι οι ίδιες οι τράπεζες.

Στην πραγματικότητα υπάρχει ισχυρό κίνητρο για τον κάτοχο του κόκκινου δανείου να οδηγήσει την υπόθεση σε πλειστηριασμό, ιδιαίτερα στην περίπτωση που το ενεχυριασμένο ακίνητο έχει εμπορικό ενδιαφέρον. Πόσο μάλλον σήμερα που ο πληθωρισμός ευνοεί τα ακίνητα, οι τιμές των οποίων ήδη ανεβαίνουν.

Από την άλλη πλευρά και η εξυπηρέτηση των δανείων γίνεται αντικειμενικά δυσκολότερη λόγω της αύξησης των επιτοκίων, αλλά και του γεγονότος ότι η όποια ρύθμιση εναπόκειται στον διαχειριστή, χωρίς κάποιο δεσμευτικό πλαίσιο ή κάποιου είδους επόπτη ή διαιτητή.

Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι το σύστημα διαχείρισης των κόκκινων δανείων έχει αποτύχει.

Η πρόταση που υπήρχε από την πλευρά της Τραπέζης της Ελλάδος για τη δημιουργία «κακής τράπεζας» φαίνεται σήμερα ότι θα ήταν μια καλύτερη επιλογή. Είχε όμως απορριφθεί από την κυβέρνηση. Αλλά και ο «Ηρακλής» θα μπορούσε ίσως να είχε σχεδιαστεί καλύτερα.

Αναμένεται η απόφαση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου για το ζήτημα των πλειστηριασμών, αλλά είναι σαφές ότι χρειάζεται νομοθετική παρέμβαση. Στόχος πρέπει να είναι αφενός μεν η προστασία του τραπεζικού συστήματος που είναι απαραίτητη, αλλά παράλληλα και η ισορροπημένη διαχείριση των κόκκινων δανείων η οποία θα λαμβάνει υπ’ όψιν και τα συμφέροντα των δανειοληπτών. Οχι μόνο τα υπερκέρδη των funds από πλειστηριασμούς.